Θεσσαλονίκη

Γιώργος Ιωάννου: Ο μεγάλος υπαινικτικός

O Ιωάννου κατέγραψε και στιγμάτισε με εκείνο το ανεπανάληπτο, το υπόγειο, το μελαγχολικό του χιούμορ την αόρατη καθημερινότητα των ανθρώπων

Λέων Α. Ναρ
γιώργος-ιωάννου-ο-μεγάλος-υπαινικτικ-36178
Λέων Α. Ναρ
Η αναφορά στο έργο του Γιώργου Ιωάννου, τόσα χρόνια μετά, παραμένει για μένα υπόθεση κάθε άλλο παρά εύκολη για διάφορους λόγους.

Ο κυριότερος είναι ότι ο πατέρας μου μου μετέδωσε την απόλυτη εκτίμηση που έτρεφε απέναντι στο έργο του Ιωάννου, ο οποίος του είχε προλογίσει και το πρώτο του βιβλίο. Και δεν ήταν ο μόνος στον οποίο ο Ιωάννου έδειξε το δρόμο.

Ανήκε σ’ αυτούς που τους βοήθησε να πρωτοπατήσουν και να ξανοιχτούν σε δικές τους δημιουργίες, οι οποίες διαφοροποιήθηκαν τελικά αρκετά από τις δικές του. Και γράφοντας «τους βοήθησε» εννοώ ότι τους μετέδωσε κάτι από το ένστικτο του πνευματικού του στοχασμού που αιχμαλώτιζε πραγματικά τα πάντα.

Ποιος άλλος συγγραφέας, άλλωστε, έστρεψε την προσοχή του στη συμβατικότητα των αισθημάτων, ποιος υπερασπίστηκε την ανθρωπογεωγραφία των μοναχικών τύπων της πόλης, ποιος κατέγραψε ιδανικότερα τη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, καθιερώνοντας μάλιστα το προσωπικό του ύφος; Αλλά και ποιος καταδίκασε με τόση ακρίβεια τις κοινωνικές συμβάσεις και την μικροαστική αντίληψη, ποιος αντιτάχθηκε στην κοινωνική υποκρισία των ισχυρών;

Μόνο ο Ιωάννου κατέγραψε και στιγμάτισε με εκείνο το ανεπανάληπτο, το υπόγειο, το μελαγχολικό του χιούμορ την αόρατη καθημερινότητα των ανθρώπων, μόνο αυτός υπήρξε τόσο αμείλικτος με τους σοβαροφανείς και έμεινε κοντά στους ταπεινούς ανθρώπους του μόχθου, στους καταπιεσμένους, τους κοινωνικά υποδεέστερους και περιθωριοποιημένους.

Μόνο στον Ιωάννου η κενότητα ενός δωματίου, οι άγνωστοι θεατές μιας πλατείας, το βλέμμα των περαστικών, το απρόσωπο πλήθος, οι λογής συμπεριφορές, είναι δίοδοι για σπαρακτικές εξομολογήσεις, που φωτίζουν, σχεδόν πάντα, τη συλλογική μνήμη. Και το πιο εκπληκτικό: Όλα αυτά τα κατάφερνε τη στιγμή που οι ήρωές του, ανήσυχοι, με ανεκπλήρωτους, συνήθως, πόθους, έψαχναν συχνά για έξοδο κινδύνου, μέσα σε μια αβάσταχτη ερημιά, μπλεγμένοι στους υπόγειους δρόμους της ψυχής τους.

Πρόκειται, λοιπόν, για έναν παρατηρητή που κατέγραφε τα πάντα, για έναν πραγματικό οδηγό που στέκεται πλάι σου σε κάθε βήμα, μια αληθινή φλέβα μνήμης και συνείδησης. Για ένα μοναδικό τεχνίτη που υποχρεώνει έμμεσα τον αναγνώστη να δει τις ιδεολογικές, ρεαλιστικές και θεατρικές παραμέτρους των κειμένων του και να επικεντρώσει τις παρατηρήσεις του στη σκηνογραφία, στη σκηνοθεσία και στους χαρακτήρες του. Ο αναγνώστης, γοητευμένος, συμμετέχει στη διαδικασία και υιοθετώντας την οπτική του αφηγητή αναζητά κι εκείνος το χαμένο χρόνο μέσα στην πόλη. Κινείται διαρκώς ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία και έχει συχνά την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει και ο ίδιος στα γεγονότα. Η αφήγηση, χαμηλόφωνη, μοιάζει προφορική εξαιτίας του κυρίαρχου εξομολογητικού τόνου, φτάνει μάλιστα συχνά στο σημείο να ταυτίζει το υποκείμενο της με τον ίδιο το συγγραφέα.

«Δεν περιορίζεσαι μέσα στα «κείμενα εποχής» μόνο στη μικρή ιστορία», έγραψε, «αλλά γράφεις για ό, τι μπορείς, για ό, τι πιστεύεις ότι μπορείς να καταθέσεις με αυθεντικότητα. Το χρώμα και ο τόνος της εποχής, ο αντίκτυπός τους στις ψυχές των ανθρώπων, δεν δίνεται ούτε από τις δημοσιογραφικές περιγραφές, ούτε από τις ξερές επιστημονικές εκθέσεις. Χάνονται αυτά, κι όμως είναι ο παλμός ο ίδιος. Εσύ αυτό προσπαθείς να συγκρατήσεις μέσα στα κείμενά σου.»

Το απόσπασμα αυτό από την Πρωτεύουσα των προσφύγων (σελ. 255) νομίζω ότι ενσωματώνει σε μία μόλις παράγραφο όλο το έργο του Ιωάννου. 30 χρόνια μετά από τον θάνατό του, στη Θεσσαλονίκη και πάλι. Ο Κωστής Μοσκώφ έγραψε ότι ο Ιωάννου «ρούφηξε τους σαρκοφάγους χυμούς της πόλης». Η Θεσσαλονίκη σήμερα μοιάζει να μην έχει χυμούς, παρόλο που η «λογοτεχνία της πόλης», με τον τρόπο που τη βίωσε ο Ιωάννου, εξακολουθεί να είναι μια αστική εμπειρία, με χωρικές εμμονές και κοινωνικές στοχεύσεις. Οι συχνές λογοτεχνικές περιδιαβάσεις στη Θεσσαλονίκη αποτελούν για τον Ιωάννου το πρόσχημα όχι για να περιγράψει αλλά για να αισθανθεί τα προσωπικά βιώματα που οι χώροι ανακαλούν στη μνήμη του, βιώματα αποθησαυρισμένα και αναπλασμένα, βιώματα που συνέθεσαν όψεις της «πόλης των φαντασμάτων», τριάντα χρόνια πριν από Μαζάουερ.

Πλάι στο συγγραφέα Ιωάννου όμως στέκει επάξια και ο ποιητής. Ο προκάτοχος του συγγραφέα, ποιητής Ιωάννου, ακολουθεί τον πεζογράφο σε όλο του το έργο, αυτός, άλλωστε, προανήγγειλε το πεζογραφικό έργο, από τη στιγμή που στο ποιητικό του corpus εμπεριέχονται οι βασικοί θεματικοί του άξονες, δοσμένοι με εξαιρετική λιτότητα, ακριβολογία και νοηματική συμπύκνωση. Σε κάθε ποίημα του μάλιστα θα έλεγε κανείς πως υπάρχουν ενσωματωμένα κι άλλα μικρότερα, που μπορούν να διαβαστούν είτε ως αυτοτελή είτε να νοηθούν ταυτόχρονα και ως εργαλεία για την καλύτερη πρόσληψη του κύριου ποιήματος.

Το έργο του Ιωάννου, το πεζογραφικό, το ποιητικό, το φιλολογικό δοκιμάστηκε στις συνειδήσεις των αναγνωστών, και ταξίδευσε στο χρόνο. Ο Ιωάννου, με τη μοναδική αμεσότητά λόγου και το προσωπικό μα τόσο οικείο ύφος του, που μαρτυρεί την εξαντλητική επεξεργασία που προηγείται, διεισδύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και αποτελεί τελικά σημείο σύνδεσης διαφορετικών ρευμάτων της νεοελληνικής πολιτιστικής παράδοσης.

*Ο Γιώργος Ιωάννου (20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σορολόπης
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα