Κινηματογράφος

Ο τελευταίος ονειροπόλος του ελληvικού σιvεµά

Από την Μανταλένα ώς τη Βίλα των Οργίων και από την Αστέρω ως τη Λόλα ο άνθρωπος που το όνομα του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο ελληνικό σινεμά σε μια σπάνια συνέντευξη.

Γιώργος Τούλας
ο-τελευταίος-ονειροπόλος-του-ελληvικο-19324
Γιώργος Τούλας
assets_large_t_420_54102085.jpg

Του Γιώργου Τούλα

Το κουδούνι στο θυροτηλέφωνο της Ίωνος Δραγούμη γράφει Ντίνος Δημόπουλος – Φλωρέτα Ζάννα.  Απέναντι το άλσος, ένας µικρός παράδεισος. Με οδήγησε στο μπαλκόνι και όσο περνούσαµε από το καθιστικό απόρησα, καθώς ούτε µία φωτογραφία δεν καταμαρτυρούσε τα χρόνια της δόξας. Ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε τις πιο θρυλικές κωμωδίες του ελληνικού σινεμά για μένα, τη ”Βίλα των οργίων”, το μια ”Τρελλή τρελλή οικογένεια” και το ”Δεσποινίς διευθυντής”, ο δημιουργός της ”Λόλας”, απίστευτα γήινος, γαλήνιος και σοφός με δέχτηκε ένα απόγευμα στο μπαλκόνι του σπιτιού του.

«Εδώ δίπλα δεν είναι το σπίτι της Τζένης Καρέζη;» ρώτησα. «Ακριβώς, το διπλανό µπαλκόνι. Αυτό το τοιχάκι περνούσε και έπαιζε ταβλάκι µε τη γυναίκα µου τα απογεύµατα».

Σε τούτο τον όροφο γράφτηκε ένα από τα πιο συναρπαστικά κοµµάτια της ιστορίας του ελληνικού σινεµά. Η κουβέντα, όµως, αρχίζει µε το σήµερα. «Όλος ο κόσµος µιλάει για τον τρόµο. Φαίνεται πως περιµέναµε την 11η Σεπτεµβρίου, για να συνειδητοποιήσουµε το προαιώνιο κακό. Αυτό που έγινε ήταν άξαφνο. Προσβλήθηκε η καρδιά της αυτοκρατορίας. Σαφώς και θρηνούµε τους νεκρούς, που θα µπορούσαµε να είµαστε όλοι, αλλά πρέπει να ξέρετε πως ο τρόµος υπήρχε πάντα. Σιωπηλός. Από τις αποικίες και τους πρώτους Χριστιανούς µέχρι τα παιδιά της Γιουγκοσλαβίας, που έτρεχαν πάνω στα γεφύρια, για να σωθούν. Στις µέρες µας οι έννοιες ελευθερία, δηµοκρατία, δικαιοσύνη έχουν ένα κτητικό “µας” δίπλα τους. Τώρα είναι µια τραγική, αλλά πάντως ευκαιρία, για να µάθουµε να απαλύνουµε τον τρόµο».

Μιλάει και τα µάτια του λάµπουν. Διαθέτει µια µοναδική διαύγεια παρά τα ογδόντα του χρόνια, ενώ το πρόσωπό του παραµένει αναλλοίωτο στον χρόνο. Το πρόσωπο ενός από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους στην ιστορία του ελληνικού σινεµά.

Γεννηµένος στο 1921 στο Πάλερο της Αιτωλοακαρνανίας, είδε σινεµά από µικρό παιδί. Ο Αµβρακικός κόλπος, ο τόπος που σηµάδεψε µε εικόνες τα παιδικά του χρόνια. Αν ακολουθούσε τηv οικογενειακή παράδοση θα γινόταν λογικά δικαστικός ή δημόσιος λειτουργός, ίσως, και πρόεδρος της Δηµοκρατίας, όπως του αρέσει αστειευόµενος να λέει. Όµως, η φυγή και το ταξίδι τον έστειλαν στην Αθήνα µε απώτερο στόκο την Αίγυπτο, όπου γυρίζονταν τότε πολλές ταινίες. Σπούδασε στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη, παράλληλα µε τη Νοµική, και βρέθηκε στον θίασο του Λογοθετίδη, πήγε στη µυθική Αίγυπτο της εποχής και πέρασε σύντοµα ως ηθοποιός στο σινεµά, στην ταινία «Θύελλα στο φάρο» του Γρηγόρη Γρηγορίου. Γνωρίστηκε με τον Φίνο και δοκίμασε την τύχη του στη συγγραφή σεναρίων. Ένα από αυτά στάθηκε η αφορμή να περάσει πίσω από την κάμερα, αφού το οι «Ουρανοί είναι δικοί μας, σύμφωνα με τον μεγαλύτερο παραγωγό στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, έπρεπε να γυριστεί από τον ίδιο τον Δημόπουλο. Έτσι, γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της χώρας. Ο άνθρωπος που κατάφερε, υπηρετώντας μια βιομηχανία με χιλιάδες περιορισμούς και συμβάσεις, να ξεχωρίσει, γυρίζοντας ταινίες που παραμένουν μαθήματα στιλ σαράντα χρόνια μετά. Αριστερός, διανοούμενος έχοντας πολεμήσει στην αντίσταση, υπήρξε ένα πρόσωπο σε διαρκή διωγμό. Ένα πρόσωπο, που το σύστημα θα ήθελε να εξολοθρεύσει αλλά από την άλλη το είχε ανάγκη, καθώς οι ταινίες του έκαναν μισό εκατομμύριο εισιτήρια η καθεμία.

Στην εισαγωγή του βιβλίου σας «Ένας σκηνοθέτης θυµάται», γράφετε πως είσαστε ένας ανίσχυρος άνθρωπος. Τι εννοείτε;

«Ένας άνθρωπος, που θέλει να εκφραστεί και δεν μπορεί. Που βλέπει τα χέρια και τη σκέψη του δεμένα. Ξέρετε, ο κινηματογράφος ήταν πάντα μια διωκόμενη μορφή έκφρασης. Όταν άρχισα να αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τις ιδέες μου, είχα πάντα κάποιον δίπλα μου, που μου έλεγε “σβήσε”. Έναν νταβατζή. Έναν λογοκριτή για σαράντα χρόνια. Σήμερα, δεν γνωρίζουν τα παιδιά τι θα πει λογοκρισία και πείνα. Νομίζουν ότι πείνα είναι όταν ανοίγεις το ψυγείο».

‘Εχοντας αναγκαστεί να κάνει δεκάδες δουλειές του ποδαριού για χρόνια, διοχέτευσε τις ανησυχίες στα γραπτά του στα οποία τα καθεστώτα δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία, καθώς απευθύνονταν σε αριθμητικά ελάχιστους ανθρώπους σε σχέση με το σινεμά. Από την άλλη στις ταινίες του δεν ήταν εύκολο να περάσει ιδιαίτερους προβληματισμούς, διότι κρινόταν η τύχη όλων όσων εμπλέκονταν σε αυτές.

«Το σινεμά είχε τη δύναμη αλλά όχι τη δυνατότητα να το κάνει. Αν ο Φίνος έδινε το Ο.Κ. να γυριστεί μια τέτοια ταινία, την άλλη μέρα θα του έκλειναν το μαγαζί και κανένας δεν θα την έβγαζε σε αίθουσα. Όταν μπορούσα, όμως, όπως στις “Κυρίες της αυλής”, περνούσα ένα υπονοούμενο. Μια γυναίκα να περιμένει τον άντρα της από το παραπέτασμα. Ήταν ένας μυστικός κώδικας. Σαν να έλεγα στους φίλους μου από τον πόλεμο “αγάντα, εδώ είμαστε ακόμα”».

Ο άνθρωπος, που πήρε το βραβείο στο πρώτο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη «Μανταλένα», που είδε τις ταινίες του να θριαμβεύουν στα ξένα φεστιβάλ, που δοκίμασε όλα τα είδη. Από το βουκολικό δράμα της «Αστέρως» μέχρι το πολεμικό «Κονσέρτο για πολυβόλα». Που έκανε το πανί να λάμπει στη «Λόλα». Που µας χάρισε τις καλύτερες κωµωδίες στην ιστορία του ελληνικού σινεµά. Ποιος δεν θυµάται τον Γιαγκούκο στο «Δεσποινίς διευθυντής», τον Χάρη Ζάβαλο στη «Βίλα των οργίων», την Πάστα Φλώρα στην «Τρελή οικογένεια»; Παρ’ όλα αυτά οι ταινίες, καλώς ή κακώς, εντάχθηκαν, µάλλον ισοπεδωτικά και άδικα, στην πληθώρα των 2.500 περίπου ταινιών, που γυρίστηκαν εκείνη τη δεκαετία.

Έχετε την αίσθηση πως το σινεµά εκείνης της περιόδου λειτούργησε περίπου όπως η τηλεόραση των μετέπειτα χρόνων; Σαν να αποκοίµισε τον κόσµο, βοηθώντας τον να ταυτιστεί µε το παραµύθι που του προσέφεραν;

«Δεν θέλω να υπερασπιστώ εκείνο το σινεµά. Να ξεκαθαρίσουμε αν µιλάµε για τις χιλιάδες ταινίες, που γυρίστηκαν ή για τις πενήντα εκατό, που άξιζαν και που, αν δεν µιλούσαν ελληνικά, θα µπορούσαν άνετα να είχαν γυριστεί στην Ευρώπη. Τότε, πολλοί τυχάρπαστοι είδαν ότι το µαγαζί δουλεύει και όρµησαν. Βλέπετε, ο παραγωγός ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο, πήγαινε παντού, κυκλοφορούσε µε ωραίες γυναίκες. Αυτό το σινεµά έδρασε όπως η τηλεόραση. Ασέλγησε στη νοημοσύνη του κοινού. Το σινεµά του ’60 προσπάθησε να αποταθεί µε έναν απλοϊκό τρόπο, αθώο, σε µια γενιά ανθρώπων, που έζησε και µεγάλωσε κουβαλώντας την ήττα. Αριστερούς και δεξιούς. Δεν υπήρχαν τότε νικητές και νικημένοι. Ηττηµένοι ήµασταν όλοι. Η πίκρα περνούσε στο πανί. Ο κόσµος επικοινωνούσε µε τον ήρωα. Ο φτωχός έπαιρνε την πλούσια, άρα η ζωή θα καλυτερέψει. Από την άλλη το να καταδικάζεις συλλήβδην όλη τη δουλειά εκείνων των χρόνων είναι λάθος. Έβλεπα µια µέρα τον Βασίλη Ραφαηλίδη στην τηλεόραση να λέει πως µετανιώνει, ντρέπεται και ζητά συγγνώμη για τον τρόπο που αντιµετώπισε τον παλιό κινηματογράφο. Αν µπορούσα, θα αναθεωρούσα, έλεγε. Ξέρετε µας πήρε µια µπουλντόζα όλους».

Τον παρατηρώ καθώς µιλάει χωρίς ίχνος παράπονου. Αυτός που καθοδήγησε στη σκηνή και στο πλατό ιερά τέρατα, από τη Λαµπέτη και τον Μυράτ, µέχρι τη Ρίτα Μουσούρη και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Και βέβαια, όλο το σταρ σίστεµ, της Αλίκης συμπεριλαμβανομένης. Στο βιβλίο του διηγείται ένα περιστατικό, όπου η Βουγιουκλάκη πέφτει επίτηδες στα νερά ενός ποταµού, για να την σώσουν οι δημοσιογράφοι και να γίνει ντόρος. «Ντίνο, δεν έκανες τίποτε, ενώ εγώ πνιγόμουν». «Αλίκη, αυτή η σκηνή δεν υπήρχε στο πλάνο» της είπα µε χιούμορ.

Σκηνοθέτης σκληρός στα γυρίσµατα, µε άπειρες πρόβες και τους ηθοποιούς έτοιµους, πολύ πριν πάνε στο γύρισµα. Προσεκτικός µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια, δεν επέτρεψε ποτέ τα πράγµατα να γίνουν στην τύχη, να ακουστούν σχόλια.

Αλήθεια, µε τη γυναίκα σας δουλέψατε πολύ µαζί. Ήταν πάντα εύκολο;

«Όχι, καθόλου. Υπήρξα πολύ αυστηρός και άδικος µαζί της. Δεν ήθελα να περάσει στο σινάφι πως της φέροµαι ευνοϊκά. Μια φορά απαίτησα, ένα χαστούκι που έτρωγε, να είναι τόσο αληθινό, που λιποθύμησε».

Χιλιάδες ώρες δουλειάς, 25.000 χιλιάδες πλάνα, που γυρίζονταν και ξαναγυρίζονταν, πρόβες, μόχθος. Ένας μόχθος που κόστισε πολλά. Και οι χαρές ελάχιστες. Πριν λίγα χρόνια το Φεστιβάλ κινηματογράφου τον τίμησε με μια ρετροσπεκτίβα αφιερωμένη στο έργο του.

Οι άνθρωποι της γενιάς σας δεν τιµήθηκαν αρκετά…

«Ίσως έχετε δίκιο. Κάθε χρόνο στα Όσκαρ η ακαδημία τιμά ένα πρόσωπο από το χτες. Όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γιατί ήταν ένας από τους λίθους με τους οποίους χτίστηκε το σινεμά και υπάρχουν οι επόμενοι. Εγώ είμαι ένας εργάτης, Ποτέ δεν με άγγιζαν τα βραβεία. Ούτε οι δημόσιες σχέσεις και αυτό δυσκόλεψε τη ζωή μου. Μια φορά ήταν να πάω τιμώμενος στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Έραψα ένα ωραίο άσπρο φράκο, γιατί δεν είχα, ένα μαύρο παντελόνι, ετοιμάστηκα, και μου απαγόρευσαν να πάω. Γιατί ήμουν αριστερός και η χώρα ήταν Ανατολική». Οι αναμνήσεις του από την εποχή που δούλευε στο σινεμά είναι χιλιάδες και η εξαιρετική μνήμη του διασώζει τα πάντα και τα καταγράφει. Δεν του αρέσει να απομονώνει πρόσωπα και να ξεχωρίζει. Για κείνον όλοι υπήρξαν συνεργάτες και για κείνους αυτός ένας πολύτιμος δάσκαλος και φίλος, γι’ αυτό και τον μνημονεύουν όλοι. Για όλους εμάς, κάθε φορά που θα δούμε τη «Στουρνάρα 288», είναι σαν πρώτη φορά. Για κείνον, όμως, που δεν βλέπει ποτέ τις ταινίες του, το παρελθόν είναι ένα κεφάλαιο που τέλειωσε.

Τι αίσθηση έχετε, σήµερα, από τις παλιές σας ταινίες;

«Καμιά φορά, στο ζάπινγκ, πέφτω πάνω σε καμιά σκηνή που έχω ξεχάσει, και γελάω. Λέω, τι ωραία που τα γυρνούσαν τότε. Η γυναίκα μου, όμως, μου θυμίζει πως ήταν δικά μου φιλμ. Πήγα πρόσφατα σε ένα γύρισμα του Ανδρέα Θωμόπουλου και συγκινήθηκα. Όλοι μου μιλούσαν με σεβασμό, ήταν ωραία, αλλά εγώ ένιωθα σαν να έρχονταν φαντάσματα. Σύντομα θέλησα να φύγω. Ρίξτε μια ματιά γύρω. Τίποτε που να θυμίζει το χτες μέσα στο σπίτι. Εμένα η μέρα μου ξεκινά σήμερα. Αυτό είναι το στοιχείο της νεότητάς μου, ονειρεύομαι, όπως όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων. Αν παραιτηθείς από τη ζωή, γίνεσαι αξιοθρήνητος. Το παρελθόν με παγώνει. Το να υπάρχω τώρα είναι ένα παράθυρο, ένα αίσθημα συνέχειας. Δουλεύει ακατάπαυστα και σχεδιάζει μυθιστορήματα, θεατρικά, παιδική λογοτεχνία.

Το σινεµά δεν σας λείπει;

«Έρχονται πολλοί και μου λένε να γυρίσω μια ταινία. Για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκινώ στις 7 το πρωί και να γυρίζω στις 12 το βράδυ. Αλλιώς δεν κάνεις ταινία αλλά πασαλείμματα. Το σώμα είναι σοφό, το πνεύμα είναι επηρμένο. Δεν γίνεται πια».

Από όλες τις ταινίες σας δυο µου φαίνεται πως τις περιβάλλετε µε ιδιαίτερη στοργή. Η µία είναι το «Αµόκ», η άλλη «Οι Kυρίες της αυλής». Γιατί άραγε;

«Έχετε δίκιο. Όχι γιατί είναι οι καλύτερες. Για την πρώτη έχω να πω ότι προκάλεσα τον Φίνο να κάνω μια διαφορετική ταινία μόλις με 600.000, όταν κόστιζαν 2,5 εκατομμύρια. Θα την πουλήσεις έξω, του είπα και θα τα βγάλεις. Την πούλησε, η ταινία θριάμβευσε από το Τόκιο μέχρι τη Στοκχόλμη, αλλά ο Φίνος χολώθηκε, νομίζοντας πως τον εκμεταλλεύτηκε ο ξένος διανομέας. Δεν μ’ άφησε να ξανακάνω ό,τι θέλω, να ανοίξω τις διόδους. Οι “Κυρίες” μ’ αρέσουν, γιατί είναι ένα μάθημα χιούμορ».

Υπήρξε περίπτωση να αρνηθείτε στον Φίνο;

«Μια φορά αρνήθηκα να γυρίσω ένα σενάριο και έτσι, δυστυχώς, έγινε σκηνοθέτης ο Φώσκολος».

Οι ώρες μαζί του περνούν σαν μαθήματα ιστορίας. Θα ήθελα να τον ρωτήσω τα πάντα. Για πρόσωπα, στιγμές, για όσα λατρέψαμε εκ των υστέρων. Από ένα μπαλκόνι ακούγεται μια τηλεόραση. «Η τηλεόραση είναι στα χέρια ενός συστήματος, που σκοπεύει να φτιάξει ευτυχισμένους ηλίθιους. Και το πετυχαίνει. Αλλοιώνει και πολτοποιεί τη συνείδηση. Έχουμε εδώ μια κυρία, οικιακή βοηθό. Χρόνια πολλά. Μου μιλάει με μεγάλη οικειότητα. Με μαλώνει, σήκω να σκουπίσω, πήγαινε πιο κει και τέτοια. Μια φορά είχα πάει στο MEGA καλεσμένος σε μια εκπομπή. Όταν γύρισα με κοιτούσε σαν θεό. Σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Αυτό είναι η τηλεόραση…

… Σας ευχαριστώ, που ήρθατε ως εδώ από τη Θεσσαλονίκη, για μένα» μου λέει.

Εγώ τι πρέπει να κάνω τότε που γνώρισα εσάς, σκέφτομαι. Κατεβαίνω στην πολύβουη Βασιλίσσης Σοφίας και τα λόγια του ηχούν ακόμη. «Είχα πάντα το μαράζι ότι δεν έκανα ό, τι έπρεπε». Και όμως, έκανε τα μέγιστα. Ομόρφυνε τις μέρες και τις νύχτες όλων μας. Κατάφερε μέσα από τις εικόνες και τα γραπτά του να γεννήσει όνειρα.

*Ο Ντίνος Δημόπουλος (22 Αυγούστου 1921 – 28 Φεβρουαρίου 2003) ήταν Έλληνας ηθοποιός, σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης. Γύρισε 46 ταινίες μυθοπλασίας και δυο ντοκιμαντέρ.

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα