Parallax View

Η απώλεια λένε πως μπορεί να σε ρημάξει

του Γιώργου Τελτζίδη Όποτε τελειώνει μια προετοιμασία νιώθω άδειος. Εγώ είμαι απλά εκεί σε ένα υπόγειο και περιμένω. Mου τους φέρνουν, κάθε φορά το ίδιο γυάλινο βλέμμα. Πλύσιμο, καθάρισμα, ξύρισμα, μακιγιάζ. Δουλεύω με τα καλύτερα υλικά. Aκριβά, αλλά κρατάνε. Μέχρι να πέσει η πρώτη φτυαριά χώμα πάνω στο ξύλο. Μετά ας γίνει ότι θέλει. Έτσι […]

Γιώργος Τελτζίδης
η-απώλεια-λένε-πως-μπορεί-να-σε-ρημάξει-7807
Γιώργος Τελτζίδης
six_feet_under_530.jpg

του Γιώργου Τελτζίδη

Όποτε τελειώνει μια προετοιμασία νιώθω άδειος. Εγώ είμαι απλά εκεί σε ένα υπόγειο και περιμένω. Mου τους φέρνουν, κάθε φορά το ίδιο γυάλινο βλέμμα. Πλύσιμο, καθάρισμα, ξύρισμα, μακιγιάζ. Δουλεύω με τα καλύτερα υλικά. Aκριβά, αλλά κρατάνε. Μέχρι να πέσει η πρώτη φτυαριά χώμα πάνω στο ξύλο. Μετά ας γίνει ότι θέλει. Έτσι και αλλιώς ποιος θα σε δει; Σκοτάδι μόνο.

Καμία φορά έτσι όπως στέκομαι και κοιτάζω από τα στενόμακρα παράθυρα του υπόγειου τον κόσμο να περνά. Ποδιά μόνο ποδιά. Υποψήφιοι πελάτες. Φαντάζομαι ότι γίνεται σεισμός. Το δωμάτιο κουνιέται πέρα δώθε. Αντικείμενα πέφτουν και σπανέ. Εγώ είμαι στην μέση σε μια καρέκλα. Όλα γίνονται σε αργή κίνηση. Δεν νιώθω πανικό, ζωντανός νιώθω. Το βουητό που ακούγεται από τα έγκατα, είναι σαν σύνθημα που κάνει την καρδιά μου να χτυπά και πάλι. Η πρώτη σκέψη που κάνω είναι ποιος θα καθαρίσει όλο αυτό τον χαμό.

Μακάρι να μπορούσα να είμαι κάποιος άλλος.

Η δουλειά είναι απλά δουλειά και όσο μπορεί να πληρώνει ένα δυάρι εγώ είμαι ευχαριστημένος. Ο κύριος Νίκος, ο ιδιοκτήτης, βγαίνει στην σύνταξη σε 3 χρόνια. Παιδιά δεν έχει, ούτε γυναίκα. Θα μπορούσα να αναλάβω εγώ. Η ζωή θα περάσει ήρεμα και θα είναι σαν μην υπήρξα ποτέ. Όμως σε μια αρχαία τραγωδία, θα είχα ρόλο σημαντικό. Κάνω τους ανθρώπους να μοιάζουν όμορφοι στο τελευταίο τους ταξίδι.

Για πρώτη φορά είδα νεκρό όταν ήμουν 10 ετών. Το πατρικό μου στην Σταυρούπολη ήταν χτισμένο μπροστά σε ένα ρέμα με το όνομα Δενδροπόταμος. Δεν ξέρω γιατί το έλεγαν έτσι, εγώ δεν είχα δει ποτέ ούτε μισό δέντρο.

Όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός μπορούσε να κολυμπά στα νερά του. Εγώ το γνώρισα μολυσμένο, σχεδόν πράσινο. Στα μέσα του `90 όποιο εργοστάσιο υπήρχε έριχνε τα απόβλητα του εκεί. Τα πάντα ήταν δηλητηριασμένα, όμως ήταν το σπίτι μας. Κάθε φορά που πέφταμε μέσα τρέχαμε κλαίγοντας στις μανάδες μας. Έριχναν τα ρούχα στο πλυντήριο και εμάς κάτω από το ντους. Το μόνο που επιζούσε στα βρόμικα νερά ήταν κάτι τεραστία βατράχια. Το να τα σκοτώνουμε ήταν η αγαπημένη μας ασχολία. Με κάθε τρόπο που μπορείς να φανταστείς.

Ο χειρότερος θάνατος ήταν όταν τα κλείναμε σε ένα κουτί και το γεμίζαμε με κόκκινα μυρμηγκιά. Βασανιστήριο αργό, επώδυνο. Η βία λένε πως αντανακλά στους ανθρώπους σαν καθρέπτης.

Έφτασα 30 και ακόμη νιώθω τύψεις για αυτό. Ίσως έτσι να εξηγείται το γαμημένο κάρμα μου.

Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι γύρισα σπίτι από το σχολείο, άφησα την τσάντα βιάστηκα στο δωμάτιο μου και έτρεξα στο ποτάμι που απείχε μόλις 10 μέτρα από την εξώπορτα της αυλής. Δεν είχα προλάβει να κάνω μερικά βήματα και πρόσεξα έναν όχλο μαζεμένο να κοιτάζει το ρέμα. Κάμερες από τοπικά κανάλια, γειτόνισσες, συγγενείς, συμμαθητές. Κανείς δεν σκέφτηκε να βάλει το χέρι του στο πρόσωπο μας και να μας κλείσει τα μάτια.

Άνθρωποι τσακισμένοι. Παιδιά προσφύγων, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Μαζώματα. Έτσι τους έλεγαν οι ντόπιοι. Οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια καπνών που τότε ήταν ακόμη σε λειτουργία. Κάθε πρωί στις 5, τα βανάκια των εταιρειών άναβαν αλάρμ περιμένοντας υπομονετικά στην οδό Λαγκαδά και σιγά σιγά γέμιζαν με κόσμο.

Όταν αργότερα στην ζωή μου είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Πόντο, τα βλέμματα των ανθρώπων που επιβιβαζόντουσαν στα τρένα και τα πλοία ξεριζωμένοι, μου θύμισαν τόσο έντονα εκείνα των εργατών που περνούσαν κάθε ξημέρωμα μπροστά από το σπίτι μου.

Μέσα στο νερό κείτονταν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Λένε πως πήγε να περάσει απέναντι, με αποτέλεσμα να πέσει χτυπώντας το κεφάλι της. Θάνατος ακαριαίος. Να έχεις γλιτώσει προσφυγιά, εμφύλιους, χίλια δυο άλλα και να πας από μια γλιτσιασμένη πέτρα. Τύχη σου λέει ο άλλος μετά.

Η κυρία Δήμητρα που έμενε στο διπλανό σπίτι μίλησε στην κάμερα. Δήλωσε σοκαρισμένη με το γεγονός. Εγώ είχα στηθεί από πίσω της, με αποτέλεσμα να είμαι μέσα στο πλάνο. Το βράδυ πήραμε θέση μπροστά στην τηλεόραση περιμένοντας τις ειδήσεις των 9. TV Μακεδονία. Έπαιξε κάπου στην μέση του δελτίου. Η εκφώνηση του δημοσιογράφου ξεκινούσε κάπως έτσι: «Σοκαρισμένη είναι η τοπική κοινωνία…» Η κύρια Δήμητρα έδειχνε έντρομη και εγώ ήμουν εκεί ακριβώς από πίσω της, φορώντας ένα πράσινο Fly. Ένα μικροσκοπικό κεφαλάκι και δυο μάτια που κοίταζαν βαθιά μέσα στον φακό μαγεμένα, σαν τους ιθαγενείς που πίστευαν ότι η κάμερα μπορεί να τους κλέψει την ψυχή.

Το πρησμένο πρόσωπο της νεκρής γυναίκας και ο τρόπος που τα μαύρα ρούχα της κυμάτιζαν μέσα στο νερό, θα αποτύπωναν για πάντα την εικόνα της Σταυρούπολης στο μυαλό μου.

Άνοιξη.

Για κάποιο λόγο την άνοιξη πάντα έχει περισσότερη δουλειά. Ίσως ο κόσμος προτιμά να “ταξιδεύει” τώρα που ο καιρός ανοίγει. Ήταν περασμένες 23:00. Κλείδωσα την πόρτα. Δεν κυκλοφορούσε κανείς εκεί έξω.

Μήνες τώρα μέσα στο αυτοκίνητο έπαιζε το ίδιο cd. Μου έδινε ένα αίσθημα παρηγοριάς αυτό. Να ξέρεις πως κάθε φορά που θα πατήσεις το κουμπί, θα ακούσεις την ίδια γνώριμη φωνή. Οδήγησα προσπαθώντας να βρω ένα νόημα σε όλα αυτά. Τίποτα. Ίσως την επόμενη να έκανα ένα κύκλο δίνοντας περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου.

Φτάνοντας σχεδόν έξω από σπίτι, ένα παλιό πράσινο Nissan Sunny προσπαθούσε να παρκάρει. Μπορούσα να διακρίνω έναν χοντρούλη γεράκο να στρίβει αγκομαχώντας το τιμόνι δεξιά και αριστερά. Δεν πέρασε ούτε λεπτό και έβγαλα το κεφάλι από το παράθυρο φωνάζοντάς του.

«Τι θα γίνει, θα παρκάρεις ποτέ;».

Ώρες ώρες γίνομαι τόσο κυνικός μαλάκας. Άκουσα το χειρόφρενο να ανεβαίνει. Ο γεράκος κατέβηκε και με πλησίασε.

«Εσύ», μου είπε.

«Τι εγώ;” τoυ απάντησα.

«Εσύ θα κατεβείς να το παρκάρεις. Μεγάλωσα και τα χέρια μου δεν βαστάνε πια», αποκρίθηκε.

Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζός. Πετάχτηκα από το κάθισμα μου και σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκα στην θέση του Νissan. To τιμόνι ήταν όντως βαρύ, όσο και τα χρόνια του. Μου έκανε εντύπωση πως παρόλο την ηλικία του, έδειχνε τρομερά προσεγμένο και καθαρό. Θα είναι σαν εκείνους τους τρελόγερους που είναι παθιασμένοι και τιτίζηδες με τα αμάξια τους. Σκέφτηκα. Πάντα τα πήγαινα καλά με την οδήγηση. Σε ελάχιστο χρόνο η σακαράκα είχε ευθυγραμμισθεί με το πεζοδρόμιο. Κατέβηκα και ο γεράκος ήρθε να μου σφίξει το χέρι.

«Σε ευχαριστώ πολύ», μου είπε.

«Ντάξει, δεν έκανα και τίποτα», απάντησα γεμάτος περηφάνια.

«Ήταν του γιου μου. Του το είχα πάρει δώρο. Στην ηλικία σου θα ήταν όταν τον έχασα και από τότε το προσέχω σαν κόρη οφθαλμού. Είναι το μόνο που μου έμεινε από εκείνον».

Τα μάτια του βούρκωσαν και γέμισαν παράπονο. Με κοιτούσε μα εγώ δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Του έπιασα τον ώμο. Ένας κόμπος το στομάχι μου. Γύρισα απότομα και μπήκα στο αυτοκίνητο.

Ανέβηκα βιάστηκα, σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες μέχρι τον πρώτο όροφο. Το σώμα μου έτρεμε. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα την τσάντα της δουλείας και έβγαλα ένα μικρό μαύρο νεσεσέρ. Άπλωσα πούδρα και ζωγράφισα έναν τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Τα μάτια μου έλεγαν το αντίθετο.

Η απώλεια λένε πως μπορεί να σε ρημάξει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα