Κινηματογράφος

Τελικά ποιος βάζει τα καύσιμα στο όχημα του ελληνικού σινεμά;

της Κύας Τζήμου Είναι αυτή τη στιγμή, ίσως το σημαντικότερο πολιτιστικό προϊόν μιας χώρας που το πρώτο καράβι που εγκατέλειψε ακυβέρνητο μέσα στην φουρτούνα της κρίσης ήταν αυτό του Πολιτισμού. Και όμως, το ελληνικό σινεμά που φαίνεται να “ξύπνησε” τα τελευταία χρόνια και να αναζητά το στίγμα του, συνεχίζει να παράγει με ρυθμό αυξητικό, να […]

Κύα Τζήμου
τελικά-ποιος-βάζει-τα-καύσιμα-στο-όχημ-19336
Κύα Τζήμου
mikro_psari.jpg

της Κύας Τζήμου

Είναι αυτή τη στιγμή, ίσως το σημαντικότερο πολιτιστικό προϊόν μιας χώρας που το πρώτο καράβι που εγκατέλειψε ακυβέρνητο μέσα στην φουρτούνα της κρίσης ήταν αυτό του Πολιτισμού. Και όμως, το ελληνικό σινεμά που φαίνεται να “ξύπνησε” τα τελευταία χρόνια και να αναζητά το στίγμα του, συνεχίζει να παράγει με ρυθμό αυξητικό, να ταξιδεύει και να διακρίνεται στα φεστιβάλ του κόσμου με ελάχιστη έως μηδενική υποστήριξη από την κρατική μηχανή.

Tax shelter – Και όμως υπάρχει.

Τα τελευταία χρόνια το μόνο θετικό βήμα που έγινε στο θέμα της κινηματογραφικής χρηματοδότησης είναι ότι μετά από καθυστερήσεις δεκαετιών για τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων για την ενίσχυση της κινηματογραφικής παραγωγής, το 2010 και εν μέσω κρίσης στην διάρκεια της οποίας το Ε.Κ.Κ. αδυνατούσε να συνεισφέρει, με υπουργική απόφαση το λεγόμενο tax shelter έγινε πραγματικότητα και ουσιαστικά θέλησε να βάλει τέρμα στο μονοπώλιο του κρατικοδίαιτου ελληνικού κινηματογράφου. Σε άλλες χώρες είχαν προ πολλού σρταφεί στους ιδιώτες για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Τους λόγους της καθυστέρησης τους βρίσκουμε στη νοοτροπία  του δημιουργού  στην Ελλάδα και στη λογική της κρατικής παρέμβασης, που προωθήθηκε και με τον νόμο της Μελίνας, που ορμώμενη από την έννοια του κρατικού προστατευτισμού απέναντι στον δημιουργό και παρά τις καλές προθέσεις τελικά το μόνο που κατάφερε είναι να φέρει μια απίστευτη εσωστρέφεια στο κινηματογραφικό προϊόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από την άλλη βέβαια στις άλλες χώρες το μόνο που είχε να κάνει ο μικρο ή μεγαλοεπενδυτής ήταν να καταθέσει τα χρήματα που ήθελε σε ένα λογαριασμό που είχε ανοίξει ο παραγωγός της ταινίας, εκείνος να του κόψει ένα τιμολόγιο για να είναι όλα νόμιμα και με μηδενική γραφειοκρατεία να νιώθει μέρος της κινηματογραφικής βιομηχανίας της χώρας του. Εδώ, όμως, είναι Ελλάδα και υπάρχει πάντα ο πφοφανής κίνδυνος να γίνει της Άγριας Φοροδιαφυγής με συνεννοήσεις κάτω απ΄το τραπέζι μεταξύ παραγωγού και επενδυτή και ψεύτικα τιμολόγια κ.τ.λ. κ.τ.λ. Και τελικά ίσως το ψήφισμα να κατέληγε σε ένα πλυντήριο βρώμικου χρήματος. Και τα χρόνια περνούσαν.

Τελικά το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε τα χρήματα των ιδιωτών να μην δίνονται κατευθείαν στον παραγωγό αλλά σε έναν φορέα, που προφανώς επιλέχτηκε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Και με τη σειρά του ο παραγωγός να δίνει εντολές στο Κέντρο για να πληρώνει τα έξοδα του. Η διαφορά με το εξωτερικό είναι ότι ενώ εκεί έχεις έκπτωση στο κεφάλαιο που φορολογείται, δηλαδή το ποσό που επενδύεις δεν περιλαμβάνεται στη φορολογική σου δήλωση, στην Ελλάδα μειώνεται ο συνολικός σου φόρος. Αν επενδύσεις και είσαι ιδιώτης ή εταιρία (εκτός οπτικοακουστικής δραστηριότητας) θα μειωθεί ο φόρος σου κατά 40% του ποσού που επένδυσες και αν είσαι παραγωγός ή σχετικός με τον οπτικοακουστικό τομέα,  ο φόρος σου θα μειωθεί κατά 20%. Έτσι λοιπόν αν θες η ταινία σου να χρηματοδοτηθεί από ιδιωτικά κεφάλαια κάνεις αίτηση στο Κέντρο για να σου ανοίξει έναν ειδικό λογαριασμό. Ο ιδιώτης, υποτίθεται 15 ημέρες μετά την κατάθεση θα λάβει από το Κέντρο ένα χαρτί που θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει στη φορολογική του δήλωση. Όλα καλά ως εδώ αλλά το όλο θέμα ούτε προωθήθηκε από τους φορείς ούτε «δούλεψε» τελικά. Και τελικά ίσως είμαστε η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου το μέτρο αυτό δεν απέφερε τα δέοντα για τον κινηματογράφο. Ίσως γιατί στην Ελλάδα είχε πέσει βαριά η κρίση όταν επιτέλους ψηφίστηκε το tax shelter και χρήματα δεν υπήρχαν. Ή ίσως γιατί ο Έλληνας δεν αναζητά φοροαπαλλαγές από τη στιγμή που λόγω της φοροδιαφυγής ενίοτε δεν μπορεί καν να δικαιολογήσει τα τεκμήριά του.

Σήμερα η σκληρή πραγματικότητα, που την βιώνει κάθε κινηματογραφιστής, είναι ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ, που παρέμενε ακόμα και εν καιρώ κρίσης ο μόνος σοβαρός κινηματογραφικός χρηματοδότης, άφησε χρεωμένο μεγάλο μέρος της ελληνικής κινηματογραφίας με αποτέλεσμα πολλά σχέδια να ναυαγήσουν και άλλα πάλι να στραφούν σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Και όταν λέμε άλλες εννοούμε και εκτός του ΕΚΚ που έβαλε κάτω απ΄την ομπρέλα του το tax shelter και τις νέες ελπίδες εισροής ιδιωτικών κεφαλαίων που δεν ευοδόθηκαν. Το ΕΚΚ δείχνει πως προσπαθεί, με όσα μέσα διαθέτει,  αλλά αυτή τη στιγμή χρωστά λεφτά σε δικαιούχους από προηγούμενα χρόνια και  φαίνεται μάλλον απίθανο να μπορεί να χρηματοδοτήσει σε πραγματικούς χρόνους τα 58 σχέδια που ενέκρινε για χρηματοδότηση φέτος.

Κάνε κι εσύ μια ταινία μόνος σου αν μπορείς

Και ερχόμαστε στα ιδιωτικά κεφάλαια. Στην κατηγορία ανήκει και το προσωπικό βαλάντιο του κάθε δημιουργού που συχνά αναγκάζεται να ξεπουλήσει από το χωραφάκι του παππού ως τα οικογενειακά κοσμήματα της μαμάς για να γυρίσει την ταινία του. Συγχρόνως θα απευθυνθεί σε γνωστούς και φίλους για εθελοντική εργασία, όπως ακριβώς έπραξε ο Έκτορας Λυγίζος με «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού». Μια ταινία που έκοψε μόλις 3000 εισιτήρια στη χώρα μας αλλά έκανε αίσθηση στα ξένα φεστιβάλ και μάλιστα ήταν η πρόταση της Ελλάδας στα φετινά όσκαρ στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας. Μια ταινία που κόστισε μόλις 15.000 ευρώ και γυρίστηκε για λόγους οικονομίας μέσα σε είκοσι μία μέρες με όλους τους συντελεστές της να συμμετέχουν δωρεάν στο project. Ο Γιώργος Τελτζίδης, script supervisor στην ταινία σημειώνει: «Κάτι τέτοιο νομίζω πως δεν είχε ξαναγίνει, τουλάχιστον από τη δικιά μου εμπειρία. Συνεργαστήκαμε όλοι άψογα σαν μια παρέα και εργαστήκαμε για μια ταινία στην οποία πιστέψαμε και την αγαπήσαμε όλοι σαν δικιά μας. Δεν πληρώθηκε κανείς για τη δουλειά που έκανε αλλά αργότερα, όταν ο Έκτορας έλαβε κάποια χρήματα μας έδωσε ένα ποσό». Αλλά φυσικά δεν μπορούν και δεν πρέπει να γυρίζονται ταινίες έτσι, όσο ρομαντικό κι αν ακούγεται το εγχείρημα.

Zήτω το crowd funding

Αλλά τι άλλες επιλογές αναζήτησης χρηματοδότησης έχει ο δημιουργός μια ταινίας πέρα από την προσωπική χρεωκοπία, την πίστη και το πάθος των φίλων και όσων πιστέψουν σ΄αυτόν και στην ταινία και φυσικά τους δρόμους μέσω του Ε.Κ.Κ.; Και εδώ ερχόμαστε σε ένα θεσμό που ξεκίνησε το 2008 με sites όπως το Indiegogo και το Kickstarter  που άλλαξαν για πάντα τον τρόπο που ένας δημιουργός μπορούσε να προσεγγίσει το κοινό του. Και για να συγκεντρώσει χρήματα για το project του αλλά συγχρόνως να δημιουργήσει και ένα διαδικτυακό hype γύρω από την ταινία του που κατ΄επέκταση θα λειτουργήσει και σαν δωρεάν πρώιμη διαφήμιση. Και μη νομίζετε ότι μόνο οι «μικροί» και άγνωστοι χρησιμοποιούν αυτές τις πλατφόρμες για να καταστήσουν δυνατή την παραγωγή της ταινίας τους. Μόνο πέρσι ο Τσάρλι Κάουφμαν του «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» χρηματοδότησε το πρώτο animation φιλμ, την «Anomalisa», μέσω Kickstarter, ενώ ο Ντέιβιντ Φίντσερ συγκέντρωσε το ποσό των 400.000 δολαρίων μόνο για το script της νέας του ταινίας.

Στην Ελλάδα η ιδέα ξεκίνησε από την ομάδα του groopio.com, του πρώτου ελληνικού site crowdfunding, αλλά οι έλληνες ενδιαφερόμενοι δείχνουν τελικά να προτιμούν να δημοσιεύουν το αίτημα τους με πληροφορίες για το project τους κυρίως στα διεθνή Indiegogo και Kickstarter.

Σε ένα παγκόσμιο κινηματογραφικό σκηνικό, όπου το crowdfunding αποτελεί το νέο τρόπο να κάνεις σινεμά (είτε είσαι ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης ή ο Σπάικ Λι), το ελληνικό σινεμά μοιάζει σιγά σιγά να αντιλαμβάνεται τις δυνατότητες ενός μέσου χρηματοδότησης που όχι μόνο μπορεί να αντικαταστήσει την απουσία κρατικών χρημάτων λόγω της κρίσης, αλλά να κάνει και την παραγωγή μιας ταινίας ένα interactive παιχνίδι με το κοινό πολύ πριν την ολοκλήρωσή της.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, τόσο στις ταινίες μικρού μήκους (όπως το Carnivore που ζητά αυτόν τον καιρό τη βοήθεια του κόσμου) όσο και στις μεγάλου μήκους με χαρακτηριστικότερο και πιο επιτυχημένο παράδειγμα αυτό του «A» του Στάθη Αθανασίου.

Τρία χρόνια μετά το «Dos», ο Στάθης Αθανασίου ολοκληρώνει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Α», την πρώτη ελληνική ταινία μεγάλου μήκους που χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου μέσω crowdfunding και αφηγείται μια μοντέρνα εκδοχή της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή. Η ταινία έχει σκοπό  να καινοτομήσει και στον τρόπο διανομής της, ξεκινώντας από την παρουσίασή της σε αρχαία θέατρα, από το καλοκαίρι του 2014, σε απρόβλεπτους χώρους και τελικά στο διαδίκτυο, ελεύθερο για όλους. Η επιτυχία του Στάθη Αθανασίου να συγκεντρώσει τα χρήματα που ζητούσε δεν ήταν σίγουρα από τις συνηθισμένες. Αναλαμβάνοντας προσωπικά ολόκληρη τη διαδικασία της «υποβολής» της ταινίας του στο Indigogo κατάφερε, σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από αυτό που είχε ορίσει, να συγκεντρώσει τα 60.000 ευρώ που ζητούσε για την παραγωγή της ταινίας του. Σ΄αυτό βέβαια βοήθησε και το ότι η συγκεκριμένη δεν ήταν η πρώτη ταινία του, ενώ η προηγούμενή του είχε αποσπάσει δύο βραβεία – Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Βραβείο Κοινού – στο New York International Independent Film Festival, αλλά και το σενάριο που βασίστηκε σε ένα μύθο παγκόσμια γνωστό από την Αρχαία ελληνική δραματουργία.  371 άνθρωποι, πάντως,  πείστηκαν για την αξία της ταινίας του και δέχτηκαν να συνεισφέρουν. Κανείς δεν είπε, βέβαια, ότι η διαδικασία και η επιτυχία της είναι εύκολη. Η αναζήτηση χρηματοδότησης μέσω ίντερνετ μπορεί να υπόσχεται πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία αλλά μην ξεχνάμε ότι θα χρειαστεί να πείσθούν πολύ περισσότεροι άνθρωποι από ότι απαιτούσε ο παραδοσιακός τρόπος αναζήτησης μιας εταιρίας παραγωγής.

Υπάρχει και η FALIROHOUSE

Αλλά ας μιλήσουμε λίγο για τις ιδιωτικές εταιρίες παραγωγής. Αν εξαιρέσεις την ODEON και  την Village που προσανατολίζονται σε ένα ειδικό τμήμα του ελληνικού σινεμά που αφορά σε κωμωδίες και αναγνωρίσιμα (μέσω τηλεόρασης συνήθως) ονόματα, η ιδιωτική χρηματοδότηση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει τη σφραγίδα μιας καινούριας εταιρίας που ακούει στο όνομα Falirohouse.  Και αν δεν έχετε ακούσει ακόμα γι΄αυτήν να σας πούμε πως υπάρχουν σκηνοθέτες, και μάλιστα της κλάσης του Τζιμ Τζάρμους (“Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί”) και του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (“Πριν τα μεσάνυχτα”), που συνεργάζονται μια χαρά μαζί της (φέτος στις Κάνες δεν υπάρχει ούτε μια ελληνική ταινία αλλά υπήρχε ένας Ελληνας παραγωγός που συνόδευε τη νέα  ταινία του Τζάρμους). Επικεφαλής, ιδρυτής και ψυχή της εταιρείας είναι ο 40χρονος Χρήστος Κωνσταντακόπουλος,  ένας από τους τρεις γιους του εφοπλιστή και επιχειρηματία Βασίλη Κωνσταντακόπουλου. Η εταιρεία που δημιουργήθηκε το 2008, έχει στηρίξει πολλές ελληνικές ταινίες όπως οι «Άλπεις» του Λάνθιμου και το «Attenberg» της Τσαγγάρη και μάλιστα σε εποχή βαθιάς κρίσης. Τον έχουν χαρακτηρίσει «ευεργέτη του ελληνικού σινεμά» αλλά και”νέο Φίνο”.

O Χρήστος Κωνσταντακόπουλος σπούδασε Ναυτιλιακά στο Λονδίνο και παρακολούθησε σεμινάρια πάνω στον κινηματογράφο, ως φανατικός σινεφίλ. Η μακρόχρονη γνωριμία του με τον συντοπίτη του, Μεσσήνιο στην καταγωγή, Νίκο Καλογερόπουλο τον έφερε στα κινηματογραφικά δρώμενα αναλαμβάνοντας παραγωγός της ταινίας του «Οι Ιππείς της Πύλου». Αυτή ήταν και η πρώτη παραγωγή της Faliro House Productions.

Αναζητώντας το καινούριο και το πρωτοποριακό στήριξε τη νέα γενιά των ελλήνων σκηνοθετών με τελευταία παραγωγή του τη νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, “Μικρό ψάρι”, που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό τμήμα του φετινού φεστιβάλ Βερολίνου. Συγχρόνως έχει μπει στην παραγωγή κι άλλων ξένων ταινιών με πιο πρόσφατη την παραγωγή της νέας ταινία του Τέρενς Μάλικ, «Knight of Cups», με τη Νάταλι Πόρτμαν, τον Κρίστιαν Μπέιλ και τον Ράιαν Γκόσλινγκ.

Σαν επισφράγισμα της αναγνωρισμένης πορείας της εταιρείας του μια διεθνής συμφωνία ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια του 64ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, καθώς η Faliro House υπέγραψε διετές συμβόλαιο συνεργασίας με την FilmNation Entertainment, υπεύθυνη για ταινίες όπως το «Όλα Χάθηκαν» και το «Nebraska».

Οι δύο εταιρείες με τον σινεφίλ προσανατολισμό θα χρηματοδοτήσουν μαζί τέσσερα με οκτώ πρότζεκτ το χρόνο, σύμφωνα με κοινή ανακοίνωσή τους στο Βερολίνο. Στα προσεχή σχέδια της Faliro House είναι και η παραγωγή του «Chevalier», της νέας ταινίας της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, το «Pity» του Μπάμπη Μακρίδη, και το «The Lobster» του Γιώργου Λάνθιμου, που κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διεθνές καστ με ονόματα όπως αυτα τυ Κόλιν Φάρελ κια της Ρέιτσελ Βάις.

Και μετά τα γυρίσματα τι;

Και πάμε τώρα στην μεγάλη ανάγκη της εξωστρέφειας του ελληνικού σινεμά που έμεινε για καιρό αποκλεισμένο εντός των συνόρων, με θέματα που ενίοτε δεν αφορούσαν κανένα εκτός από την εσωτερική κατανάλωση. Μήπως όμως δεν έφταιγε μόνο αυτό για την ανύπαρκτη σχεδόν εξαγωγιμότητα του ελληνικού κινηματογραφικού προϊόντος;  Τα τελευταία χρόνια έδειξαν ότι ο δημιουργός που αποφάσιζε να ταξιδέψει την ταινία του στα φεστιβάλ του κόσμου τα κατάφερνε και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά δεν είναι κι αυτό άλλη μια δουλειά που πρέπει να βαραίνει  αυτόν το άμοιρο άνθρωπο-ορχήστρα του ελληνικού κινηματογραφικού κατεστημένου. Και σκηνοθέτης και σεναριογράφος και παραγωγός και κυνηγός των ξένων αγορών; Πολύ πάει. Βλέπετε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στην προώθηση του ελληνικού σινεμά είναι ότι ξεχνάμε ότι το να κάνεις καλές ταινίες δεν αρκεί. Κάτι που έχουν καταλάβει καλά χώρες σαν την Γαλλία. Πίσω από την επιτυχία και την παγκόσμια διασπορά του Γαλλικού σινεμά, βρίσκεται μια συνεχής, συντονισμένη και στοχευμένη δουλειά, το μεγαλύτερο κομμάτι της οποίας γίνεται από τη Unifrance που λειτουργεί από το 1948. Ο οργανισμός αυτός  λειτουργεί κάτω από την ομπρέλα του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου και έχει ένα ετήσιο μπάτζετ εννιά εκατομμυρίων ευρώ. Σ΄αυτόν τον καλοκουρδισμένο μηχανισμό οφείλει αυτή τη στιγμή η Γαλλία τη θέση της ως δεύτερη χώρα σε εξαγωγή κινηματογραφικών προϊόντων μετά τις Η.Π.Α., με τα δύο τρίτα της ετήσιας παραγωγής της να βρίσκουν διανομή έξω απ΄τα σύνορα της χώρας, 65 εκατομμύρια θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο και εισπράξεις 350 εκατομμυρίων ευρώ εκτός της χώρας.

Δεν μπορούμε βέβαια να συναγωνιστούμε τα νούμερα της γαλλικής κινηματογραφικής παραγωγής αλλά τουλάχιστον μπορεί να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στο ελληνικό κινηματογραφικό προϊόν και να υποστηριχθεί με ένα συνεπή μηχανισμό και υλικά αλλά και σε επίπεδο προώθησης. Κι αυτό είναι δουλειά του Υπουργείου Πολιτισμού που δείχνει να έχει νίψει τας χείρας του στο θέμα ελληνικό σινεμά αλλά δεν διστάζει να καμαρώνει με βραβεία ταινιών τις οποίες δεν στήριξε όταν έπρεπε.

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα