Βιβλίο

Συναντήσεις: Γιώργος Γλυκοφρύδης

Ο συγγραφέας των μυθιστορημάτων Επιβάτης, 10 ώρες δυτικά και  Hotel Chelsea, μιλά τις πόλεις που αγάπησε, τον έρωτα, για τον οποίο γράφει πάντα με σεβασμό και εξηγεί γιατί τα βιβλία του μοιάζουν με ταινίες που γυρίστηκαν με την κάμερα στον ώμο.  – Θα λέγατε πως το Hotel Chelsea είναι πάνω από όλα η ιστορία ενός […]

Εύη Καρκίτη
συναντήσεις-γιώργος-γλυκοφρύδης-11790
Εύη Καρκίτη
giorgos_glykofridis.jpg

Ο συγγραφέας των μυθιστορημάτων Επιβάτης, 10 ώρες δυτικά και  Hotel Chelsea, μιλά τις πόλεις που αγάπησε, τον έρωτα, για τον οποίο γράφει πάντα με σεβασμό και εξηγεί γιατί τα βιβλία του μοιάζουν με ταινίες που γυρίστηκαν με την κάμερα στον ώμο. 

– Θα λέγατε πως το Hotel Chelsea είναι πάνω από όλα η ιστορία ενός έρωτα που αντέχει στον χρόνο; Μιλάτε για τον έρωτα πάντα με σεβασμό.

Ενός έρωτα που αντέχει στον χρόνο αλλά κυρίως στα καμώματα των ίδιων των ανθρώπων. Πάρα πολύ συχνά αν όχι πάντα, οι άνθρωποι δεν έχουν αντίληψη όσων κάνουν, από τον φόβο, ματαιοδοξία, έλλειψη αυτογνωσίας εν τέλει και κυρίως, πράττουν ενάντια στο είδος τους. Ο έρωτας, κύριος μοχλός για την διαιώνιση του είδους, μοχλός της ζωής και όχι του θανάτου, είτε το θέλουν οι άνθρωποι με τα δημιουργήματά τους είτε όχι. Αυτό λέει, (ή κάνει προσπάθειες να πει), το Hotel Chelsea. Ο χρόνος, τον οποίον έστω μέσα στην τρέλα του ήρωα του μυθιστορήματος, έχουν καταφέρει οι άνθρωποι να τιθασεύσουν, υπηρετεί και αυτός την διαιώνιση του είδους: Τον έρωτα. Είναι λογικό να πρέπει να μιλάμε με σεβασμό για τον έρωτα. Είναι ο μόνος πραγματικός Θεός.

Πολλές φορές γίνεται αναφορά στην κινηματογραφικής αντίληψής αφήγησής σας.  Είναι σαν να παίρνετε την κάμερα στον ώμο; Στο κεφάλαιο “11 Ιουλίου 1942”, στο “10 ώρες Δυτικά”, στην αφήγηση της ημέρας του Μαύρου Σαββάτου, της ημέρας της συγκέντρωσης των Ελλήνων Εβραίων στην Πλατεία Ελευθερίας, μπήκα μέσα στο πλήθος των χιλιάδων εκείνων Μαρτύρων με την κάμερα στον ώμο. (Και μου άρεσε πάρα πολύ που χρησιμοποιήσατε αυτή την έκφραση.) Επίσης, ο όρος που χρησιμοποιείτε, “κινηματογραφικής αντίληψης”, είναι απολύτως σωστός, γιατί δεν είναι διόλου η χιλιοειπωμένη “κινηματογραφική γραφή”. Όχι γιατί διαφωνώ ή έχω κάποια αντίρρηση με την “κινηματογραφική γραφή”, όχι καθόλου, απλά, τα γραπτά μου δεν είναι διόλου αυτό. Είναι κινηματογράφος με λέξεις. Όπως είπε και μια φίλη για το Hotel Chelsea όταν την ρώτησα αν το διάβασε “Ναι, ναι, βέβαια, το είδα. Τα βιβλία σου δεν τα διαβάζεις, τα βλέπεις.” Αυτό είναι κάτι που το κάνω απολύτως συνειδητά. Και να προσθέσω εδώ, πως το κάνω, όχι για προφανείς λόγους όπως είναι η εκ γενετής σχέση μου με το σινεμά, αλλά γιατί πρώτον (εννοείται) έτσι λειτουργεί το μυαλό μου, (αν μπορούσα να γράψω αλλιώς θα έγραφα αλλιώς), αλλά και γιατί, κι αυτό είναι το κυριότερο, δεν μου αρέσει και δεν μπορώ άλλο να διαβάζω ψυχαναλύσεις ηρώων χωρίς την παραμικρή ιστορία να τρέχει έστω πίσω τους, με το έτσι θέλω, βαλμένους σε όποιο περιβάλλον του έχει καθίσει του συγγραφέα, χωρίς την παραμικρή δικαιολόγηση του οτιδήποτε. Και τέλος, να πω, πως δεν μ’ ενδιαφέρει η αφήγηση που θα ξεκινήσει αργά αναζητώντας τον εγκέφαλο του αναγνώστη, μ’ ενδιαφέρει εκείνη που θα τον χτυπήσει απευθείας στο στομάχι και θα τον αρπάξει απ’ τα μαλλιά, θα τον βάλει μέσα στην μυθιστορία αλλά θα προλάβει να πετάξει το κλειδί έξω από το συρτάρι, ενώ ταυτόχρονα, όμως, θα το έχει κλειδώσει ερμητικά. Είτε για το καλό είτε για το κακό.

Ερωτικό δράμα, πολιτικό θρίλερ, επιστημονική φαντασία και πολλά ακόμη είδη αναμειγνύονται στο λόγο σας, σχεδόν σε κάθε βιβλίο. Θα λέγατε πώς μέσα από την σύνθεση πολλών διαφορετικών ειδών και τεχνικών βρήκατε το δικό σας αφηγηματικό στίγμα; Ας χωρίσουμε τους αναγνώστες του Hotel Chelsea, (αλλά και των άλλων δύο), σε τρεις ομάδες: Σ’ εκείνη που αγαπά την επιστημονική φαντασία, σ’ εκείνη που αγαπά το ερωτικό δράμα, και σ’ εκείνη που αγαπά το πολιτικό θρίλερ. Αυτές οι τρεις, όταν διάβασαν το Hotel Chelsea, για τα κομμάτια που η κάθε μία αγαπά, μιλούσε με πραγματικά πολύ καλά λόγια, ενώ ταυτόχρονα, για εκείνα που η κάθε μία δεν αγαπά, απλά, στις πρώτες σελίδες τους, όταν αντιλαμβανόταν περί τίνος επρόκειτο, απλά τα προσπερνούσε χωρίς καν να τα διαβάζει! Αυτό, βέβαια, στον συγγραφέα, τουλάχιστον λέει πως το γραπτό του πετυχαίνει αυτό που θέλει: Το να χρησιμοποιήσει χωρίς όρια όποιο (ας το πούμε έτσι) λογοτεχνικό είδος ταιριάζει στην εκάστοτε στιγμή της ιστορίας του. Όμως, ενώ ο διαχωρισμός σε ομάδες είναι υπαρκτός, γιατί όντως έχω ακούσει επακριβώς αυτά από τελείως διαφορετικούς ανθρώπους μεταξύ τους, το ότι χρησιμοποιώ εμφανώς διακριτά μεταξύ τους είδη, ναι μεν το έχω ακούσει και το έχω διαβάσει σε κριτικές, αλλά ειλικρινά, ναι μεν το κάνω συνειδητά, αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ πως να γίνει αλλιώς. Δεν μπορώ να το κάνω αλλιώς, να το πω διαφορετικά.

– Βερολίνο, Φλωρεντία, Θεσσαλονίκη, Νέα Υόρκη. Είναι μερικές μόνο από τις πόλεις που αγαπήσατε. Ως συγγραφέας του αστικού κυρίως χώρου, με ποιο τρόπο θα λέγατε πως επηρέασαν οι πόλεις την δουλειά σας; Οι πόλεις περιέχουν την Ιστορία των δημιουργών τους, εξαίσια. Ολόκληρη και ξεκάθαρη. Για την Νέα Υόρκη θα έλεγα πως ήταν ένας θυελλώδης έρωτας ο οποίος διήρκεσε και ελάχιστα. Δεν πρόλαβα να νιώσω καμία Ιστορία πέραν της θύελλας. Οι άλλες, όμως, ναι. Οι πόλεις είναι 100% ανθρώπινες δημιουργίες. Όχι φυσικές. Οπότε και ισχύουν όσα είπα λίγο πιο επάνω. Βλέπεις και νιώθεις την Ιστορία. Αλλά και τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν ή που ζουν εκεί. Οι πόλεις, είναι σεντούκια ιστοριών. Και παραμυθιών, αλλά κυρίως, ιστοριών.

– Πριν από λίγο καιρό εγκατασταθήκατε μόνιμα στο εξωτερικό. Η αλλαγή ωφέλησε τις εμπνεύσεις σας, βρεθήκατε σε έναν τόπο που σας ταιριάζει; Το μόνιμα, είναι πολύ βαριά λέξη. Δεν μου αρέσει το μόνιμα, είναι φυλακή. Μόνο στο Ελληνικό Δημόσιο υπάρχει το μόνιμα κι αυτό τώρα τελευταία δεν το βλέπω καθόλου καλά. Νομίζω πως ναι. Είμαι σ έναν τόπο που μου ταιριάζει. Στο επόμενο βιβλίο αυτός ο τόπος αυτός θα παίζει απόλυτα. Ταίριαξε στο επόμενο βιβλίο ακόμη κι αν αυτό προϋπήρχε. Την Ελλάδα απ’ έξω την βλέπεις με πιο ξεκάθαρο μάτι. Βλέπεις πόσα συνεχίζεις να μην ανέχεσαι από εκείνη, πόσα από αυτά που δεν ανέχεσαι είναι πραγματικότητα, άρα όποιος κι αν είναι ο λόγος εσύ δεν τα ανέχεσαι, (και καλό είναι να καταλάβεις πως δεν είναι δικό τους πρόβλημα που εσύ δεν τα ανέχεσαι αλλά δικό σου), και πόσα είναι στο κεφάλι σου και προέρχονται από εφηβικές ψυχολογικές κατασκευές, επειδή σε εγκατέλειψε μία που άκουγε Νταλάρα. Και άρα φταίει ο έρμος ο Νταλάρας.

* Το μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη Hotel Chelsea κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα