Εκθέσεις

Στις σκηνές της Θεσσαλονίκης: εν συντομία

Ο Σάββας Πατσαλίδης επισκέφτηκε τρεις σκηνές της πόλης και καταθέτει.

Σάββας Πατσαλίδης
στις-σκηνές-της-θεσσαλονίκης-εν-συντο-189392
Σάββας Πατσαλίδης

Πάρα πολλά πράγματα έπεσαν μαζί τον τελευταίο καιρό, με αποτέλεσμα παραστάσεις που είχα σκοπό να σχολιάσω παρέμειναν για αρκετό καιρό αδρανείς στον υπολογιστή μου. Έστω και με κάποια καθυστέρηση μεταφέρω ορισμένες από αυτές.

Στο θέατρο Αμαλία

λολα μπλαου

Πρώτη στάση στο Θέατρο «Αμαλία», όπου είδα την Κατερίνα Γιαμαλή να υποδύεται τη Λόλα Μπλάου, την ηρωίδα στο ομότιτλο έργο του Αυστριακού καμπαρεδίστα Γκέοργκ Κράισλερ, που έγραψε το 1971 θέλοντας να σατιρίσει την κατάσταση στην ιδιαίτερη πατρίδα του λίγο πριν από την προσάρτησή της στο Τρίτο Ράιχ το 1938.

Η Λόλα, μια φιλόδοξη νέα εβραϊκής καταγωγής, θέλει να γίνει μεγάλη σταρ, μόνο που ο δρόμος προς την κορυφή είναι γεμάτος εμπόδια. Όπως μετακινείται από χώρα σε χώρα κατατρεγμένη, βιώνει στο πετσί της τον αντισημιτισμό, τη σεξουαλική σεμνοτυφία, και το ρατσισμό, για να καταλήξει και πάλι κάποια χρόνια αργότερα, μέσω Αμερικής αυτή τη φορά, πίσω στην ιδιαίτερή της πατρίδα που διόλου δεν δείχνει να έχει αλλάξει νοοτροπία. Ο αντισημιτισμός καλά κρατεί, όπως και η υποκρισία και η γραφειοκρατία.

Η Γιαμαλή επέλεξε έναν πολύ δύσκολο δρόμο για τη σόλο εμφάνισή της, ένα δρόμο που απαιτεί, εκτός από πολύ καλή φωνή και υποκριτικό ταλέντο, και άνεση/κίνηση χορευτή, προσόντα που σαφώς διαθέτει. Απλά στη συγκεκριμένη παράσταση που είδα τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Ίσως έφταιγε το τρακ της πρεμιέρας. Επικοινωνιακά πάντως υπήρχε πρόβλημα. Ο κόσμος κατάλαβα ότι είχε ανάγκη να νιώσει μέρος της ιστορίας, να ενταχθεί κάπως σ’ αυτή. Όμως, ο τρόπος που η σκηνοθεσία του Μικαέλ Σιμπέλ επέλεξε να ζωντανέψει αυτή την ιστορία δεν τον βοηθούσε.

λολα

Δεν είμαι σκηνοθέτης να προτείνω λύσεις. Ως απλός θεατής θεωρώ πως θα λειτουργούσε ευεργετικά εάν απλωνόταν χρονικά (και χωρικά) περισσότερο ο ιστός της αφήγησης, εάν ανέπνεε περισσότερο το δραματικό κομμάτι της περφόρμανς, ένα κομμάτι που η Γιαμαλή θα μπορούσε να διαχειριστεί με μεγάλη άνεση. Δεν κατάλαβα γιατί ο σκηνοθέτης οδήγησε την ηθοποιό του σε μια σκηνική εμφάνιση τόσο «γεωμετρημένη». Μια εμφάνιση από παντού ελεγχόμενη. Για καμπαρέ μιλάμε. Των 30s. Από κει που ξεπήδησαν ο Μπρεχτ και όλη η αβανγκάρντ του Μεσοπολέμου. Χώρος δοκιμών, δοκιμασιών και επικίνδυνων ιδεολογικών και αισθητικών ακροβασιών. Σε ένα τέτοιο θέαμα δεν ταιριάζουν οι κορσέδες και ο καθωσπρεπισμός. Εδώ χρειάζεται μια πιο χαλαρή σκηνική παρουσία, μπρίο, πονηρό κλείσιμο του ματιού στον θεατή, πιο παιγνιώδεις σχέσεις μαζί του, συνεχές μπες-βγες στην ιστορία, στο τραγούδι, στις καταστάσεις. Αυτονόητα πράγματα. Μοναδική στιγμή που ανέβηκε η θερμοκρασία και έδεσαν κάπως οι σχέσεις με την πλατεία ήταν στο τελευταίο τραγούδι (στο πιάνο ο Αναστάσης Σπηλιωτόπουλος). Εκεί ήταν η Κατερίνα Γιαμαλή που γνωρίζουμε. Άνετη, ζεστή, άμεση. Ήταν, όμως, πολύ αργά να αλλάξουν οι εντυπώσεις.

Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίμα να πάει χαμένη αυτή η προσπάθεια. Έχει αρετές και περιθώρια βελτίωσης που πρέπει να αρχίσουν με γνώμονα πάντα τη βελτίωση των σχέσεων με την πλατεία.

Στο Θέατρο Αυλαία

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Επόμενη στάση στο θέατρο «Αυλαία», όπου παίχτηκε το έργο της νεαρής Σουηδής Άννας Μαρίας Νάιγκρεν, «Θα πεθάνω αν πεθάνεις», μεταφρασμένο σε καλά ελληνικά από τον Βασίλη Παπαγεωργίου και σκηνοθετημένο σε παγκόσμια πρώτη από την Έλενα Πέγκα.

Πρόκειται για ένα άλμπουμ με εικόνες αποξένωσης, θραύσματα του βίου και της πολιτείας τεσσάρων νέων που ζουν οριακά στους χώρους πίσω από ένα αδιευκρίνιστο δημόσιο κτίριο. Ζουν ένα καθημερινό συμβολικό και δυνάμει κυριολεκτικό θάνατο. Φλερτάρουν με τη βία, την παραβατικότητα, τα ναρκωτικά. Είναι πλάσματα που θέλουν ν’ αγαπήσουν και να επικοινωνήσουν αλλά δε ξέρουν πώς. Έγκλειστα στο καβούκι τους αποδέχονται την ήττα τους, σε μια κοινωνία που και αυτή έχει αποδεχτεί τη δική της ήττα, δηλαδή την αποτυχία της να τα εντάξει.

Αυτά πολύ χοντρικά σε επίπεδο στόρι και προθέσεων, δοσμένα σύμφωνα με τη λογική της μεταμοντέρνας αισθητικής με τα πολλά επίπεδα δράσης, τις ημιτελείς πράξεις, τις αιωρούμενες φράσεις, το στιλ: anything goes. Η νεαρή συγγραφέας δεν κομίζει γλαύκες ούτε ανατέμνει πάθη. Και ομολογώ πως δεν με χαλάει αυτό. Εκείνο που με χαλάει κάπως είναι όταν η αδυναμία συγκρότησης όλων αυτών σ’ ένα όλον παρουσιάζεται ως συγγραφική άποψη. Και νομίζω πως εδώ παγιδεύτηκε και η σκηνοθεσία της Έλενας Πέγκα, που ενώ γνωρίζει τον χώρο αυτό (εννοώ της μεταμοντέρνας ποιητικής) άφησε, περισσότερο από ό,τι έπρεπε, νομίζω, την ιστορία να της υποδείξει δρομολόγια, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί στα ίδια τα δομικά και ιδεολογικά προβλήματα του πρωτογενούς υλικού της. Έμεινε στην επιφάνεια, χωρίς αποδεικτικές λύσεις που να δένουν αβίαστα τα διάφορα επίπεδα, να πυκνώνουν δράσεις και αντιδράσεις ώστε στο τέλος να προβιβάζονται όλα κυρωνόμενα από απλό θραύσμα σε συμπαγές θεατρικό θέαμα. Οι πράξεις περαιώνονταν πριν καν αρχίσουν, πριν στρογγυλέψουν. Μόνο που αυτό δεν είναι η έννοια του θραύσματος. Γιατί ένα θραύσμα ιδωμένο δίπλα από κάποιο άλλο θραύσμα είθισται να δημιουργεί ένα όλον διαφορετικότητας και αποξένωσης μεν, πλην όμως όλον. Άλλωστε, κάπως έτσι επιτυγχάνεται η ανάβαση του όλου και η τελική αναφορά σε κάποιο κοίτασμα.

Θα πεθάνω αν πεθάνεις

Με δυο λόγια: Η επιλογή της σκηνοθεσίας να καταφύγει σε μια ψυχρή, σχεδόν «μεταλλική» ανάγνωση αυτού του άγριου, αχνιστά σημερινού σύμπαντος ψυχών και σωμάτων, μπορεί να μην ήταν κακή, απλά αισθάνθηκα πως απουσίαζε από αυτή η ανατομική ματιά, ο τομογράφος που θα άφηνε να χυθούν τα όποια δηλητήρια έκρυβε το σώμα των νέων αυτών.

Οι τέσσερις ηθοποιοί (Βουβάκης, Καρύδα, Μισιχρόνη, Ταβουλάρη) που κλήθηκαν να στηρίξουν την ανάγνωση της, προσπάθησαν αλλά δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν τα παθήματα και τα πάθη τους. Δεν έφτασαν στον θεατή. Τα περισσότερα τα κατέθεσαν και τα κατανάλωσαν στα όρια του σκηνικού τους χώρου.

Χωρίς να μπορώ να πω ακριβώς τι θα ενίσχυε το επικοινωνιακό παιχνίδι, η αίσθησή μου είναι πως ένα παίξιμο ακόμη πιο ευθύ, πιο ωμό, χωρίς περιστροφές και μεταφορικές περικοκλάδες ίσως βοηθούσε ώστε να ανέβει λίγο η θερμοκρασία.

Στο Θέατρο ‘Τ’

burnbabyburn1

Τρίτη στάση στο θέατρο «Τ», που φέτος τρέχει φουλαριστό και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία το ευρύτερο θεατρικό τοπίο της πόλης (εννοώ το τοπίο εκτός ΚΘΒΕ) έχει άμεση ανάγκη από τέτοιου τύπου μικρές θεατρικές κυψέλες δημιουργίας και δοκιμασίας, χώρους ικανούς να κρατήσουν τους νέους στην πόλη ή να φέρουν άλλους νέους στην πόλη. Η Γλυκερία Καλαϊτζή που το διαχειρίζεται με πείσμα και γενναιότητα, επιμένει. Και κερδίζει εντυπώσεις.

Χαίρομαι, λοιπόν, γι’ αυτό που γίνεται στο θέατρο «Τ», όπως χαίρομαι κι όταν βλέπω νεανικές ομάδες να επιμένουν, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα της δουλειάς τους δεν είναι της αρεσκείας μου. Άλλωστε, δεν έχει και τόση σημασία το προσωπικό γούστο του καθενός. Σημασία πολλές φορές έχει το γεγονός ότι υπάρχουν νέα παιδιά που ελπίζουν, που έχουν το κουράγιο και συνεχίζουν. Τώρα, το κατά πόσο η ελπίδα θα δικαιωθεί στο τέλος ή όχι μόνο στο τέντωμα του χρόνου θα φανεί. Ως τότε παραμένουμε στα πεπραγμένα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ομάδα «Προσεχώς Subway», που μας γνώρισε πρόσφατα το Burn Baby Burn ένα έργο από μια νέα συγγραφέα, την Carine Lacroix, γαλλικής καταγωγής, με θέμα τη μοναξιά των νέων και τη βία.

Τόπος δράσης: αδιευκρίνιστος, απειλητικός. Κάπου. Στο πουθενά. Κάποτε. Εκεί ακριβώς βρίσκεται ένα παλιό βενζινάδικο, που με τον τρόπο του θα μπορούσε να πει κανείς ότι αντικαθιστά το γυμνό δέντρο στο μπεκετικό έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Είναι ο χώρος συνάντησης δύο νέων κοριτσιών, σκληρών αλλά συνάμα και χαμένων στον κόσμο τους, κάτι σαν πιο σύγχρονες, μεταμοντέρνες περσόνες των μοντερνιστών Βλάντιμηρ και Έστραγκον. Στη δεύτερη πράξη εμφανίζεται από το πουθενά κι ένας διανομέας πίτσας ο οποίος, όπως ο Λάκυ στο «Γκοντό», ανατρέπει τις ισορροπίες πυρπολεί νέα πάθη και αντιπαλότητες.

burnbabyburn

Έχω σχολιάσει κι άλλες φορές την ομάδα «Προσεχώς Subway» και είπα ότι διαθέτει καλά στοιχεία. Όπως διαθέτει ενθουσιασμό και αγωνία για το καινούργιο. Είναι μια ομάδα που δείχνει ότι θέλει να συνεχίσει τον αγώνα. Θέλει να επιβιώσει σε αυτήν την πόλη. Και μακάρι. Απλά θεωρώ πως δεν βρήκε ακόμη τον τρόπο να κάνει τη διαφορά. Ή, να υποθέσω, δεν βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο. Τα έργα που επιλέγει δεν φταίνε. Έχουν κάποιο ενδιαφέρον (ενίοτε αρκετό —όπως το έργο του Παραβιντίνο), όμως οι σκηνοθεσίες τους δεν ξεπερνούν το φράγμα του «φιλότιμου». Δεν φέρουν κάποιο στίγμα. Κάτι που να μας κάνει, εμάς τους θεατές, να τις θυμόμαστε. Σκηνοθεσίες ρουτίνας και διόλου «νεανικές» ή «τολμηρές», ή «πειραματικές», όπως θέλει να πιστεύει η ομάδα. Όπως στην προκειμένη περίπτωση, όπου δεν είδα ούτε τόλμη ούτε πείραμα.

Ο Πάνος Παναγιωτίδης, από τους ιδρυτές της ομάδας, ενώ είχε το ανθρώπινο υλικό (Βογιατζή, Μπαχτσεβάνη και Κοϊδη, νέα παιδιά με κέφι και καλό μέταλλο) που του έδινε περιθώρια για να πυκνώσει τα ευρήματα και να νομιμοποιήσει την παράλογη δράση, και από κει να οδηγήσει τα δρώμενα προς την ευεργετική (και τολμηρή) έξοδο, περιορίστηκε σε μια συμβατικών και προβλέψιμων μορφών σκηνοθεσία, που διόλου δεν βοήθησε ώστε να αποκτήσει η παράσταση ένα ενιαίο κλίμα υπόκρισης. Ό,τι νόμισε ο καθένας έπαιξε. Όπως ερχόταν το κείμενο προς τον κάθε ένα ξεχωριστά, αντιδρούσε. Έτσι όμως δεν δένει η εμπειρία. Πιο γεμάτη με «εκρηκτικά» και «ετοιμοπόλεμη» βρήκα τη Χρυσή Μπαχτσεβάνη, η οποία θα μπορούσε και καλύτερα εάν απέβαλλε το άγχος των βίαιων (και «μάγκικων») σκηνών και κάπως «ξεκλείδωνε» τον εσωτερικό της κόσμο με πιο φυσιολογικό και αβίαστο τρόπο. Tότε και οι εκρήξεις και οι εσωτερικές διεργασίες θα είχαν την εικόνα του αυτονόητου και η χημεία με τη κινητική και δεκτική Βογιατζή πιο λειτουργική.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα