Βιβλίο

Λίγες και μια νύχτες στη Θεσσαλονίκη

Λίγες και μια νύχτες στη Συνοικία των Εξοχών, στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Ένα απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μας κάνει να ανυπομονούμε για τη συνέχεια.

Parallaxi
λίγες-και-μια-νύχτες-στη-θεσσαλονίκη-182207
Parallaxi

Δεν χρειάστηκε χίλιες και μια νύχτες ο Ισίδωρος Ζουργός για να απλώσει τον καμβά της ιστορίας του με φόντο την πόλη όπου επέλεξε να ζήσει και να εργαστεί, τη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των λίγων παραμυθένιων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και της μιας που μας επαναφέρει στην πραγματικότητα μεσολαβούν 70 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή…

Το καινούργιο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού κυκλοφορεί εντός των ημερών, από τις εκδόσεις Πατάκη, για να μας μεταφέρει στη Λεωφόρο των Εξοχών της παλιάς Θεσσαλονίκης. Οι “Λίγες και μία νύχτες” ξεκινούν την άνοιξη του 1909, με την άφιξη του  του έκπτωτου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ που εξορίζεται στη Θεσσαλονίκη για να παραμείνει μένει έγκλειστος σε μια εντυπωσιακή έπαυλη στη συνοικία των εξοχών. Εκεί, κατά το μυθιστόρημα και μόνο, θα διηγηθεί για μερικές νύχτες σ’ ένα μικρό κορίτσι τη ζωή του. Ένα εντεκάχρονο όμως αγόρι κρυφακούει… Εβδομήντα χρόνια μετά θα υπάρχει ακόμη μια νύχτα, μάλλον μια ζωή ολόκληρη σε μία μόνο νύχτα, άλλωστε στον 20ό αιώνα αργούσε συχνά να ξημερώσει.

Zourgos_n

Το Λίγες και μία νύχτες παίρνει αφορμή από την ερωτική ιστορία που φωλιάζει στην καρδιά της αφήγησης και εξιστορεί μια περιπέτεια για το κυνήγι του πλούτου και την αναζήτηση της ευτυχίας. Το βιβλίο αναπλάθει μια μαγευτική συνοικία έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, αυτή των Εξοχών, που έσβησε για πάντα. Είναι ακόμη μια γραφή για τα σπίτια, φτωχικά και πλούσια, για το μέσα και το έξω τους, για τους τοίχους και τα έπιπλα όπου υφαίνονται οι ανάσες ζώντων και τεθνεώτων.

Το Λίγες και μία νύχτες εμπεριέχει ακόμη με κάποιο τρόπο τον σχολιασμό του, διερωτάται πίσω από την κουίντα για τα άγονα χωράφια της γραφής, τα εργαστήριά της, τις αστοχίες και τα πάθη της, είναι με άλλα λόγια το κοίταγμα του ίδιου του μυθιστορήματος στον καθρέφτη. Πέρα όμως και πάνω από όλα είναι ένα βιβλίο για την ανήκεστο βλάβη της ύπαρξης, αυτήν που προκάλεσε ο πιο δημεγέρτης αιώνας, ο εικοστός.

Και επειδή o αγαπημένος θεσσαλονικιός συγγραφέας έχει μεγάλο αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα στην πόλη όπου κατοικεί και εργάζεται, που αδημονεί μέχρι το επόμενο βιβλίο του, παρακάτω μπορείτε να πάρετε μια γεύση από το “παραμύθι” που ξετυλίγει στις σελίδες του, λίγο πριν κυκλοφορήσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη θα γίνει στο πλαίσιο της Διεθνούς έκθεσης βιβλίου, το Σάββατο 13/5:

Liges kai mia Nyhtes

Λίγες και μια νύχτες, κεφάλαιο πρώτο: Ο γέρος στο βαγόνι

Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909, ευρωπαϊκή ώρα 22.45´

Θηρίο μ’ ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ’ τον καπνό και νεφελώδες απ’ τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ’ τον σταθμό του Σιρκετζί[1] στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο, που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.

Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν τού φάνηκε πως κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη – όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.

Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι’ αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δυο μικροί του γιοι, τρεις απ’ τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.

Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.

Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του· εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν’ ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.

Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. Οι εντολές του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από το θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δυο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου· άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της, αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.

Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά τής Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντίλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ’ τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.

Κατηφορίζουν απ’ τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ’ όνομά του. Η «Σκιά του Θεού επί της Γης» φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα-τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ’ ένα άδειο τρένο.

Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ’ όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα – ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ’ τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ’ το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ’ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.

Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ’ τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ’ αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας. Τώρα αναρωτιέται πού τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές – ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.

Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.

Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν – είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού· φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές του χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ’ αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.

[1]. Sirkeci: σιδηροδρομικός σταθμός στο ευρωπαϊκό τμήμα της Κωνσταντινούπολης χτισμένος σε ρυθμό art nouveau· άνοιξε το 1890.

Διαβάστε ακόμη: Ισίδωρος Ζουργός: Η ανατομία ενός συγγραφέα

IMG_2523

Για τον Ισίδωρο Ζουργό γράφει ο Λέων Ναρ στην Parallaxi:

Σπουδαίος συγγραφέας, κρατά θαυμάσια τις ισορροπίες μεταξύ της μυθιστορηματικής πλοκής και των ιστορικών γεγονότων, με εμμονή στην πραγματολογική επάρκεια. Μάστορας των περιγραφών, τις οποίες συνυφαίνει ιδανικά με τον αφηγηματικό άξονα, αναπαριστά ολοζώντανα μπροστά μας σκηνικά άλλων εποχών. Όσο για τους διαλόγους του, είναι πάντα λειτουργικότατοι στην εξέλιξη του μυθιστορηματικού υλικού και διαμορφώνουν στον ύψιστο βαθμό ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Τα βιβλία του Ζουργού, γραμμένα με συναισθηματική οξυδέρκεια, οξύτατες αιχμές και με έντονη ποιητικότητα, δεν σε αφήνουν να τ’ αφήσεις από το χέρι σου, στοιχείο που εξηγεί την υψηλή δημοφιλία του.

*Βιβλία του που αγαπάμε: Στη σκιά της πεταλούδας, Ανεμώλια, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο (Πατάκης).  

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα