Βιβλίο

Τι είναι για μένα ο Καζαντζάκης (ένας παγκόσμιος άνθρωπος)

Ζούσε έντονα τις ιδέες που διάβαζε, τις αγκάλιαζε και τις έβγαζε στην τέχνη του. Για να το κάνει αυτό, υποδυόταν τον ήρωα στα έργα του, τον φιλόσοφο, τον ταξιδευτή.

Parallaxi
τι-είναι-για-μένα-ο-καζαντζάκης-ένας-πα-197760
Parallaxi

Λέξεις: Θωμάς Καραγκιοζόπουλος

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένα σπάνιο είδος πνευματικού ανθρώπου. Καταπιάστηκε με πάμπολλα συγγραφικά είδη-δοκίμια, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο, λεξικογράφος, εγκυκλοπαιδιστής, ταξιδιωτικούς οδηγούς, επιστολές. Ηταν παθιασμένος με την ιστορία και τη φιλοσοφία και γνώρισε τα περισσότερα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά ρεύματα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου  αιώνα έως και τα μέσα του. Γνωρίζοντας και μελετώντας συστηματικά τις ιδέες που κυριαρχούν στον κόσμο, ένιωθε την ανάγκη να τις βιώνει ψυχικά. Έγραψε πως «Αλλοι γράφουν με το μυαλό, άλλοι με την καρδιά-κι εγώ γράφω με τα νεφρά». Ζούσε έντονα τις ιδέες που διάβαζε, τις αγκάλιαζε και τις έβγαζε στην τέχνη του. Για να το κάνει αυτό, υποδυόταν τον ήρωα στα έργα του, τον φιλόσοφο, τον ταξιδευτή.

Ο Καζαντζάκης ήταν ένας ακούραστος μελετητής της Ιστορίας. Μελετούσε για χρόνια τη ζωή των ηρώων για τους οποίους έγραφε. Γνωρίζοντας σε βάθος το πνεύμα των ηρώων του, μπορούσε να τους αποδώσει λογοτεχνικά και φιλοσοφικά, ακόμη και θεατρικά, όπως έκανε με τόσους πολλούς-Μ. Αλέξανδρος, Κολόμβος, Καποδίστριας, Προμηθέας, Οδυσσέας. Δεν απέδιδε όμως απλώς το μεγαλείο της ψυχής των ηρώων του, αλλά ήταν πρώτα και κύρια προσεχτικός ακροατής του πόνου και της δοκιμασίας του ανθρώπου. Ως διανοούμενος, έσκυβε με λαχτάρα στο παρελθόν των ανθρώπων και έβλεπε με τα μάτια του μυαλού του βαθιά μέσα του. Στις σελίδες των μυθιστορημάτων του βλέπουμε κάποιες από τις σπουδαιότερες ψυχογραφίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η οποία δεν διαθέτει πολλούς λογοτέχνες με τόσο ρωμαλέο φιλοσοφικό υπόβαθρο.

Ηταν ιδιαίτερα αφοσιωμένος στην Φιλοσοφία, ήδη από τα νεανικά του χρόνια. Τον κέντριζε τον πρόβλημα της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου και προσπαθούσε να δει πώς θα καταφέρει ο άνθρωπος να ανέβει πάνω από την πεζή του ύπαρξη και να φτάσει στις κορυφές που έφτασαν οι πρόγονοί μας. Ο Καζαντζάκης πίστευε πως η εποχή που ζούσε (αρχές του 20ου αιώνα) ήταν ενδιαφέρουσα, γιατί ήταν εποχή που είχε πεθάνει το παλιό και οι παλιές αξίες και αγωνιούσε να γεννηθεί το νέο, μια μεταβατική εποχή. Ο ίδιος πάσχιζε να βρει τι νέο θα μπορούσε να γεννηθεί και σε ποια βάση.

Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Είναι ένας αληθινός ταξιδιωτικός συγγραφέας. Έχει δύναμη περιγραφής, ακρίβεια στις παρατηρήσεις, δίνει άπειρες πληροφορίες και μιλάει με μοναδικό τρόπο για τους λαούς και τους τόπους τους. Μπορεί να ήθελε να ταξιδεύει για να γνωρίζει λαούς και παραδόσεις, ωστόσο τον απασχολούσε ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει στους ανθρώπους και να αναλάβει κοινωνική δράση. Γράφει «για να φτάσω στον Σκοπό μου χρειάζεται ένα πήδημα, που μόνο υπόδειγμα ζωής μπορεί να είναι, ποτέ τέχνη και γράψιμο.» Για τον λόγο αυτό χρειάζεται να δούμε πως πράγματι επεχείρησε πολλές φορές να αναμειχθεί στα κοινά. Ηθελε να είναι επιστήμονας, φιλόσοφος, καλλιτέχνης και πολιτικός. Ωστόσο ο χαρακτήρας του και οι περιστάσεις δεν τού επέτρεψαν να ασκήσει σημαντική δημόσια δράση. Δήλωνε όμως «είμαι μια ηθική συνείδηση. Δεν ανήκω σε καμια ιδεολογία. Όταν ανήκεις κάπου, δεν βλέπεις καθαρά.»

Ένας αιώνιος ταξιδευτής, ο οποίος αναζητά τον εαυτό του γιατί δεν χωράει να κρύψει μέσα του τον πόθο του να ταξιδέψει σε όλες τις κατευθύνσεις, ένας σύγχρονος Οδυσσέας. Τα ταξιδιωτικά του βιβλία είναι από τα καλύτερα πεζογραφικό του έργα. Ταξιδεύοντας εξηγεί τα φαινόμενα της γης και των ανθρώπων δίνοντας στις πράξεις τους ένα βαθύτερο ενδιαφέρον και μία φιλοσοφική χροιά. Ο ίδιος έλεγε ότι «στα ταξίδια μας θα πρέπει να γυρεύουμε ουσιαστικά στον κάθε τόπο που επισκεπτόμαστε να διακρίνουμε πέρα από όλα τα μετέπειτα στοιχεία τη γνησιότητα του την αυθεντικότητα του τον ιδιαίτερο προσωπικό του χαρακτήρα». Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι είναι ευτυχία να μπορεί ο Έλληνας να ταξιδεύει στην Ελλάδα χωρίς να ακούει αυστηρές φωνές από τα χώματα. Δηλαδή όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του μετατρέπεται σε μία επίμονη αναζήτηση του χρέους προς τους προγόνους. «Πώς θα γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων μας-αυτή η ευθύνη βαραίνει τους ώμους όλων των Ελλήνων».

Ο Καζαντζάκης ερευνά, αναλύει, διαμορφώνει θεωρίες για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του με μια ακόρεστη μανία. Όλη του τη ζωή πολέμησε με πάθος μέσα του για να μπορέσει να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων. Η βάση του έργου του είναι μία κραυγή, μια κραυγή αγωνίας για να ελευθερωθεί η ψυχή του ανθρώπου. Στο έργο που έμελε να τον καταξιώσει διεθνώς τον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, είναι αποτυπωμένες όλες οι λαχτάρες και η πίκρα του Καζαντζάκη σε μία σύνθεση που καίει. Ο Ζορμπάς γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής. Στον Ζορμπά τον απασχολεί η ζωή ως μία συνεχής ενότητα, τον απασχολεί ο έρωτας ως ένα βασικό κίνητρο της ζωής, αλλά τον απασχολεί και ο θάνατος ως αναπόσπαστο στοιχείο της παρουσίας μας.

Το έργο του Καζαντζάκη είναι μεγάλο, πολύμορφο, επιβλητικό. Σε αυτό οι ιδέες του σχηματίζουν μια φιλοσοφία και μια κοσμοθεωρία με επίκεντρο τον άνθρωπο. Ολο του το έργο είναι μία κραυγή για την ελευθερία, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Καζαντζάκης ήταν ένας ασυμβίβαστος, δηλαδή ακάματος ερευνητής, αγωνιστής, σαν ένας διψασμένος Δον Κιχώτης που σκάβει στην έρημο για να βρει το συμβολικό νερό. Ποτέ του δεν αποδέχτηκε το συμβιβασμό. Ηταν ένας ασυμβίβαστος, τίμιος και ειλικρινής άνθρωπος. Δεν ήταν ούτε ασκητής με την κυριολεκτική έννοια ούτε και απελπισμένος με την επίγεια ζωή.

Ο Καζαντζάκης γνώρισε την Ελλάδα και κατέγραφε τη γλώσσα της. Υπάρχει ένα περιστατικό που έχει ενδιαφέρον: σε ένα χωριό Καζαντζάκης πρόσεξε ένα λουλούδι που δεν είχε ξαναδεί. «Πώς λέγεται αυτό το λουλούδι;» ρώτησε σε ένα πλήθος παιδιά που έπαιζαν εκεί κοντά. «Δεν ξέρουμε» του απάντησαν εκείνα. «Θα ξέρει όμως μια γιαγιά που μένει λίγο πιο κάτω». Κατηφόρισαν προς το σπίτι της και είδαν στην εξώπορτά της κόσμο μαζεμένο. «Η γιαγιά πέθανε Κύριε» αποκρίθηκαν όταν εκείνος ρώτησε τι συμβαίνει. «Και μαζί της πέθανε και μία λέξη» είπε ο Καζαντζάκης.

Ο Καζαντζάκης είναι ασκητής με την έννοια του ασκούμενου στις πιο ψηλές κορυφές του πνεύματος. Ο ίδιος ως άνθρωπος ήταν φυσιογνωμία ηρωική. Ψηλός, γεροδεμένος , με μια ματιά που σε διαπερνούσε πέρα ως πέρα. Ήταν μία φυσιογνωμία δυνατή. Οι άνθρωποι στα έργα του είναι άνθρωποι καθημερινοί, από αυτούς που ζουν δίπλα μας, με τη διαφορά ότι αυτοί είναι πιο δυναμικοί, πιο ισχυροί και πιο αποφασισμένοι. Ηταν οπαδός των ηρωικών ανθρώπων και των ηρωικών πράξεων. Μάλιστα ο κατεξοχήν ήρωας του, ο Οδυσσέας, η ψυχή του Καζαντζάκη, είναι ο ίδιος ο πραγματικός ήρωας της ζωής που ερευνά με πάθος έως τον θάνατο του.

Ο Καζαντζάκης δούλευε πολλές ώρες σε καθημερινή βάση. Ξυπνούσε στις 5 το πρωί, έτρωγε λίγο ψωμί και λίγο γάλα και ξεκινούσε να διαβάζει και να γράφει. Τελείωνε στις 5 το απόγευμα και μετά πάλι λίγο ψωμί και μερικές ελιές αποτελούσαν το γεύμα του μέχρι το βράδυ. Γράφει «σχεδόν δεν κοιμούμαι· με κυρίεψε πάλι η μανία να εξαντλήσω το θέμα. Μα ας είναι καλά ο πατέρας μου που μού’ δωκε θηριώδη υγεία». Βέβαια γνώρισε πολλές ταλαιπωρίες σωματικές, καθώς συχνά εμφάνιζε αλλεργικά συμπτώματα. Ωστόσο είχε γεννηθεί με μια παράδοση λεβεντιάς και αγωνιστικότητας. Περνούσε πολλές ώρες της ημέρας στη φύση μόνος του- του άρεσε να παρατηρεί τα πιο μικρά πράγματα και να εμπνέεται από αυτά.

Η ψυχή του Καζαντζάκη, όπως ο ίδιος την αποκάλεσε, ήταν μια ελεύθερη του απέραντου γοργόνα. Ζητούσε να αγκαλιάσει την απέραντη μοίρα της ανθρωπότητας, ακόμα και το απεριόριστο σύμπαν. Διψούσε να γνωρίσει τον κόσμο, να χαρεί τα πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα των γενεών που πέρασαν, καθώς και τη ζωή στην κάθε χώρα και τις μάχες των λαών για επιβίωση. Η λιτότητα στάθηκε ο σύντροφός του προκειμένου να ξεπεράσει τις όποιες αντιξοότητες στη ζωή του. Το Δεκέμβριο του 1935 γράφει από την Αίγινα στη γυναίκα του, Ελένη Καζαντζάκη: «στο σπίτι είχα τα χθεσινοβραδινά ραδίκια και μισή ρέγγα. Είπα στην αρχή να μη ζεστάνω τα ραδίκια και να τα φάω κρύα. Μα ύστερα θυμήθηκα πως ήταν η γιορτή μου και είπα να γιορτάσω· τα ζέστανα λοιπόν». Ήταν ένας άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο, από αυτούς που μπορούν να κάνουν συντροφιά με τον ίδιο τους τον εαυτό και να είναι εντάξει. Γράφει πάλι στην γυναίκα του την Ελένη: «όλα τα χρωστάω στη μοναξιά, τίποτα δεν θα έκανα, τίποτα δεν θα ήμουν αν μου έλειπε η μοναξιά».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα