Life

Παντελής Βούλγαρης: Είναι ωραίο αυτό το ταξίδι

Ο σημαντικότερος εν ζωή Έλληνας σκηνοθέτης μιλά στην parallaxi για το Τελευταίο σημείωμα και για το σινεμά, το ταξίδι της ζωής του.

Γιώργος Τούλας
παντελής-βούλγαρης-είναι-ωραίο-αυτό-τ-243475
Γιώργος Τούλας

Καθώς τα φώτα του Ολύμπιον άναβαν, λίγες μέρες πριν και οι τίτλοι τέλους με τα ονόματα των 200 άγνωστων ηρώων που εκτελέστηκαν την πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή από τους Ναζί περνούσαν από μπροστά μας σαν μικρά αστέρια σε ένα σκοτεινό ουρανό, τον ουρανό της Κατοχής, ο γλυκός άνθρωπος που ακούει στο όνομα Παντελής Βούλγαρης ευχαριστούσε το κοινό με ένα νεύμα του κεφαλιού του για το διαρκές και παρατεταμένο χειροκρότημα. Έχουν περάσει ακριβώς 52 χρόνια από τη στιγμή που ο Κλέφτης του, εδώ στην ίδια ακριβώς αίθουσα κέρδιζε τον πρώτο για κείνον χειροκρότημα.

Αυτό που μόλις είχαμε δει στη σκηνή ήταν γοητευτικό σινεμά. Ήταν Σινεμά που συνόψιζε τους λόγους που αγαπάμε τον Βούλγαρη, τις σιωπές, τα νεύματα, τη σκοτεινιά και το φως στα πρόσωπα, τις μικρές ιστορίες που συνθέτουν τη μεγάλη Ιστορία αυτού του τόπου. Το θρίαμβο των ανθρώπων. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι υπόλοιποι 199 αριστεροί κρατούμενοι γίνονται σύμβολο της πίστης ενός ολόκληρου λαού για ζωή και ελευθερία.

Το ”τελευταίο σημείωμα” είναι μια σπουδαία ταινία πάνω στις τελευταίες μέρες 200 ανθρώπων, που δεν πρόδωσαν τα πιστεύω τους, που υπερασπίστηκαν την αξιοπρέπεια τους, που έζησαν τη ζωή τους περήφανα και γιορτινά μέχρι την τελευταία στιγμή.

Εικόνα: Βασίλης Βερβερίδης

-Τι σε ώθησε να κάνεις άλλη μια ταινία για μια δύσκολη εποχή;

-Η ανάγκη να μιλήσω για το πρόσφατο πολιτικό, ιστορικό παρελθόν, για ανθρώπους με αυτοθυσία, αξιοπρέπεια για συναισθήματα. Μετά τη Μικρά Αγγλία ήθελα να επιστρέψω σε μια εποχή που νομίζω ότι δεν μίλησα πολύ για αυτήν, την Κατοχή. Από το Happy Day, τα Πέτρινα Χρόνια, το Ψυχή Βαθειά ασχολούμαι με τον εμφύλιο, τη δικτατορία, τις εξορίες αλλά όχι με τη ζωή στην Κατοχή. Με ενδιέφερε πολύ η ιστορία αυτών των 200. Η ιστορία που έγραψαν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην Κατοχή. Έχω μια αίσθηση ότι καταχωνιάσαμε τέτοιες ιστορίες κάτω από καναπέδες. Έτσι κάπως ξεκίνησε η περιπέτεια της ταινίας ελπίζοντας να ξυπνήσει μνήμες, να μας κάνει να σκεφτούμε. Εννοείται πως είναι απλά μια ταινία, από μια ταινία δεν ξεκινά μια επανάσταση…(γελάει).

-Πως πιστεύεις ότι μπορεί να δεχτεί το σημερινό νεανικό κοινό μια ταινία για μια εποχή που δεν έχει στα αυτιά του ούτε ως άκουσμα, όχι ως ανάμνηση; 

-Πριν δυο χρόνια έκανα μαθήματα σε μαθητές ενός κολεγίου. Στο πρώτο μάθημα ρώτησα τα παιδιά τι ταινίες θέλετε να κάνετε. Άρχισαν να μου λένε με δράκους κλπ. Τα παιδιά με ρώτησαν εσείς τι θέλετε να κάνετε; Τους αφηγήθηκα την ιστορία του Ανδρέα Λικουρίνου. Του 13χρονου που εκτελέστηκε στην Καισαριανή και επειδή ήταν παιδί και δεν είχε ψηλώσει ακόμα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών να είναι στο ίδιο ύψος με τους συγκρατούμενους του. Είναι το παιδί που στην ταινία είναι φυλακισμένο γιατί με μια φίλη του πήραν ένα ψεύτικο περίστροφο και αφόπλιζαν στην Καλλιθέα Γερμανούς στρατιώτες. Οι πιτσιρικάδες μαρμάρωσαν όταν τους το αφηγήθηκα. Άκουσα ότι στο Λύκειο έβαλαν στα βιβλία της Ιστορίας την ιστορία των 200 της Καισαριανής. Αυτό με γέμισε χαρά. H επόμενη ένδειξη ήρθε στην πρεμιέρα της Θεσσαλονίκης. Το είδα στα νέα παιδιά που με πιάσανε μετά και ρωτούσαν για τους ήρωες.

-Βλέποντας την ταινία εντυπωσιάζεται κανείς, εκτός των άλλων, με το μέγεθος της παραγωγής. Πως τόλμησες σε τέτοιους καιρούς κάτι τόσο φιλόδοξο; 

-Η αλήθεια είναι πως ξεκινώντας με έπιασε μια μιζέρια. Όπως φαντάζεσαι στα 57 χρόνια που κάνω σινεμά συνάντησα όλους όσους διατέλεσαν υπουργοί πολιτισμού. Όλοι υπόσχονταν αλλά κανείς δεν υλοποίησε αυτό το τόσο σημαντικό πράγμα που λέγεται film commission. Ψάξαμε στην αρχή εδώ για κοστούμια Γερμανών στρατιωτών. Βρήκαμε μερικά άθλια. Αν πας στη Σόφια, που δεν υπήρχε τίποτε πριν λίγα χρόνια, σήμερα θα βρεις 1.800.000 κοστούμια, αυτοκίνητα, αντικείμενα. Οι αμερικάνικες παραγωγές γίνονται η μία μετά την άλλη εκεί. Όταν ψάχναμε για τη φυλακή Ιτσεδίν στα Χανιά, σε ποιον ανήκει, δεν βγάζαμε άκρη. Είναι ένα υπέροχο κτίριο που έχει χρησιμοποιήσει ο Αγγελόπουλος, στις Μέρες του ΄36 και εγώ στη σκηνή του γάμου στα Πέτρινα Χρόνια. Έκτοτε παραμένει κλειστό. Το ΚΑΣ μας ζήτησε 2000 ευρώ ενοίκιο την ημέρα. Μπήκαμε μέσα ήταν γεμάτο ακαθαρσίες, εγκατάλειψη, περιστέρια. Το φροντίσαμε, ζητήσαμε μια καλύτερη τιμή και ξεκινήσαμε. Όταν έπρεπε να κάνουμε τα γυρίσματα στον αρχαιολογικό χώρο οι ώρες λειτουργίας ήταν πολύ περίεργες, οι πιο πολλοί ήταν απρόσιτοι. Με τα κοστούμια βρήκαμε τελικά λύση στη Γερμανία. Βρήκαμε τα πάντα. Ήρθαν μέσα σε κούτες, τακτοποιημένα, έτοιμα. Το ίδιο και τα όπλα. Ναι, είναι πολύ δύσκολο να προσπαθείς να κάνεις μια τέτοια ταινία εδώ.

-Μια άλλη γοητευτική παράμετρος της ταινίας είναι ότι βοήθησε όλη η οικογένεια Βούλγαρη!

-Η αλήθεια είναι πως τους είχα ανάγκη. Με την Ιωάννα είμαστε μαζί 40 χρόνια. Εκείνη γράφει μόνη της την ιστορία έτσι και αλλιώς. Η Κωνσταντίνα ήταν ιδανική να μου βρει πρόσωπα. Ήξερε τόσα πολλά νέα πρόσωπα ηθοποιών, σε ποιες ταινίες είχαν παίξει τα πάντα. Ο Τάσος Δήμας ας πούμε, ηθοποιός τόσα πολλά χρόνια στο θέατρο του Τερζόπουλου, απίστευτα κινηματογραφική μορφή και δεν είχε κάνει ταινία. Ο Αλέξανδρος από την άλλη είναι κινητή βιβλιοθήκη. Θυμάται και ξέρει τα πάντα ότι ξεχνούσα εγώ μου το υπενθύμιζε. Και έγραψε αυτή τη μουσική που μου ταίριαξε τόσο πολύ!

-Αλλά ήσουν τυχερός και στους υπόλοιπους συνεργάτες…

-Ακριβώς. Ο Σίμος στη διεύθυνση φωτογραφίας, τον ανακάλυψα στη δεύτερη ταινία του Αλέξανδρου και τον είχαμε βοηθό στις Νύφες. Είναι έτοιμος σκηνοθέτης και ας μην το παραδέχεται. Υπάρχουν στιγμές που συμπλήρωνε εικόνες. Τον έβλεπα αθόρυβα να μετακινείται στο πλατό και να πιάνει πράγματα που εγώ δεν είχα δει. Είναι απίστευτος. Αλλά και ο ήχος και όλοι. Ξέρεις δεν υπάρχουν πια τεχνικοί. Με την κρίση διαλύθηκε το σινεμά μας. Η καλύτερη εποχή για μένα που δούλεψα ήταν επί Φίνου. Τα πάντα λειτουργούσαν ρολόι στα στούντιο του. Υπήρχαν όλες οι ειδικότητες. Τα μηχανήματα. Οι άνθρωποι. Οι ευκολίες. Κάθε Σάββατο πήγαινες και πληρωνόσουν. Η κατάσταση είχε μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα.

-Πάμε τώρα στην ουσία της ταινίας. Αν και είναι μια ταινία πολιτική δεν υπάρχει πουθενά το αίσθημα της κατήχησης, της επιβολής πολιτικών ιδεών. 

-Ξεκινώντας την προετοιμασία μελέτησα πολύ την Κατοχή που θεωρώ πως είναι μια αδικημένη περίοδος. Τα χρόνια 41-42 ας πούμε στην αντίσταση κατά των Γερμανών μπήκαν αστοί, επιχειρηματίες, οικογενειάρχες. Όχι μόνο κόσμος που άνηκε ιδεολογικά στο ΕΑΜ. Βρήκα στην έρευνα απίστευτα ονόματα στο Χαϊδάρι. Πέρασαν από κει καλλιτέχνες σαν τον Γιώργο Οικονομίδη, τον Αιμίλιο Βεάκη, το Νίκο Σκαλκώτα. Βιβλιογραφία οργανωμένη δεν υπάρχει. Έψαχνα σκόρπια. Ακόμα και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο βρήκα μπροστά μου, διάκονος τότε στην Αγία Ειρήνη στην Αιόλου να βοηθά αντιστασιακούς. Με βοήθησε πολύ το βιβλίο του Αντώνη Φλουτζή. Για την εκτέλεση αυτή καθ΄αυτή των 200 μαρτυρίες δεν έχουμε παρά μόνο αυτά που είπε ο Κόβατς, αυτός ο απάνθρωπος Ούγγρος που γύρισε πίσω αφού είχε ολοκληρώθηκε η δολοφονία τύφλα στο μεθύσι και κλαίγοντας είπε: Ήταν όλοι ήρωες. Όλα τα άλλα τα μαζέψαμε από δω και από κει. Με πολύ αγώνα και έρευνα και μυθοπλασία αναπαραστήσαμε αυτή τη στιγμή. Βασισμένη σε μικρές μαρτυρίες, σημειώματα, σκόρπια λόγια. Σαν τα λόγια του Ανδρέα Λυκουρίνου, ετών 13: «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε. Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα». Προσπάθησα να καταλάβω την Ναπολέοντα Σουκατζίδη και τους άλλους 199, την επιμονή της αξιοπρέπειας και της πίστης τους έναντι της βαρβαρότητας. Η αυτοθυσία, η ελπίδα, η ζωή.

-Η ταινία κορυφώνεται με μια σκηνή που νομίζω θα μείνει για πάντα ως μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Το νυχτερινό χορό στη φυλακή πριν το χάραμα της εκτέλεσης. Είναι κυριολεκτικά ο θρίαμβος της ζωής μπρος στο σκοτάδι του θανάτου.

-Η κινητήριος δύναμη για αυτή τη σκηνή στάθηκαν φυσικά οι Κρητικοί όπως φαντάζεσαι. Οι άνθρωποι με τους οποίους γίναμε παρέα, μετά από τόσο καιρό, οικογένεια. Το γύρισμα της σκηνής κράτησε τρεις νύχτες. Και έγινε στο σκοτάδι. Ξεκινούσαν τα γυρίσματα απόγευμα και τέλειωναν όταν ξημέρωνε. Από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 4 το πρωί χορεύαμε. Και ήταν η Κρήτη, ο Πόντος και η Ρούμελη που έδωσαν εδώ το στίγμα τους. Ήταν μια απίστευτη εμπειρία. Για όλους μας.

-Έκανες ένα μεγάλο κύκλο απέναντι στην Ιστορία αυτού του τόπου, μια τριλογία που πάει ανάποδα προς τα πίσω από την δικτατορία, στον εμφύλιο και την Κατοχή. Ξεκινώντας από τα Πέτρινα Χρόνια, την Ψυχή και τώρα το Στοίχημα. Θεωρείς ότι έκλεισες τα πάρε δώσε με την Ιστορία; 

-Η αλήθεια είναι πως μετά από μια τέτοια ταινία δεν θέλω να ξανακάνω κάτι παρόμοιο. Θέλω να κάνω κάτι σύγχρονο και σημερινό. Μια ιστορία που να διαδραματίζεται στο σήμερα. Από την άλλη δεν ξέρω και αν προλαβαίνω πια. Όπως ξέρεις είμαι 77 χρόνων…

-Είσαι όμως ένας απίστευτα ζωντανός και εμπνευσμένος άνθρωπος. Και αυτή είναι η πραγματική σου ηλικία, η δημιουργία.

-Η αλήθεια είναι πως πήρα απίστευτο κουράγιο στην πρεμιέρα της Θεσσαλονίκης. Είναι σαν να δώσαμε εξετάσεις εκεί πάνω σε σας. Ξέρεις το Φεστιβάλ, είναι εκεί που χτύπησε η καρδιά μας για πρώτη φορά. Στις αίθουσες τους. Όταν ήρθα για πρώτη φορά με τον Κλέφτη δεν ήξερα κανέναν απολύτως. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Εκεί συνάντησα τον Αγγελόπουλο, τον Παναγιωτόπουλο, τον Σφήκα, το Θέο, τη Μαρκετάκη, τον Τσιώλη, το Βρετάκο, τόσους και τόσους. Εκεί βρήκα τη γενιά μου, εκεί μας βρήκε η δικτατορία, η μεταπολίτευση. Εκεί ενηλικιωθήκαμε. Νοιώθω πως γίναμε γενιά, πως δημιουργήσαμε ένα ολόκληρο κόσμο στο σινεμά. Μακάρι κάποτε το Φεστιβάλ να κάνει μια ρετροσπεκτίβα στη γέννηση του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Είναι πολύ ωραίο αυτό το ταξίδι…

«Το Τελευταίο Σημείωμα» βγαίνει στις αίθουσες στις 26 Οκτωβρίου 2017, από την Tanweer, σε παραγωγή του Γιάννη Ιακωβίδη και της Black Orange, συμπαραγωγή των COSMOTE TV και Μικρά Αγγλία Α.Ε. και με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης, Σενάριο: Ιωάννα Καρυστιάνη, Παντελής Βούλγαρης, Πρωταγωνιστούν: Ανδρέας Κωνσταντίνου – Ναπολέων Σουκατζίδης, Αντρέ Χένικε – Καρλ Φίσερ, Μελία Κράιλινγκ – Χαρά Λιουδάκη, Τάσος Δήμας – Κώστας Αινείας Τσαμάτης – Χρήστος, Βασίλης Κουκαλάνι – Σαράντος, Λουκάς Κυριαζής – Κόβατς, Λευτέρης Λαμπράκης – , Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σίμος Σαρκετζής, Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος, Σκηνικά: Σπύρος Λάσκαρης, Κοστούμια: Γιούλα Ζωϊοπούλου, Ήχος: Στέφανος Ευθυμίου, Sound Design: Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος, Άρης Λουζιώτης, Μουσική: The Boy, Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου, Casting: Κωνσταντίνα Βούλγαρη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα