Θέατρο

Όλοι μας ζούμε σε έναν γυάλινο κόσμο

Σε μετάφραση και σκηνοθετική προσέγγιση της Γλυκερίας Καλαϊτζή παρουσιάζεται στο Θέατρο Τ το έργο ««Γυάλινος Κόσμος» του Tennessee Williams.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
όλοι-μας-ζούμε-σε-έναν-γυάλινο-κόσμο-272656
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Σε μετάφραση και σκηνοθετική προσέγγιση της Γλυκερίας Καλαϊτζή παρουσιάζεται στο Θέατρο Τ το έργο ««Γυάλινος Κόσμος» του Tennessee Williams. Ένα σπαραχτικό και ταυτόχρονα ανελέητα σαρκαστικό έργο που μιλά για τον δύσκολο αποχωρισμό από την οικογενειακή φωλιά, για την ενοχή, για την ανέφικτη φυγή, για τη μνήμη που μπορεί να αποβεί μια ασφυκτική φυλακή.

«Μας ενδιαφέρει ένα θέατρο που να αφορά το σημερινό κοινό, ως προς τις βαθιές υπαρξιακές και όχι μόνο αισθητικές του ανησυχίες. Είμαστε μια κοινωνία σε κρίση και το θέατρο δεν γίνεται να στέκεται θεατής».

Tο θέατρο Τ  πιστό σε ένα είδος υψηλού θεάτρου κάτι που διακρίνεται από τις επιλογές του δραματολογίου του. Το Θέατρο Τ δημιουργήθηκε από μια καλλιτεχνική ανάγκη. Την ανάγκη να προτείνουμε κάτι στην πόλη, μας εξηγεί η Γλυκερία Καλαϊτζή. Κάτι πιο συνεκτικό και κάπως πιο μόνιμο από μια μεμονωμένη παράσταση. Πριν από το Τ υπήρχαμε ως ομάδα ήδη από το 2011 και εγώ ως σκηνοθέτης από το 1993. Αλλά το θέατρο είναι εφήμερη τέχνη, χάνεται με το τέλος των παραστάσεων. Και στη Θεσσαλονίκη, αν εξαιρέσουμε την Πειραματική Σκηνή, δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν μόνιμες εστίες θεάτρου, εκτός Κρατικού. Υπάρχουν αρκετές αίθουσες που φιλοξενούν, κυρίως αθηναϊκές, παραστάσεις, αλλά η εγχώρια παραγωγή, που αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό που θα λέγαμε ανέστια. Ήταν λοιπόν για μας ζωτικής καλλιτεχνικής σημασίας, μετά και το κλείσιμο της Πειραματικής Σκηνής, η δημιουργία ενός νέου θεατρικού χώρου. Αυτό ήταν το ένα σκέλος της ανάγκης. Το άλλο σκέλος έχει να κάνει με την ανάγκη μας να απευθυνθούμε και σε αυτό που ονομάζουμε ευρύ κοινό. Που στην Ελλάδα το χαρίσαμε εύκολα στην τηλεόραση και στους λεγόμενους εμπορικούς θιάσους. Αλλά δεν είναι έτσι. Θέατρο για το ευρύ κοινό σημαίνει καλό θέατρο για όλους, νέους και λιγότερο νέους, θεατρόφιλους και λιγότερο θεατρόφιλους, απαιτητικούς και λιγότερο απαιτητικούς θεατές. Πάνω σ’ αυτή τη βάση στηρίζεται το ρεπερτόριο που προτείνει το Θέατρο Τ, όπου εναλλάσσονται κλασικά και σύγχρονα έργα, νέοι και πιο έμπειροι δημιουργοί, ανήσυχες και λιγότερο ανήσυχες σκηνοθεσίες. Μας ενδιαφέρει το καινούργιο φυσικά και το πρωτότυπο, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Γιατί πιο πολύ μας ενδιαφέρει ένα θέατρο που να αφορά το σημερινό κοινό, ως προς τις βαθιές υπαρξιακές και όχι μόνο αισθητικές του ανησυχίες. Είμαστε μια κοινωνία σε κρίση και το θέατρο δεν γίνεται να στέκεται θεατής. Από το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, τους Βρικόλακες του Ίψεν, το Παλτό του Γκόγκολ, το Μια ζωή θέατρο, το Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ,  το Στον Πάγο και τώρα το Γυάλινο κόσμο –για να μιλήσω μόνο για έργα που σκηνοθέτησα εγώ στο Τ– αυτό που εμένα με ενδιαφέρει είναι να δω και να δείξω τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε ως άνθρωποι την πραγματικότητα που μας περιβάλλει και τις σχέσεις μας με τους άλλους.

«Για μένα οι λέξεις δεν είναι νοήματα, αλλά νήματα που οδηγούν στην καρδιά των ηρώων».

Η Γλυκερία Καλαϊτζή καταπιάνεται  με τη μετάφραση και τη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου. Η μετάφραση για μένα είναι το διεγερτικό της διαίσθησης. Ακούγοντας στο μυαλό μου τα λόγια των ηρώων στο πρωτότυπο, αντιλαμβάνομαι πράγματα που συχνά δεν μπορώ να τα εξηγήσω με λόγια. Είναι όμως εκεί σαν μια δική μου πραγματικότητα. Στη συνέχεια, όταν αρχίσουν να τα μιλούν οι ηθοποιοί, μπαίνω σε μια πιο πραγματική διάσταση, που όμως βρίσκεται σε διαρκή συνομιλία με εκείνη την πρώτη τη διαισθητική. Και κάπου εκεί προς το τέλος των προβών αυτές οι δύο πραγματικότητες αρχίζουν να συγκλίνουν. Με τα χρόνια, αυτό το πρώτο στάδιο, που αφυπνίζεται με τη διαδικασία της μετάφρασης μου έχει γίνει απαραίτητο. Γιατί, όπως έχω ξαναπεί, για μένα οι λέξεις δεν είναι νοήματα, αλλά νήματα που οδηγούν στην καρδιά των ηρώων.

«Κατά κάποιο τρόπο, όλοι μας ζούμε σε έναν γυάλινο κόσμο. Καταφεύγουμε σ’ αυτόν για να αποφύγουμε τη σκληρή πραγματικότητα».

 Ο Γυάλινος Κόσμος, εύθραυστος και διαπεραστικός. Ο Γυάλινος κόσμος είναι πολλά πράγματα. Μας αρέσει να τον ταυτίζουμε με την ευαισθησία της Λώρας, αλλά γυάλινος είναι κάθε κόσμος που μας κρατάει μακριά από την πραγματικότητα, είτε λέγεται φυγή στο παρελθόν (Αμάντα), είτε φυγή στο σινεμά (Τομ), είτε φυγή σε μια άλλη «πραγματικότητα». Σήμερα μιλάμε συνεχώς για εικονικές πραγματικότητες, μέσα από τα  social media διαμορφώνουμε πλαστές εικόνες για τον εαυτό μας αλλά και για τον κόσμο που μας περιβάλλει, και περνάμε ατέλειωτες ώρες μπροστά σε κάποια οθόνη. Κατά κάποιο τρόπο, όλοι μας ζούμε σε έναν γυάλινο κόσμο. Καταφεύγουμε σ’ αυτόν για να αποφύγουμε τη σκληρή πραγματικότητα. Μόνο που η πραγματικότητα είναι γύρω μας και παντού. Μοιραία κάποια στιγμή θα πέσουμε πάνω της κι ο γυάλινος κόσμος μας θα θρυμματιστεί.

«Ο Γυάλινος κόσμος, έχει πράγματι πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφία».

Ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα.  Καμιά φορά μπορεί να είναι και πρόβλημα, γιατί συχνά αντί να ακούμε το κείμενο καταφεύγουμε σε εύκολες ερμηνείες, με βάση την αυτοβιογραφία του συγγραφέα. Ο Γυάλινος κόσμος, έχει πράγματι πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφία. Ο Τένεση Ουίλιαμς πλάθει ένα έργο με υλικό της ζωή του, που ως έργο πια έχει τις δικές του ισορροπίες και τη δική του αυτοτέλεια.

«Κι εμείς όπως και η Αμάντα κάπου εκεί στην εφηβεία μας και την πρώτη μας νιότη, φανταζόμασταν ένα μέλλον, όπου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα ξεχωρίζαμε».

Η Αμάντα είναι μια δυναμική προσωπικότητα αλλά ταυτόχρονα προσκολλημένη στο παρελθόν. Νομίζω ότι όλοι έχουμε κάτι από την Αμάντα και αυτό είναι που κάνει τόσο σημαντικό αυτό τον χαρακτήρα. Κι εμείς όπως και η Αμάντα κάπου εκεί στην εφηβεία μας και την πρώτη μας νιότη, φανταζόμασταν ένα μέλλον, όπου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα ξεχωρίζαμε. Έπεσαν πάνω μας όμως η ζωή και οι υποχρεώσεις και αναγκαστικά βάλαμε σε αναστολή τα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας. Κάποιοι συμβιβαστήκαμε, κάποιοι όχι, για όλους μας όμως, είτε φανερά είτε κρυφά, αυτά τα νεανικά μας όνειρα και οι φιλοδοξίες μας μας οδηγούν στη ζωή μας, είτε προς τα μπρος είτε προς τα πίσω. 

«Από την πρώτη στιγμή που ξαναδιάβασα το έργο με την προοπτική της παράστασής του, ένιωσα ότι όλο το έργο είναι μια «κατασκευή» του Τομ, ότι βρίσκομαι κάπου στο γραφείο του, ή στο εργαστήρι του, ότι τον παρακολουθώ να μοντάρει το έργο για το κοινό».

Ένα από τα πιο πετυχημένα έργα του συγγραφέα που έχει ανεβεί στη θεατρική σκηνή της χώρας μας με σημαντικούς πρωταγωνιστές.  Έχω δει τις ταινίες που γυρίστηκαν και από παραστάσεις μόνο αυτή που σκηνοθέτησε ο Διαγόρας ο Χρονόπουλος, με την Αλέκα Παΐζη ως Αμάντα και τη Λυδία Φωτοπούλου ως Λώρα, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αν δεν κάνω λάθος. Την παράσταση του Χρονόπουλου, παρότι μου είχε αρέσει τη θυμάμαι αμυδρά, και οι ταινίες που είδα ήταν αυτό που λέμε πολύ ρεαλιστικές. Δυστυχώς δεν είδα την παράσταση του Μαυρίκιου, που αποτελεί πια νομίζω παράσταση αναφοράς γι’ αυτό το έργο, αλλά η σκιά της βάραινε μπορώ να πω στις πρόβες, μια και όλοι μου οι συνεργάτες την είχαν δει. Πάντως από την πρώτη στιγμή που ξαναδιάβασα το έργο με την προοπτική της παράστασής του, ένιωσα ότι όλο το έργο είναι μια «κατασκευή» του Τομ, ότι βρίσκομαι κάπου στο γραφείο του, ή στο εργαστήρι του, ότι τον παρακολουθώ να μοντάρει το έργο για το κοινό. Με τις συζητήσεις και τις πρόβες σιγά σιγά το πλαίσιο ξεκαθάρισε. Έτσι, ο Τομ, στην παράστασή μας, μας παρουσιάζει στην ουσία την ταινία του, με κινηματογραφημένες και ζωντανές σκηνές.

«Μια πολύ όμορφη συνεργασία που προέκυψε και μια πολύ καλή ομάδα».

Γιώτα Φέστα, Κατερίνα Συναπίδου, Χρήστος Παπαδόπουλος και Δημήτρης Κρίκος.  Ήταν μια πολύ όμορφη συνεργασία και προέκυψε και μια πολύ καλή ομάδα. Τους απολαμβάνω κάθε φορά, όταν πριν την παράσταση κάνουν όλοι μαζί τις ασκήσεις τους. Σε ό,τι αφορά στην παράσταση, στη Γιώτα με γοητεύει η αίσθηση του σκηνικού ρυθμού που έχει, αλλά και τα φωνητικά της ηχοχρώματα. Της έχω πει ότι είναι ένα φωνητικό στραντιβάριους. Στην Κατερίνα με γοητεύει η αισθαντικότητά της στη σκηνή. Υπάρχει, χωρίς να κάνει τίποτα κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Στον Δημήτρη με γοητεύει η μαχητικότητά του. Ποτέ δεν διεκπεραιώνει. Και στον Χρήστο με γοητεύει το πόσο βαθιά καταδύεται κάθε φορά στην αλήθεια του.

«Το θέατρο της Θεσσαλονίκης χρειάζεται ενίσχυση και στήριξη».

Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει το Κρατικό Θέατρο, πλήθος θεατρικών ομάδων και ελεύθερο θέατρο. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από καλό θέατρο για το ευρύ κοινό. Οι περισσότερες ομάδες, είτε παρουσιάζουν τη δουλειά τους σε εναλλακτικούς χώρους, είτε στο Αυλαία και το Τ, αλλά για λίγες συνήθως παραστάσεις. Το ευρύ κοινό δεν παρακολουθεί τα θεατρικά της πόλης. Κάποιοι –αρκετοί– γνωρίζουν και πηγαίνουν στο Κρατικό, ενώ για τους περισσότερους θέατρο είναι μόνο οι αθηναϊκοί θίασοι που επισκέπτονται τακτικά πια την πόλη. Όμως εδώ και χρόνια στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν πια τρεις δραματικές σχολές κι ένα Τμήμα Θεάτρου, με τμήμα υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να διαμορφώσουμε αυτό που ονομάζουμε θεατρική αγορά, ώστε ο ηθοποιός ή ο σκηνοθέτης να μπορεί και εκτός Κρατικού στοιχειωδώς να βιοπορίζεται από το επάγγελμά του. Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ασφαλώς οι χώροι, που δεν υπάρχουν. Σε κάθε περίπτωση πάντως το θέατρο της Θεσσαλονίκης χρειάζεται ενίσχυση και στήριξη. Και πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτό. Για παράδειγμα, φέτος από τις επιχορηγήσεις του θεάτρου δόθηκαν στη Θεσσαλονίκη μόνο 47.000 ευρώ από το 1.080.00 ευρώ που δόθηκαν συνολικά και οι θίασοι που επιχορηγήθηκαν διαβαθμίστηκαν στην τελευταία κατηγορία. Γιατί; Καμιά παράστασή μας δεν αξίζει όσο κάποια αθηναϊκή; Και γιατί τόσα λίγα χρήματα; Δεν μπορούσαμε άραγε να διεκδικήσουμε κάτι περισσότερο, μια και καμιά άλλη πόλη της Ελλάδας –πλην Αθηνών, εννοείται– δεν διαθέτει τόσους πολλούς θιάσους, με επαγγελματικό πρόσημο;

«Λέει ο Τομ: «Ξέρετε δεν χρειάζεται και μεγάλη εξυπνάδα για να κλειστείς σε ένα φέρετρο. Πώς όμως βγαίνεις χωρίς να πειράξεις ούτε ένα καρφί»; Και εννοεί πώς αποφασίζεις να ακολουθήσεις το δρόμο της καρδιάς σου, εγκαταλείποντας ανθρώπους που αγαπάς και μπορεί να σε χρειάζονται».  

Μια φράση του αριστουργηματικού κειμένου. Είναι μια φράση που λέει ο Τομ, όταν περιγράφει το κόλπο ενός μάγου που τον έκλεισαν μέσα σε ένα φέρετρο και αυτός κατάφερε να βγει, χωρίς να πειράξει ούτε ένα καρφί. Λέει ο Τομ: «Ξέρετε δεν χρειάζεται και μεγάλη εξυπνάδα για να κλειστείς σε ένα φέρετρο. Πώς όμως βγαίνεις χωρίς να πειράξεις ούτε ένα καρφί»; Και εννοεί πώς αποφασίζεις να ακολουθήσεις το δρόμο της καρδιάς σου, εγκαταλείποντας ανθρώπους που αγαπάς και μπορεί να σε χρειάζονται.

«Το συγκεκριμένο έργο, πολύ περισσότερο από τα όποια debates και ρεπορτάζ στην τηλεόραση, μας ανοίγει ένα παράθυρο στον διπλανό μας και μας κάνει να αντιληφθούμε και να νιώσουμε ότι το πρόβλημα δεν το έχουμε μόνο εμείς».

Αλληλοεπίδραση παράστασης με το κοινό της πόλης. Ο Τένεση Ουίλιαμς μας παρουσιάζει μια δυσλειτουργική οικογένεια στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης στην Αμερική. Σήμερα ζούμε μια ανάλογη κοινωνική και οικονομική κατάσταση και όπως και οι ήρωες του έργου, πιστεύουμε ότι τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουμε είναι μόνο δικά μας. Αλλά δεν είναι έτσι. Το συγκεκριμένο έργο, πολύ περισσότερο από τα όποια debates και ρεπορτάζ στην τηλεόραση, μας ανοίγει ένα παράθυρο στον διπλανό μας και μας κάνει να αντιληφθούμε και να νιώσουμε ότι το πρόβλημα δεν το έχουμε μόνο εμείς. Και μπορεί –ποιος ξέρει– βλέποντας τη διαχείριση που γίνεται στη σκηνή, κάποιος να αντιληφθεί τα δικά του λάθη ή να σκεφτεί λύσεις που δεν έβλεπε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη

Εορταστικό πρόγραμμα παραστάσεων: 2/1, 3/1, 4/1, 5/1 & 6/1 στις 21:30 και 7/1 στις 19:00

Παραστάσεις (μετά τις γιορτές): Κάθε Παρασκευή – Σάββατο στις 21:30 και Κυριακή στις 19:00

Τιμές εισιτηρίων: 12€ γενική είσοδος | 10€ μειωμένο | 8€ ανέργων

Ατέλειες: Κάθε Παρασκευή (κατά προτεραιότητα)

Τηλέφωνο κρατήσεων: 2310 854 333

Parking: Με 3€ και την επίδειξη του εισιτηρίου σας, μπορείτε να αφήνετε το αυτοκίνητό σας στο parking που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Θέατρο Τ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα