Βιβλίο

Κυριακή, γιορτή και σχόλη

της Γιώτας Κωνσταντινίδου Αρχική εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας, Το ψάθινο καπέλο «Στην ιστορία υπάρχουν δύο συνέπειες: η μία είναι άμεση και παρατηρείται ευθύς αμέσως, η άλλη είναι απώτερη και δεν την αντιλαμβανόμαστε εξαρχής. Αυτές οι συνέπειες συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι πρώτες ανήκουν στο πεδίο της βραχυπρόθεσμης φρόνησης, οι άλλες στο πεδίο της φρόνησης […]

Γιώτα Κωνσταντινίδου
κυριακή-γιορτή-και-σχόλη-41516
Γιώτα Κωνσταντινίδου
x.jpg

της Γιώτας Κωνσταντινίδου

Αρχική εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας, Το ψάθινο καπέλο

«Στην ιστορία υπάρχουν δύο συνέπειες: η μία είναι άμεση και παρατηρείται ευθύς αμέσως, η άλλη είναι απώτερη και δεν την αντιλαμβανόμαστε εξαρχής. Αυτές οι συνέπειες συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι πρώτες ανήκουν στο πεδίο της βραχυπρόθεσμης φρόνησης, οι άλλες στο πεδίο της φρόνησης που αντέχει στο χρόνο. Οι ενέργειες της θείας πρόνοιας εμφανίζονται μετά την ανθρώπινη πράξη. Πίσω από τους ανθρώπους υψώνεται ο Θεός. Μπορείτε να αρνείστε όσο θέλετε την ύψιστη βουλή, μπορείτε να απαρνείστε τη δράση της, μπορείτε να αμφισβητείτε τα λόγια της, μπορείτε να ονομάζετε δύναμη ή λογική των πραγμάτων αυτό που ο λαϊκός άνθρωπος ονομάζει θεία πρόνοια. Παρατηρείστε όμως τη φυσική εξέλιξη κάθε ανθρώπινης πράξης  και θα αντιληφθείτε ότι πάντα παράγει το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που περιμέναμε, οπότε η πράξη αυτή δεν είναι στηριγμένη στην ηθική και τη δικαιοσύνη.» Chateaubriand, Απομνημονεύματα πέραν του τάφου

«Μοιάζανε πολύ ο πατέρας κι ο θείος Αγησίλαος. Ήταν μάλλον κοντοί με μαύρα μαλλιά και μάτια ζαρκαδιού που σπίθιζαν σαν αντικρίζανε τη θάλασσα. Γιατί πατρίδα τους ήταν το Μεσολόγγι. Στα μικρά τους χρόνια περνούσανε τις μέρες τους ψαρεύοντας στη λιμνοθάλασσα. Πριν ξεκινήσουν, για να δούνε τον καιρό, κρεμούσανε στο παράθυρο άσπρο σεντόνι. Στ’ ανοιχτά λέγαν μόνο τις απαραίτητες κουβέντες• για την πετονιά, για το δόλωμα, για το πώς τσιμπάει το κάθε ψάρι. Μα βέβαια τ’ απογέματα, όταν ο ήλιος γινόταν πορτοκαλής κι η λιμνοθάλασσα ξαπλωμένη πορτοκαλιά γυναίκα, δε λέγαν ούτε αυτά.          Εκείνες οι Κυριακές θα μείνουν μέσα μου ατόφιες, έτσι όπως τις έζησα. Καμιά τους λεπτομέρεια δε θα λησμονηθεί. Πλησιάζαμε τον κόσμο της θάλασσας. Εμείς που ζούσαμε με τα μερμήγκια, τις σαύρες και τα βατράχια, σαστίζαμε μπρος στα κύματα. Αφήναμε τα καβούρια να μπήγουν τις δαγκάνες τους μέσα στη σάρκα μας για ν’ ανακατωθεί η αλμύρα με το αίμα μας. Και τα ψάρια ν’ αγγίζουν τα κορμιά μας για να νιώσουμε πόσο κρύα είναι. Κι ευχόμασταν να βρεθεί στο πέρασμα μας μια ρουφήχτρα που θα μας έδινε τη γλύκα του θανάτου, χωρίς όμως να πεθάνουμε.          Η Μαρία κολυμπούσε πλαγιαστά, γυναικεία όπως λένε. Έμενε για λίγο μέσα στο νερό κι ύστερα ξάπλωνε ανάσκελα στον ήλιο. Ηρεμούσε, γλύκαινε το πρόσωπό της, δε μιλούσε δυνατά ούτε γελούσε •το περπάτημά της γινόταν παιδιάτικο, το στήθος της μίκραινε, τα μάτια της παίρναν μια λαμπερή διαφάνεια. Τι αγνή που είσαι τις Κυριακές. Μαρία… Η γη με τις αναθυμιάσεις της και την κρυμμένη λάβα της σ’ ερεθίζει, σε προκαλεί να της μοιάσεις, οι γέννες της σου θυμίζουν το χρέος σου, είσαι γυναίκα σού λεν. Αν μπορούσες να λευτερωθείς απ’ όλα αυτά, να νιώσεις την υπέρτατη ουδετερότητα της θάλασσας.          Κι η Ινφάντα άλλαζε• λες και τα μάτια της γίνονταν πιο λοξά. Γελούσε με το καθετί, ανόητα, κι έκανε κινήσεις περιττές, πείραζε τον πατέρα και το θείο Αγησίλαο και δε στεκόταν λεπτό. Έλειπε βέβαια κι η θεία Τερέζα.          Με την Έλλη ξανοιγόμαστε πολύ. Όταν γυρίζαμε στην αμμουδιά, η σάρκα μας ήταν σφιχτή, η ανάσα μας εύκολη. Δεχόμασταν τον ήλιο, τρώγαμε ψωμί κι αχλάδια, κι ευχαριστούσαμε το Θεό. Ο θείος Αγησίλαος τότε άρχιζε τις μεσολογγίτικες ιστορίες του.» Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα Ψάθινα Καπέλα, ΚΕΔΡΟΣ

«Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του με το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά – σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς. Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλύφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο. Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. Νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στέρεων κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλό του, κ’ η ευωδιά τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπό του ολόκληρο χωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ’ από τη λεπτή μπλουζίτσα, και θαρρεί πως είναι η δική του καρδιά. Τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιον άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μια αίσθηση τρομερή, βίαια ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο. Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κ’ έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ’ άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπό της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Είταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ’ ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη. Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θύραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κατ’ από τα γόνατά του, και την έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχθρικό. Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τα βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλησαν λίγο – λίγο το μαντίλι με τα καβούρια. Αυτά ξαπολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες…» Στρατής Μυριβήλης, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, ΕΣΤΙΑ

“Γιατί δεν κυλάς μόνο σου;” “Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει (τριγωνικής μορφής) δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του”. “Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;” ρώτησε το Μεγάλο Ο. “Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές” είπε το Κομμάτι-που-λείπει. “Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!” “Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν” είπε το Μεγάλο Ο… “Αλλάζουν”; Σελ Σιλβερσταϊν, Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο, ΔΩΡΙΚΟΣ

 

 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα