Parallax View

Η ορκωμοσία, η Χρυσή Αυγή και η κυρία Αμαλία

του Αναστάσιου Τελίδη Εικόνες: Ελένη Βράκα Σημαντική μέρα η προχθεσινή για κάθε δημοτικό σύμβουλο της πόλης. Η ορκωμοσία σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου που καθένας πιστεύει ότι θα είναι παραγωγικός για την πόλη και την γειτονιά του. Κατά τις 9.30 ήμασταν όλοι εκεί. Σύμβουλοι, εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι και ομάδες πολιτών που χωρισμένες στις δυο πλευρές […]

Parallaxi
η-ορκωμοσία-η-χρυσή-αυγή-και-η-κυρία-αμ-27430
Parallaxi
b_-golden_dawn.jpg

του Αναστάσιου Τελίδη Εικόνες: Ελένη Βράκα

Σημαντική μέρα η προχθεσινή για κάθε δημοτικό σύμβουλο της πόλης. Η ορκωμοσία σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου που καθένας πιστεύει ότι θα είναι παραγωγικός για την πόλη και την γειτονιά του. Κατά τις 9.30 ήμασταν όλοι εκεί. Σύμβουλοι, εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι και ομάδες πολιτών που χωρισμένες στις δυο πλευρές της αίθουσας φώναζαν με πάθος συνθήματα. Από την μια στελέχη της Χρυσής Αυγής που έχοντας ένα άθλιο ύφος αυτοϊκανοποίησης στο πρόσωπο τους, εξαιτίας των ”εκλογικών επιτυχιών”, φώναζαν ό,τι χυδαίο ήθελαν. “Βγήκαν από τις τρύπες τους”, όπως πολύ σωστά λέγεται. Παρακολουθούσα δυο τρεις από αυτούς. Ο τρόπος που μιλούσαν ακόμη και μεταξύ τους, οι φωνές τους, ακόμα και η παρουσία τους στον χώρο σε βεβαίωναν ότι πρόκειται για ανθρώπους που δεν θα επέλεγες ποτέ να συναναστραφείς. Αντιπαθείς φύσει και θέσει. Από την άλλη μεριά δημοκρατικοί κάτοικοι της πόλης φώναζαν αντιναζιστικά συνθήματα θέλοντας να δείξουν ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν ξεχνά. Στην μέση όλοι οι αιρετοί κουβεντιάζαμε προβληματισμένοι για το πως θα εξελιχθεί η δημοτική περίοδος. Πώς θα ανεχτούμε τους νεοναζιστές ανάμεσα μας. Κάποιοι από τους συναδέλφους μαζί με τον Δήμαρχο φόρεσαν για συμβολικούς λόγους το αστέρι που υποχρεώνονταν οι Εβραίοι να φοράνε κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ορκωμοσία ολοκληρώθηκε και αποχωρήσαμε γεμίζοντας τα καφέ της περιοχής. Περπατώντας μέχρι την ΧΑΝΘ συνάντησα αρκετούς που είχαν στήσει πηγαδάκια. Μοναδικό θέμα της κουβέντας τι θα κάνουμε με τους νεοναζί. Εμείς οι αιρετοί και οι δημοσιογράφοι είχαμε καθορίσει μέσα σε ένα πρωινό το βασικό ζήτημα που θα μας απασχολούσε τον επόμενο καιρό. Αυτό ήταν μπροστά μας, αυτό μας άγγιζε, αυτό άλλωστε που ”πουλά” στα μέσα ενημέρωσης.

Λίγο μετά επέστρεψα στο Δημαρχείο καθώς είχα ξεχάσει κάτι. Ανεβαίνοντας μια υπάλληλος του Δήμου προσπαθούσε  να εξηγήσει σε μια κυρία πως θα βρει την στάση του λεωφορείου. Φαινόταν σαστισμένη και μιλούσε μόνο ποντιακά. Πλησίασα καθώς έχοντας την γιαγιά στο σπίτι έμαθα από μικρός να συνεννοούμαι. Ρώτησα τι θέλει και μου εξήγησε ότι ψάχνει λεωφορείο να πάει σπίτι της. Προσπάθησα να της πω αλλά ήταν τόσο ταραγμένη που ούτε με άκουγε. Αποφάσισα να την πάω μέχρι την στάση. Ήταν ιδρωμένη και μιλούσε μόνη της. Την έλεγαν Αμαλία, ετών 85. Την ρώτησα τι ήθελε στον Δήμο, μου εξήγησε ότι έψαχνε τον Δήμαρχο για να εκθέσει το πρόβλημά της. Η κυρία Αμαλία είναι μια από τις χιλιάδες γυναίκες που ήρθαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση την δεκαετία του 90 και το 2012 η κυβέρνηση τους έκοψε την πενιχρή σύνταξη από τον ΟΓΑ βάζοντας ως κριτήριο την 20ετή παραμονή στην χώρα. Η χυδαιότητα της πράξης μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο αν κάποιος γνωρίζει ότι η  επιστροφή μας (και η οικογένεια μου τυχαίνει να ανήκει σε αυτή την κατηγορία Ελλήνων) ήταν μια πολιτική επιλογή της Ελλάδας ώστε να κατευθύνει τους πληθυσμούς αυτούς σε περιοχές της Θράκης όπου το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφικό. Σήμερα πλέον που εκείνη η  εθνική ανάγκη έχει εξυπηρετηθεί το ελληνικό κράτος τους αντιμετώπισε με μια απίστευτη αγριότητα.

Άρχισε να κλαίει. Την έβαλα να κάτσει στο πεζούλι του Βυζαντινού Μουσείου. Αφού συνήλθε άρχισε να μου λέει την ιστορία της. Η κυρία Αμαλία είναι 85 ετών και ζει μόνη της σε ένα μικρό δωμάτιο που της πληρώνει η Πρόνοια. Παιδιά ή άλλους κοντινούς συγγενείς δεν έχει.  Από πέρσι  της έχουν κόψει το ρεύμα και αναγκάζεται και πάει για μπάνιο με ζεστό νερό μια ή δυο φορές τον μήνα σε γνωστούς της που την εξυπηρετούν. Την ρώτησα από που ήρθε. Σε άπταιστα ποντιακά άρχισε να μου εξιστορεί την πορεία της οικογένειας της. Πως οι παππούδες και οι γονείς της από την Σαμψούντα πέρασαν την εποχή της εκδίωξης του ελληνικού πληθυσμού από τους Τούρκους στην περιοχή της Γεωργίας. Μου είπε για όλους, για τον θείο της (τον Θεόφιλο αν συγκράτησα σωστά το όνομα) που είχε πολλούς τόμους βιβλίων με έργα αρχαίων Ελλήνων και μιλούσε μόνο ελληνικά και όχι ποντιακά (στις ορεινότερες και επαρχιακές περιοχές του Πόντου οι Έλληνες μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, οι  κάτοικοι των αστικών κέντρων που ήταν πιο ευκατάστατοι μιλούσαν αποκλειστικά ελληνικά), για την θεία της την Ανδρονίκη που είχε πάρει πολλά παράσημα από τον Σοβιετικό Στρατό καθώς ήταν από τις λίγες ελληνίδες γυναίκες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους την περίοδο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Άρχισε να μου λέει για την παιδική της ηλικία. Μου περιέγραψε πως όταν ένας Γεωργιανός δάσκαλος στην 7η τάξη τους είπε ότι η ελληνική ιστορία είναι παραμύθια εκείνη σηκώθηκε και του απάντησε πως ο θείος της είχε βιβλία που τα περιέγραφαν όλα με λεπτομέρειες. Την επόμενη μέρα η μικρή τότε Αμαλία είχε γράψει στον πίνακα ”Η Γεωργιανή Ιστορία είναι παραμύθια”. Αποβλήθηκε όπως μου είπε για δύο μήνες από το σχολείο.

Στο σημείο αυτό της διήγησης ξανάβαλε τα κλάματα. Κατάλαβα γιατί, εκείνο το περιστατικό ήταν η πρώτη στιγμή στην ζωή της που επέλεξε να στηρίξει μια άποψη επειδή ήταν Ελληνίδα και την πλήρωσε. Αμέσως μετά άρχισε η περιγραφή για τις εξορίες. Αυτό που δεν ξέρουμε στην Ελλάδα σήμερα είναι ότι ο ελληνικός πληθυσμός στην π. Σοβιετική Ένωση επί εποχής Στάλιν υπέστη απίστευτους διωγμούς καθώς έβλεπαν στα μάτια των Ελλήνων έναν εσωτερικό ορθόδοξο εχθρό. Η κυρία Αμαλία ως κοριτσάκι στάλθηκε στο Καζακστάν για εννέα χρόνια. Μετά όταν το καθεστώς έγινε πιο επιεικές επέστρεψε στην Γεωργία και σπούδασε στην Παιδαγωγική. Άρχισε να περιγράφει πως μάθαινε στα παιδάκια την ελληνική ιστορία. Μου μίλησε για τον Αριστοτέλη, τον Ιπποκράτη, τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα τον Σάμιο και άλλους πολλούς. Είχα συγκλονιστεί καθώς συνειδητοποίησα ότι ήταν η πιο μορφωμένη γυναίκα που συνάντησα στην ζωή μου από εκείνα τα μέρη. Μετά τα χρόνια της νεότητας. Περιγραφές από παραστάσεις και μουσική. Μου μίλησε για τον Μπετόβεν, τον Μπαχ και άλλους που ομολογώ ότι δεν είχα ξανακούσει.

Και στο τέλος η ιστορία της επιστροφής (επαναπατρισμού για την ακρίβεια των πραγμάτων, επιστροφή για εμάς) και της ζωής εδώ. Πώς άνοιξε το προξενείο της Ελλάδας στην Γεωργία και ένας υπάλληλος τους πρότεινε την επιστροφή. Το πώς αυτή και η θεία Ανδρονίκη (δεν υπήρχαν άλλοι εν ζωή) πούλησαν ότι είχαν και δεν είχαν και επέστρεψαν. Την εγκατάσταση σε βαγόνια τρένων στην Αλεξανδρούπολη. Πώς τους έκλεβαν συχνά αφού ήταν δυο γυναίκες μόνες που δεν είχαν κανέναν. Πώς ήρθαν στην Θεσσαλονίκη και έζησαν ταπεινά αλλά με αξιοπρέπεια οι δυο τους. Πώς πέθανε η θεία Ανδρονίκη, ο μόνος άνθρωπος που είχε και πως κύλισε ο καιρός μέχρι σήμερα. Η διακοπή της σύνταξης, η διακοπή του ρεύματος. Μου περιέγραψε πως στην ΔΕΗ στην Αγίου Δημητρίου της είπαν ότι για τη μεγάλη χρέωση του ρεύματος, πριν της το κόψουν, φταίει το ρολόι της που έχει πρόβλημα και ότι έπρεπε να βρει συνεργείο να το ελέγξει γιατί αυτοί δεν μπορούσαν οι ίδιοι. Άλλωστε τι πιο απλό για μια 85χρονη μόνη γυναίκα να βρει και να πληρώσει συνεργείο; Μετά και για τον Δήμο, όπου προσπαθώντας να βρει τον Δήμαρχο κάποιος την έδιωξε παραπέμποντάς την στην Διεύθυνση Κοινωνικής Πολιτικής. Άλλωστε τι πιο απλό για μια 85χρονή που με το ζόρι περπατά να πάει να βρει την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου και να ζητήσει βοήθεια; Θα σκεφθεί κάποιος τι να έκαναν. Είμαι σίγουρος ότι αν την κυρία αυτή την γνώριζε ”κάποιον” ή τελικά είχε μιλήσει στον Δήμαρχο θα φρόντιζαν όχι μόνο να της εξηγήσουν αλλά να κινήσουν τις διαδικασίες για ό,τι είναι δυνατό. Αλλά δεν ήταν τόσο τυχερή.

Όλα αυτά ενώ παράλληλα έβγαζε από την παλιά σακούλα σούπερ μάρκετ που είχε στην αγκαλιά της φωτογραφίες εκείνης της εποχής, τα μετάλλια της θείας και ότι πλέον είχε μείνει να της θυμίζει τι έζησε. Ζήτησα τα στοιχεία της ώστε να δω τι τρόπους μπορώ να βρω να την βοηθήσω. Ήταν διστακτική, πρώτη φορά έβλεπα άνθρωπο να μην πιστεύει πια στους ανθρώπους. Ήταν βέβαιη πλέον ότι κανένας δεν μπορεί να την βοηθήσει. Πήρα τελικά τα στοιχεία της και μου πρότεινε να συνεχίσουμε προς την στάση. Πρότεινα να της δώσω μερικά χρήματα για τα τρέχοντα έξοδα, αρνήθηκε ξεκάθαρα. Δεν ζητιανεύω τίποτα, μου είπε, το μόνο που μου μένει είναι να πάω στην θεία μου και να ξαπλώσω δίπλα της. Πριν ανέβει στην γραμμή 10 έβαλε τα κλάματα και με ευχαρίστησε λέγοντας ότι και να μην καταφέρω να κάνω κάτι τουλάχιστον βρήκε την ευκαιρία και μίλησε σε κάποιον για όλα αυτά το ”δύσκολα αλλά όμορφα” όπως είπε που θυμόταν και κρατούσε μόνο για αυτήν. Μου ζήτησε να πω για το πρόβλημα της όπου μπορώ, όχι για αυτήν μόνο αλλά για να ξέρει ο κόσμος ”πώς ζούνε οι γεροντάδες που έρθαν ασι Ρουσία”.

Ψάχνοντας σήμερα το πρωί (Παρασκευή) για το αν έχει τροποποιηθεί το πλαίσιο χορήγησης συντάξεων στους ομογενείς βρήκα δηλώσεις του Προέδρου του ΟΓΑ  κ. Βεργίνα αρχές του περασμένου Φλεβάρη να λέει ότι στις 28/2/14 η κυβέρνηση θα ρύθμιζε το θέμα νομοθετικά. Μετά βρήκα δηλώσεις ενός Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης τον προηγούμενο Μάιο (προεκλογικά) όπου υποστήριζε ότι το θέμα θα λυθεί νομοθετικά άμεσα. Τέλος διάβασα την προχθεσινή απάντηση (27/08/14) του Υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας σε σχετική ερώτηση της βουλευτού κα. Πατριανάκου ότι ”το θέμα της επαναχορήγησης από τον ΟΓΑ της σύνταξης στους ανασφάλιστους υπερήλικες επανεξετάζεται από το Υπουργείο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και ιδίως αυτές που αφορούν στην προϋπόθεση της 20ετούς διαμονής στη χώρα μας”. Δεν ξέρω πόσο η κα. Αμαλία και κάθε κυρία Αμαλία μπορεί να περιμένει μέχρι αυτοί που μας κυβερνούν να πάρουν την απόφαση να πράξουν αυτά που στις τηλεοράσεις υπόσχονται.

Το άρθρο αυτό το έγραψα για τρεις λόγους. Πρώτον για να μάθει η κοινωνία της πόλης μας τόσο το πρόβλημα καθεαυτό όσο και ότι δεν απασχολεί ανθρώπους που είδαν φως και μπήκαν. Είναι άνθρωποι που αγαπούσαν την πατρίδα τους, πίστεψαν στην επιστροφή που τους περιέγραψαν και σήμερα αξιοπρεπώς περιμένουν μόνο το τέλος. Δεύτερον, για να δούμε ακόμα μια φορά ότι το κράτος και οι δομές του είναι τόσο ελλιπείς που εν έτη 2014 υπουργοί, κυβερνητικοί και αρμόδιοι υπόσχονται το ίδιο πράγμα ανά ένα δίμηνο και αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για κανέναν. Και τρίτον, ότι μερικές φορές, εξαιτίας της ανώμαλης πολιτικής περιόδου, βάζουμε προτάγματα και εστιάζουμε σε πράγματα και συμπεριφορές που είναι προβληματικές και απαράδεκτες μεν αλλά αυτές είτε αποτελούν προϊόν είτε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας συγκεκριμένων συνθηκών. Συνθήκες που συνεχίζουν να υπάρχουν και κανείς δεν δίνει την απαραίτητη σημασία ώστε να αναιρεθούν. Πρώτα από όλα χρέος μας είναι, και ως δημοκρατικοί πολίτες πόσο μάλλον ως Δημοτικό Συμβούλιο, να ”θεραπεύσουμε” όλες αυτές τις αιτίες, τις συνθήκες και τις καταστάσεις στο μέτρο που μπορούμε ώστε από εδώ και πέρα η κάθε κυρία Αμαλία να ζει περήφανα και η κάθε Χρυσή Αυγή να μην βρίσκει χώρο ύπαρξης και δράσης.

Στη φωτογραφία η δημοτική σύμβουλος και επικεφαλής της παράταξης “Γειτονιές σε δράση”, κυρία Ελεάννα Ιωαννίδου που είχε την εξαιρετική ιδέα, όσοι είναι ενάντια στους ναζί να το δηλώσουν με έναν συμβολικό τρόπο. Φορώντας ένα αστέρι που έγραφε «Jude», όπως αυτά που φορούσαν οι εβραίοι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

* Ο Αναστάσιος Τελίδης είναι Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα