Εκθέσεις

Εσένα σε αφορά ο HIV;

Μια εκπληκτική έκθεση στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης μέχρι τις 15 Απριλίου.

Εύα Τσουκαλά
εσένα-σε-αφορά-ο-hiv-304402
Εύα Τσουκαλά

Επισκέφτηκα την εκπληκτική έκθεση «Το Whom Ιt May Concern» του Αλέξανδρου Μιχαήλ, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης μια ηλιόλουστη Μεγάλη Τρίτη.

«Σήμερα στην Εκκλησία λένε το τροπάριο για μια γυναίκα που περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες», σκέφτηκα. «Για μια πόρνη», ξανασκέφτηκα. Συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό η περίπτωση των οροθετικών γυναικών που συνελήφθησαν το 2012 ως «παράνομα εκδιδόμενες» και διαπομπέφθηκαν με δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους την ίδια χρονιά. Συλλογίστηκα ότι μάθαμε να φοβόμαστε τον HIV και να τον βλέπουμε στα πρόσωπα συγκεκριμένων ομάδων, τις οποίες τοποθετούμε στο περιθώριο και από τις οποίες φροντίζουμε να διαφοροποιούμε και να αποστασιοποιούμε τον εαυτό μας.

«Και βέβαια δεν σας αφορά» ήταν ο τίτλος του πρώτου βιβλίου που με έφερε σ’ επαφή με το τι είναι ο HIV. Ήταν ένας τίτλος που κατακεραύνωνε την άγνοια επί του θέματος. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, βρίσκομαι σε μια έκθεση που πραγματεύεται το θέμα του HIV και απευθύνεται, με περισσότερη μετριοπάθεια πια, «προς όποιον μπορεί να αφορά». Η αλήθεια, όμως, είναι, ότι ακόμη κι αν δεν θέλουμε να το ακούμε , ο HIV μας αφορά όλους.

Το πρώτο στοιχείο που παρατηρεί κανείς καθώς μπαίνει στην έκθεση-εγκατάσταση του Αλέξανδρου Μιχαήλ είναι ένας υπόκωφος ήχος, ένα πολύ μπάσο βουητό. Άραγε, έτσι θα ακουγόταν ο HIV αν ήταν ήχος;

Στους τοίχους είναι γραμμένες φράσεις ειπωμένες από τους συμμετέχοντες στο πρότζεκτ. Άλλοτε αισιόδοξες και άλλοτε απαισιόδοξες, οι φράσεις αυτές έχουν μέσα τους μια τρομακτική δύναμη που μπορεί να καθηλώσει και τον πιο αδιάφορο ως προς το ζήτημα θεατή, αφού εκθέτουν με αφοπλιστική ειλικρίνεια το πώς είναι να ζει κανείς με τη συνθήκη του HIV στην καθημερινότητά του, και το πώς μπορεί ο HIV να δράσει ως αιτία εγκατάλειψης του εαυτού και της θέλησης για ζωή, αλλά και ως αφορμή για τη συνειδητοποίηση της θέλησης της ζωής και για την κινητοποίηση του ανθρώπου.

Ανάμεσά τους, ζωγραφιές και χειροτεχνίες που απεικονίζουν την οροθετικότητα. Μήπως ο HIV είναι ένα αραχνιασμένο σπίτι που δακρύζει καθώς μετράει το χρόνο αντίστροφα; Μήπως πάλι είναι ένας κύριος που τον λένε ΑΧΕΠΑ; Θα μπορούσε να είναι πολλά πράγματα o HIV, θα μπορούσε ακόμη να είναι εσύ, ή κι εγώ.

Φοράω τα ακουστικά που βρίσκονται μπροστά μου. Κάποιος τραγουδάει το «The show must go on». Συγκινούμαι και ανατριχιάζω με τον δυναμισμό του τραγουδιστή. Βγάζω τα ακουστικά και κατευθύνομαι προς τον εμπνευστή και επιμελητή του πρότζεκτ, τον ταλαντούχο Αλέξανδρο Μιχαήλ, για να κουβεντιάσουμε για όσα είδα. Αφού τον συγχαίρω και του εκφράζω τα συναισθήματά μου μετά το άκουσμα του τραγουδιού, ξεκινάμε τη συνέντευξη.

-Πώς προέκυψε η ιδέα για την έκθεση;

Η ιδέα του πρότζεκτ ξεκίνησε για μένα όταν είδα το open call του START. Πολύ συνοπτικά, το START είναι ένα πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτεί πρότζεκτ που αφορούν το συνδυασμό τέχνης και κοινωνικής αλλαγής. Η δική μου αίσθηση ήταν ότι εάν επρόκειτο να προτείνω ένα κοινωνικό θέμα που να έχει νόημα και να καίει, θα έπρεπε να είναι αυτό. Διότι είναι ένα θέμα πολύ δύσκολο. Τι εννοώ δύσκολο; Είναι καταδικασμένο σε μια σιωπή, σε μια αφάνεια, δεν έχουμε μάθει να το συζητάμε ακόμα. Άρα, αυτό το πρότζεκτ είναι μια αφορμή ν’ αρχίσουμε να το συζητάμε, αν μη τι άλλο. Και τίποτα άλλο να μην κάνει, και μόνο που θ’ ανοίξει μια κουβέντα για το θέμα, θα είναι κάτι που θα προσφέρει μια ζύμωση στην κοινωνία, κατάλαβες;

-Δεδομένου του ότι ασχολείσαι πρωτίστως με την περφόρμανς και το σωματικό θέατρο, πώς προέκυψε να κάνεις κάτι εικαστικό αυτή τη φορά, και όχι παραστατικό;

Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι. Η έμφαση δεν ήταν στο τι μέσο τέχνης θα χρησιμοποιηθεί, αλλά στο τι θέλει να πει αυτό το πρότζεκτ και με τι τρόπο θ’ αρχίσει να δουλεύει πάνω στο να το πει. Η ιδέα είναι ότι δουλεύουμε με μια ομάδα ανθρώπων που έχουν το βίωμα της οροθετικότητας, είτε ως οροθετικοί, είτε ως οικείοι, είτε ως άνθρωποι που εργάζονται στον χώρο γύρω από τον HIV. Ουσιαστικά μέσα από την τέχνη αφήνουμε ένα αποτύπωμα μιας εμπειρίας βιωμένης, ώστε μετά αυτό να γίνει προσβάσιμο σε όσους είναι έξω από την εμπειρία, και να γίνει κατανοητό ότι ο HIV είναι μια ανθρώπινη εμπειρία που όλοι μπορούμε να κατανοήσουμε.

Έτσι ξεκινήσαμε· συναντηθήκαμε με την ομάδα αρκετές φορές, και είτε θα ζωγραφίζαμε κάτι και με αφορμή αυτό θα ξεκινούσαμε ένα διάλογο συλλογικό, είτε θα γράφαμε πάνω σ’ αυτό που μόλις ζωγραφίσαμε, είτε θα κάναμε ένα γλυπτό με κλειστά μάτια και μετά θα μιλούσαμε και θα γράφαμε. Έχει έναν πολυεπίπεδο τρόπο εξέλιξης όλο αυτό· στοχεύει λιγότερο στη λογική, στο πώς μιλάμε για τον HIV λογικά, και περισσότερο στο τι είναι ο HIV σαν εμπειρία, και πώς βουτάω εγώ μέσα στον ίδιο τον εαυτό μου ώστε να καταλάβω καλύτερα αυτή την εμπειρία. Στο πρότζεκτ προσφέρεται η ευκαιρία στην ίδια την ομάδα των ανθρώπων με το βίωμα του HIV να κατανοήσουν και οι ίδιοι περισσότερο το βίωμα τους, να το εκφράσουν αρχικά, διότι είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το εκφράσει εύκολα, ή αν το κάνει θα το κάνει σε πολύ στενό κύκλο, και με πολλή επιφύλαξη. Κατά τα λεγόμενα της ομάδας, αυτό ήταν κάτι το ευεργετικό για τους ίδιους. Είναι, βέβαια, μια ευκαιρία και για τους υπόλοιπους να μπορέσουμε να συνδεθούμε με κάτι το οποίο θεωρούμε μακρινό ή το φοβόμαστε.

Ο λόγος που επέλεξα να μη θίξω το θέμα του HIV με παραστατικό τρόπο είναι πάρα πολύ απλός. Στην κοινωνία που ζούμε, εδώ, τώρα, θα μου ήταν αδύνατο να σχεδιάσω ένα πρότζεκτ χωρίς να έχω γνωρίσει τους ανθρώπους, θεωρώντας ως δεδομένο ότι θα είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν οι ίδιοι προσωπικά. Αν θες, αυτή είναι μια φόρμα που έχει προκύψει από την ίδια την κοινότητα, πριν καν γίνει η γνωριμία μου μαζί της. Διότι, πολύ απλά, θα είχε ένα τεράστιο επίπεδο ρίσκου το να σχεδιάσω ένα πρότζεκτ με θέμα τον HIV που να προϋποθέτει ότι οι συμμετέχοντες θα πρέπει να είναι εδώ σωματικά, αφού είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να αποκαλυφθεί. Και ήταν πολύ δύσκολο να αποκαλυφθούν ακόμα και στην ίδια την ομάδα που προτείναμε, ή ακόμη και σε μένα, φαντάσου να πρέπει δυνητικά να αποκαλυφθούν σε όλη την πόλη· θα ήταν αδιανόητο.

-Παρά την σημαντική καλλιτεχνική πορεία σου στο εξωτερικό, επέλεξες να κάνεις αυτή την έκθεση στην Ελλάδα. Η επιλογή αυτή έχει να κάνει με το ότι στην Ελλάδα είμαστε περισσότερο φοβικοί απ’ ό, τι στο εξωτερικό απέναντι στον HIV, ή με κάποια δική σου ανάγκη ή θέληση να δουλέψεις συγκεκριμένα εδώ;

Η απάντηση είναι τρισκελής. Αρχικά, ναι, εγώ έχω ανάγκη να δουλεύω στην Ελλάδα· με ικανοποιεί, με εμπνέει, επικοινωνώ αλλιώς εδώ. Έπειτα, το πρόγραμμα έχει στόχο να υλοποιηθεί στην Ελλάδα. Αφορά Έλληνες πολιτιστικούς διαχειριστές και καλλιτέχνες που συνδυάζουν το κοινωνικό έργο με την τέχνη, άρα δεν το επέλεξα ακριβώς, αλλά σαν πρόγραμμα χρηματοδοτεί ένα πρότζεκτ που θα λάβει χώρα στην Ελλάδα συγκεκριμένα. Τέλος, μπορεί να είμαστε περισσότερο φοβικοί από κάποιες χώρες, από κάποιους πολιτισμούς, από κάποιες κοινωνίες, μπορεί βέβαια να είμαστε και λιγότερο φοβικοί από άλλες. Σίγουρα έχει νόημα να συμβεί εδώ κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σε κάθε χώρα έχει νόημα, γιατί δε νομίζω ότι το στίγμα είναι ιδιαίτερο γνώρισμα της Ελλάδας. Αλλά, εδώ ειδικά, και ενδεχομένως περισσότερο στην Θεσσαλονίκη απ’ ό, τι στην Αθήνα, είναι κάτι που είναι πολύ σημαντικό, και πολύ πιο δύσκολο να υλοποιηθεί φυσικά σαν πρότζεκτ.

-Έχεις και στο παρελθόν ασχοληθεί με συνθήκες που αφορούν το σώμα, την υγεία, και που μπορούν να μεταβάλουν σημαντικά την καθημερινότητα κάποιου. Πιο συγκεκριμένα, έχεις συμμετάσχει σε δύο περφόρμανς που είχαν στο επίκεντρο τα θέματα της νεφρικής ανεπάρκειας και της στυτικής δυσλειτουργίας αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η έκθεση αυτή πραγματεύεται τον HIV, να περιμένουμε κάτι ανάλογο και στο μέλλον;

Αρχικά να διευκρινίσω ότι τα πρότζεκτ στα οποία αναφέρθηκες δεν ήταν δικές μου συλλήψεις και δεν ήμουν εγώ αυτός που τα υλοποίησε. Εγώ συμμετείχα σε αυτά ως καλλιτέχνης. Συγκεκριμένα, ανήκουν στον Mark Storor. Ωστόσο, σίγουρα πήρα πάρα πολλά πράγματα από αυτή την εμπειρία, από τον τρόπο που δούλευε ο Mark πάνω στα θέματα με την ομάδα των ίδιων των ανθρώπων που ζούσαν το πρόβλημα, αλλά και με εμάς τους καλλιτέχνες, με τους οποίους αργότερα επεξεργάστηκε το τελικό αποτέλεσμα.

Βέβαια, και εγώ έχω αναλάβει καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με κοινωνικό περιεχόμενο. Δούλεψα στην Καστοριά, πάλι με βιωματικό τρόπο, δίνοντας την ευκαιρία σε μια ομάδα ανθρώπων να εκφραστούν προσωπικά, βλέποντας τον εαυτό τους στο πλαίσιο μιας μικρής πόλης, και περιγράφοντας πώς μπορεί να είναι αυτό σαν εμπειρία, πώς είναι το να ζει κανείς σε μια μικρή πόλη, σε μια κοινωνία που μπορεί να ελέγχει, να έχει γνώμη για τα πράγματα. Αυτό ήταν κι ένα δικό μου προσωπικό βίωμα, καθώς μεγάλωσα σε μικρή πόλη. Έχω δουλέψει και μ’ άλλες ομάδες, αλλά ας μην τις απαριθμήσω. Γενικά, πάντως, έχω δουλέψει με κοινωνικά θέματα στο παρελθόν, και σίγουρα είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ, καθώς, το να δίνουμε χώρο στην τέχνη ή να χρησιμοποιούμε την τέχνη για να χαράξουμε ουσιαστική κοινωνική αλλαγή ή ευαισθησία είναι κάτι πραγματικά σημαντικό.

«Είμαι με την παρέα μου και χτυπάει η ειδοποίηση για το χάπι , κι εγώ πρέπει ν’ απαντάω γιατί έβαλα ξυπνητήρι. Ε, δε θέλω ν’ απαντήσω», μας εκφράζει μια από τις φράσεις-σκέψεις που εκθέτει το πρότζεκτ του Αλέξανδρου Μιχαήλ.

Η συνέντευξή μας κλείνει μ’ εμένα να αναρωτιέμαι πώς πρέπει ένας οροθετικός να διαχειριστεί την οροθετικότητά του. Πρέπει άραγε να μιλήσει ανοιχτά γι αυτήν ώστε να προειδοποιήσει και να ευαισθητοποιήσει τους γύρω του; Η μήπως όχι;

Για καλή μου τύχη, στο χώρο βρίσκεται και η Αμαλία Μανωλοπούλου, εκπρόσωπος της «Θετικής Φωνής», που είναι, μάλιστα, κι ένας από τους καίριους συνεργάτες του πρότζεκτ. Τόσο ο Αλέξανδρος, όσο και η ίδια συμφωνούν ότι κανένας οροθετικός δεν έχει την υποχρέωση να αποκαλύψει την ταυτότητά του, ειδικά μέσα σε μια κοινωνία τόσο στιγματιστική.

«Με τα νέα αντιρετροϊκά φάρμακα, κανένας άνθρωπος δεν μεταδίδει τον ιό. Το μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο ισούται με μη μεταδόσιμο», με ενημερώνει η κυρία Μανωλοπούλου.

«Σ΄αυτό το πλαίσιο, πια οι οροθετικοί άνθρωποι αποκτούν παιδιά υγιέστατα. Το να το πει, θα το κάνει κάποιος όταν πραγματικά νιώσει την ανάγκη, και θα είναι πολύ έτοιμος. Και θα το κάνει πολύ επιλεκτικά, με ανθρώπους τους οποίους σίγουρα τους αγαπά και τους εμπιστεύεται. Δεν είναι απλό πράγμα. Και δεν είναι απλό, γιατί η κοινωνία το έχει κάνει δύσκολο. Όχι, ο οροθετικός άνθρωπος δεν είναι υποχρεωμένος να το δηλώσει, κι επειδή αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο είναι να το κάνει, σε κάθε τέτοια εξομολόγηση νιώθω πολύ μεγάλη τιμή».

Ζούμε σε μια εποχή όπου υπάρχει πια διαθέσιμη και εύκολα προσβάσιμη πληροφόρηση για το θέμα του HIV· ο καθένας μας, λοιπόν οφείλει να είναι ενημερωμένος σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης του ιού και να υιοθετεί μια υπεύθυνη στάση απέναντι στο ζήτημα, ώστε να μη γίνονται οι οροθετικοί άνθρωποι αποδιοπομπαίοι τράγοι για την κοινωνία στην οποία ζούμε. Πρέπει, τόσο συλλογικά, όσο και μεμονωμένα, να ακολουθήσουμε αυτό που μας προτείνει ο εμπνευστής της παρακάτω φράσης της έκθεσης:

«να πάρουμε το στίγμα, τον ΗΙV τον ίδιο, και να τον κοπανήσουμε μ’ ένα ρόπαλο μέχρι να σαπίσει, να πεταχτούνε παντού κομμάτια και να γίνει σπλατεριά».

Συντελεστές

Σύλληψη – Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μιχαήλ

Επιμέλεια υλικού – Σχεδιασμός εγκατάστασης: Φώτης Σαγώνας

Σχεδιασμός ήχου: Μάριος Β. Αποστολακούλης

Τεκμηρίωση (video, φωτογραφία): Χρήστος Κυριαζίδης

Σχεδιασμός υλικού επικοινωνίας: Παναγιώτης Γιωργάκας, Threehop

Ευθύνη – συνεργασία για το ΚΣΤΘ: Εύη Παπαβέργου, Κατερίνα Παρασκευά

Info έκθεσης

Πότε: 30 Μαρτίου – 15 Απριλίου 2018

Πού: Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Β1, Λιμάνι)

Ωράριο λειτουργίας: http://www.cact.gr/news/easter2018 

Περισσότερα: www.towhomitmayconcern.eu, www.facebook.com/ToWhomItMayConcern.eu & www.facebook.com/events/277078129495608

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα