Βιβλίο

Στην Πλατεία Μεσολογγίου με τον Βαγγέλη Προβιά

Ο Βαγγέλης Προβιάς επανέρχεται στο συγγραφικό προσκήνιο μετά την απαραίτητη μοναξιά της συγγραφής, με το δεύτερο βιβλίο του, «Πλατεία Μεσολογγίου».

Γιώτα Κωνσταντινίδου
στην-πλατεία-μεσολογγίου-με-τον-βαγγέ-133739
Γιώτα Κωνσταντινίδου
στέφανος καστρινάκης
Εικόνα: Στέφανος Καστρινάκης

Ο Βαγγέλης Προβιάς επανέρχεται στο συγγραφικό προσκήνιο μετά την απαραίτητη μοναξιά της συγγραφής, με το δεύτερο βιβλίο του, «Πλατεία Μεσολογγίου». Ένας κύκλος διηγημάτων με ήρωες στην πιο σύγχρονη αστική μορφή τους. Μικροαστοί, μοναχικοί, ηλικιωμένοι, άνεργοι, ματαιωμένοι σχεδόν αντιηρωικοί αλλά βαθειά ανθρώπινοι, αβοήθητοι στην πάλη του καταστροφικού εγώ να επιβιώσει από την έλλειψη του σωτήριου εμείς. Αν σταθείς στο μέσο μιας πλατείας, θα αφουγκραστείς πλήθος παράλληλων ιστοριών που λαμβάνουν χώρα δίπλα σου, όπως αυτές που θα διαβάσεις απνευστί, γιατί έτσι διαβάζονται τα βιβλία του Βαγγέλη Προβιά, στην «Πλατεία Μεσολογγίου».

«Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» περπάτησαν ως την «Πλατεία Μεσολογγίου». Τι μεσολάβησε, τι χρειάστηκε; Χρειάστηκε μια ισορροπία έντονα αντίθετων άκρων. Μετά την έκρηξη εξωστρέφειας που απαιτεί η «διαχείριση» ενός πρώτου βιβλίου, το οποίο είναι ισχυρό ψυχικό φαινόμενο αλλά και «προϊόν» που απαιτεί προώθηση, και το οποίο είχε την τύχη να περπατήσει μεγάλες αποστάσεις, έφτασα στο αντίθετο άκρο. Την βασανιστική στάση και ηρεμία της εσωστρέφειας που είναι αναγκαία για το γράψιμο του επόμενου βιβλίου. Και μάλιστα του δεύτερου – του αγχωτικού. Αυτού που σου δείχνει αν μπορείς, αν έχεις ό,τι χρειάζεται.

«Φαντάζεται τον εαυτό του την ημέρα της μετακόμισης- ποιας μετακόμισης, πού είχε να πάει;- να σηκώνει στην πλάτη το στρώμα και να βγαίνει στο δρόμο. Η πόλη είναι απέραντη, ατελείωτη, τεράστια. Δίχως αυτοκίνητα. Κανείς δεν θα μπορεί να τον βοηθήσει να το μεταφέρει. Μόνος του πρέπει να το σηκώσει. Σε μια αντεστραμμένη πομπή επιταφίου, πομπή σε έναν.» Πλατεία Μεσολογγίου.

Κάθε τόπος, χωρίο, πόλη, νησί, έχει μια πλατεία. Τι συγκεντρώνεται εκεί; Ας γίνω προσωπικός. Στις πλατείες υπάρχει η αίσθηση κοινότητας και παρέας και «δεν-είσαι-μόνος-στον-κόσμο-αυτό» που με βοηθά να ξε-φοβηθώ το λευκό χαρτί. Υπάρχει ακόμα η χαλαρή συνύπαρξη των ανθρώπων που, αν την προσέξεις, αν την παρατηρήσεις, σου αποκαλύπτει πολλά για τις μυστικές και μοναχικές, τις καλυμμένες, ώρες. Υπάρχει, ακόμη, μια κρούστα κανονικότητας και συμβατικότητας που αν την σπάσεις, προσέχοντας λεπτομέρειες, χειρονομίες και υπονοούμενα, ανακαλύπτεις μια ανεξάντλητη πηγή ιστοριών – ένα απέραντο σύμπαν ιδιαίτερων αφηγήσεων.

Η δική σας, είναι η Πλατεία Μεσολογγίου, κάπου στο Παγκράτι. Τι εικόνες έχετε από κει; Υπάρχουν εικόνες τις οποίες είδα: Το κορίτσι του Τσερνομπίλ και την γιαγιά της. Άσπρα πουκάμισα με κόκκινους λεκέδες από αίμα. Ένας παραμορφωμένος άντρας που έπινε μπύρες στις 9:30 το πρωί. To κλειστό μεγάλο περίπτερο με τα κεριά μνήμης στο πεζοδρόμιο απ’ έξω. Αλλά υπάρχουν και εικόνες που είδα μόνο με την φαντασία: Τα κλάματα της Θάλειας για τον Λουκά. Ένα σπίτι που οι κάτοικοί του είναι δολοφονημένοι στο εξοχικό τους. Αναγνωστικά σκισμένα και ράφια με βιβλία. Κορίτσια που κουβαλάνε την θλίψη τους. Τέλος έχω και εικόνες που με αφορούν άμεσα: Nα με βρίσκει το ξημέρωμα και σιγά σιγά η πλατεία να ζωντανεύει. Να πέφτει το βράδυ και η πλατεία να αδειάζει και να μου ψιθυρίζει. Να πνίγομαι στο κάθισμά μου από αμφιβολία για ό,τι γράφω. Να με πλημμυρίζει η χαρά για ό,τι γράφω.

«Τον Δεκαπενταύγουστο η μοναξιά νικάει. Φτάνει, σκέφτεσαι, το σπίτι το αμίλητο. Φτάνει η απελπιστική σιωπή της υπερπληθώρας ερεθισμάτων στο διαδίκτυο. Φτάνει το άφθονο, ποικίλο, για κάθε γούστο, πορνό, οι ειδήσεις από την πατρίδα, οι αθλητικές ειδήσεις από την ομάδα της πόλης του, τα διαδικτυακά παιγνίδια, το chat με κορίτσια που ποτέ δεν θα συναντήσει γιατί τους έχει γράψει ότι είναι αλλιώς από αυτό που είναι (Έλληνας, γιατρός, ψηλότερος, πιο χαρούμενος, πιο κοινωνικός).» Πλατεία Μεσολογγίου.

Εικόνα: Ανδρέας Σιμόπουλος
Εικόνα: Ανδρέας Σιμόπουλος

 «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» δέχτηκαν εξαίρετες κριτικές και διαβάστηκαν από πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Η γενναιοδωρία των ανθρώπων απέναντι στα «Μαύρα Παπούτσια Της Παρέλασης» προκάλεσε (λίγο) άγχος, αλλά κυρίως ήταν πηγή ενέργειας. Το άγχος υπήρχε σε σχέση με την απήχησή του δεύτερου βιβλίου – θες να σε προσέξουν ξανά, καλόμαθες!!! Όμως αυτό δεν μπορείς να το ελέγξεις, συνεπώς δεν αφήνεις να σε καταπιέσει. Η ενέργεια υπήρξε επειδή η προσοχή των αναγνωστών μου έδωσε μεγάλη διάθεση να συγκεντρωθώ στο χαρτί, να παράξω πολύ περισσότερες λέξεις και παραγράφους από ότι ήταν το συνηθισμένο μου μέχρι τότε. Και στο γράψιμο, όπως λέω στους μαθητές μου, η δουλειά αποδίδει – όσο περισσότερο γράφεις, τόσο βελτιώνεσαι.

Αν «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» κρύβουν μια «μαύρη» αισιοδοξία, στην «Πλατεία Μεσολογγίου» δεν υπάρχουν ιστορίες με ευχάριστο τέλος, «happy end». Είναι γιατί πάψαμε να πιστεύουμε σ’ αυτό; Όποιος πιστεύει στο end, στην έννοια του τέλους, να φύγει από την συνέντευξη και το προφίλ μας τώρα! Δεν πιστεύω στο end, τελεία. Και το happy και το unhappy είναι προσωρινές καταστάσεις στη ζωή του ανθρώπου. Πολλοί από τους ήρωες των ιστοριών που έχουν “unhappy end” μερικά χρόνια μετά θα ζήσουν υπέροχες στιγμές ευτυχίας. Είναι οι ήρωές μου και μπορώ να σας το εγγυηθώ!

«Έχει σε όλα τα σακάκια πακέτα χαρτομάντιλα γιατί συχνά δακρύζει με πρόσωπα περαστικών. Μίλα μου, πες μου κάτι. Κυκλοφορεί στα πιο κεντρικά μέρη, τις μέρες κα τις ώρες με την περισσότερη πολυκοσμία. Μίλα μου. Παραδόθηκε στην ικανότητα να ζει ολομόναχος γιατί τον τρώει αλλά και τον θρέφει. Μίλα μου.» Πλατεία Μεσολογγίου.

Οι ήρωες είναι μοναχικοί, ανεξάρτητα από το γεγονός αν έχουν οικογένεια ή όχι. Εκεί έξω υπάρχει μοναξιά ή μοναχικότητα; Υπάρχει πολλή μοναξιά και ελάχιστη μοναχικότητα. Κακή ανισορροπία αυτή, δυστυχώς! Πιστεύω με λιγότερη μοναξιά και με πολλή περισσότερη μοναχικότητα οι άνθρωποι θα ήμασταν πιο χαρούμενοι. Η ζωή καλλίτερη. Ο κόσμος πιο όμορφος. Οι διαφημίσεις πιο αληθινές. Τα χαμόγελα πιο συχνά και λαμπρά.

Περιπλεγμένες οικογενειακές σχέσεις, απώλεια, θάνατος, κρίση, αδιέξοδες σχέσεις, γηρατειά, ανείπωτα συναισθήματα, είναι μερικά από τα θέματα που ξεδιπλώνονται στο βιβλίο. Ωστόσο, ξεχωρίζω περισσότερες αναφορές στα γηρατειά, στην ανημπόρια και στο αδιέξοδο των ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Συμβαίνει κάτι τέτοιο; Γιατί δεν μου το λέτε ευθέως ότι με βρίσκετε μελό και εγωκεντρικό και παραξενιάρη και περίεργο;

Διαβάζοντας το βιβλίο, διακρίνεται μια λεπτομερής περιγραφή των ηρώων, των κινήσεών τους, του χώρου, των μύχιων σκέψεών τους. Σα να σταματά ο χρόνος και να είμαστε κοντά τους, να τους παρατηρούμε ή να γινόμαστε ένα μαζί τους. Ήταν η ταύτιση ή η αποδοχή των ηρώων στόχος της γραφής σας; Ένας από τους εκατοντάδες, και όλοι σωστοί, ορισμούς της καλής γραπτής αφήγησης είναι το να ταξιδεύει τον αναγνώστη σε έναν άλλο κόσμο, να τον μεταφέρει σε μια άλλη συνθήκη, έξω από την συνηθισμένη του. Αυτό που επεδίωξα είναι όποιος διαβάσει την Πλατεία Μεσολογγίου να μεταφερθεί, μέσω των λέξεων, στην (μεταφορική) πλατεία. Όχι για να μάθει κάτι, ούτε για να διδιαχθεί… Απλά για να απολαύσει την ανάγνωση σαν βιωμένη εμπειρία. Βιωμένη από όσο περισσότερες αισθήσεις του είναι δυνατό.

Είστε ένας άνθρωπος που εκτίθεστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκτεθειμένος νιώθετε; Όχι. Καθόλου. Μην είμαστε αχάριστοι! Νοιώθω πάρα πολύ τυχερός που οι άνθρωποι μου δίνουν σημασία και με γεμίζουν τρυφερότητα και με ταχταρίζουν με την προσοχή τους. Έρμ… έχω πολλή εσωτερικευμένη μοναξιά και χωρίς αυτήν την «έκθεση» και την επικοινωνία θα ήμουν λίγο περισσότερο θλιμμένος, λίγο πιο συχνά.

ανδρέας σιμόπουλος 2
Εικόνα: Ανδρέας Σιμόπουλος

Διδάσκετε δημιουργική γραφή στο Τμήμα elearning του Πανεπιστημίου Πειραιώς και συμμετείχατε στο πρόγραμμα μελέτης της σύγχρονης Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Λιούιβιλ στο Κεντάκυ. Τι σημαίνει η αυτομόρφωση για σας; Ως απόφοιτος Λυκείου, η αυτομόρφωση μου έδωσε την ευχέρεια να προσεγγίσω ανθρώπους και καταστάσεις και ευκαιρίες που «κανονικά» αφορούν μόνο πτυχιούχους. Είμαι ευγνώμων για αυτό το χαρακτηριστικό μου, το να προσπαθώ κάθε τι να το δω ως πιθανό μάθημα. Ακόμα και αν κάποιες φορές μου αφαιρεί από την ικανότητα να χαίρομαι τη ζωή για αυτό που απλώς είναι. Ακόμα και αν παντού ψάχνω να βρω ένα μάθημα – πολύ συχνά εκεί που δεν υπάρχει.

Αν περάσουμε από τη δημόσια σφαίρα της γραφής σας, παραλλάσσοντας τον Habermas, στην ιδιωτική σφαίρα της αφιέρωσής σας, (στο Βαγγέλη Καλαφάτη, στη Μίνα), πιστεύετε ότι υπάρχουν άνθρωποι που σηματοδοτούν τη ζωή μας; Απολύτως. Πιστεύω πως οι άλλοι είναι όχι μόνο η κόλαση αλλά και ο παράδεισος. Είναι κάπως μεταφυσικό αυτό που πιστεύω, πως ήρθαμε στον κόσμο για να συνυπάρξουμε. Με τον εαυτό μας, καταρχήν, και φυσικά με τους άλλους. Όσο για την σηματοδότηση από άλλους της ζωής μας… οι άνθρωποι στους οποίους έχω αφιερώσει και «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» αλλά και την «Πλατεία Μεσολογγίου» αν δεν υπήρχαν στην ζωή μου θα με έκαναν ανίκανο να ολοκληρώσω αυτά τα δύο βιβλία. Το λέω και το εννοώ απολύτως. Και τους το λέω συνέχεια.

«Η αδερφή μου, για χρόνια, όπου κι αν κυκλοφορούσε, μετέφερε πάντα το φέρετρο με τη μητέρα μου. Φίλοι και γνωστοί τη συναντούσαν, έτσι μικροκαμωμένη και αδύνατη, εύθραυστη, να αγωνίζεται μα το κουβαλήσει στα πλατιά πεζοδρόμια της Αλεξάνδρας, τις σκοτεινές διαβάσεις της Συγγρού, τη γιορτινή, χριστουγεννιάτικη Πατριάρχου Ιωακείμ. Στις δουλειές, στις διασκεδάσεις, στις βόλτες, παντού είχε μαζί της το μεγάλο, ανοιχτόχρωμο, ξύλινο κουτί.» Το φορτίο.

Τα διηγήματα, οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες, υπάρχουν βλέψεις να γίνουν ένα μυθιστόρημα; Ένα μεγάλο, πολυσέλιδο, χορταστικό και ζουμερό μυθιστόρημα, είναι η φανερή μου φιλοδοξία. Αλλά έχει γίνει πια και εσωτερική ανάγκη να προσπαθήσω να αφηγηθώ σε μεγαλύτερη φόρμα – προσεύχομαι να τα καταφέρω να συγκεντρωθώ σταθερά και με διάρκεια και συνέπεια. Το έκανα σε έναν βαθμό, συγκεντρώθηκα για αρκετό καιρό στην Πλατεία Μεσολογγίου, συνεπώς είμαι αισιόδοξος.

Αν ρωτήσουμε μαθητές σας στα σεμινάρια ή αναγνώστες σας, θα κάνουν λόγο για έναν πολύ γλυκό άνθρωπο, ενίοτε ντροπαλό. Είμαστε η εικόνα των άλλων για μας; Είμαστε χιλιάδες πράγματα. Και η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας, και ο μυστικός εαυτός μας που δεν τον γνωρίζουμε ούτε καν εμείς, και οι πόνοι, και οι χαρές, και τα όνειρα, και οι ενοχές μας, και η μοναξιά και η μοναχικότητά μας, και οι πλατείες που κυκλοφορούμε, και τα άδεια σπίτια που κρυβόμαστε, και το παρόν και το παρελθόν μας, και οι άνθρωποι της ζωής μας, και οι έρωτες και οι φίλοι. Το πολύ σημαντικό είναι να έχουμε συνείδηση του πόσο πολλά πράγματα είμαστε. Και να μην ανησυχούμε που κάποια από αυτά δεν είναι και τόσο «λαμπερά».

«Δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτή τη φωτογραφία. Τη βρήκαμε συμπτωματικά στο διαδίκτυο ενώ αναζητούσαμε κάτι άλλο. Μα όταν την είδαμε, όλα τα άλλα έπαψαν να μας απασχολούν, μπήκαν σε δεύτερη, σε τρίτη μοίρα. Χαθήκαμε στη δυνατή αλήθεια, πως από τα ίδια συστατικά φτιαχνόμαστε όλοι οι άνθρωποι, από τα ίδια, ακριβώς τα ίδια, υλικά γινόμαστε τόσο διαφορετικοί.» Το αγόρι που είμαστε όλοι.

εξώφυλλο μεσολογγίου_1

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα