Parallax View

Καληνύχτα μπαμπά

της Άννας Τεζαψίδη Εικόνες: Kωστής Στεφανίδης – Booth Photography Ο Billie Joe Armstrong τραγουδά “wake me up when September ends” και περιγράφει τη ζωή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Πέρασαν 20 χρόνια κι εκείνος τραγουδά ακόμα, ενώ η Christina Yang, που έχασε τον πατέρα της μπροστά στα μάτια της σε τροχαίο όταν ήταν […]

Parallaxi
καληνύχτα-μπαμπά-48043
Parallaxi

paralaxi_2της Άννας Τεζαψίδη Εικόνες: Kωστής Στεφανίδης – Booth Photography

Ο Billie Joe Armstrong τραγουδά “wake me up when September ends” και περιγράφει τη ζωή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Πέρασαν 20 χρόνια κι εκείνος τραγουδά ακόμα, ενώ η Christina Yang, που έχασε τον πατέρα της μπροστά στα μάτια της σε τροχαίο όταν ήταν 9 ετών, απαντάει στον φίλο της George O’ Malley που μόλις έχασε τον πατέρα του, πως το να μην μπορείς να καταλάβεις πως θα ζήσεις σε εναν κόσμο που ο πατέρας σου δεν υπάρχει, δεν αλλάζει ποτέ στην πραγματικότητα. O Simba προσπαθεί χωρίς επιτυχία να ξυπνήσει τον μπαμπά του δαγκώνοντας το αυτί και σπρώχνοντάς τον με τη μουσούδα του αλλά δεν τα καταφέρνει. Γι’ αυτό χώνεται ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και κλείνει τα μάτια ενώ εμεις κλαίμε κοιτάζοντας την οθόνη.

Πόσο διαφορετικά είναι τα συναισθήματα που γεννιούνται με την πατρική απώλεια στην πραγματική ζωή; Σε μία ευθεία γραμμή, τρεις γυναίκες σηματοδοτούν από το πρόσφατο μέχρι το πιο μακρινό παρελθόν και θυμούνται την ιστορία τους. Η Στέλλα, στο μακρινό παρελθόν, έχασε τον πατέρα της πριν 40 χρόνια, η Μαρία, πριν 3 χρόνια και η Σοφία, πριν 1 μήνα. Κάθε μία διηγείται την ιστορία της και μιλά για την απώλεια.

Στέλλα “Ήταν Νοέμβρης κι ετοιμαζόμασταν για το χειμώνα. Ήταν ξαφνικό. Είχε περάει μια γρίπη πρόσφατα.” Ο πατέρας της Στέλλας πέθανε το 1975, πριν 40 χρόνια, πιθανότατα από ανακοπή, μεταφέροντας έπιπλα σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι στην Καλαμαριά. Η ίδια και η αδερφή της ήταν στο σχολείο, ήταν Παρασκευή και ήταν απογευματινές. “Από μαρτυρίες ξέρω πως η μάνα έκλαιγε, ούρλιαζε, έτρεξαν οι γείτονες και οι συγγενεις. Θυμάμαι πως αφού σχόλασα, ήμουν 14, πήγαινα β’ γυμνασίου δηλαδή, σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά μου κι ξαδέρφη μου με τον άντρα της μου είπαν ότι ήρθαν να με πάρουν από το σχολείο για να μείνω μαζί τους το Σαββατοκύριακο. Ήμουν με την ποδιά, και τους ειπα να πάμε σπίτι να αλλάξω, να αφήσω τα πράγματά μου αλλα με κάποια δικαιολογία πήγαμε σπίτι τους. Εκεί, σιγά σιγά, με τρόπο μου το είπαν. Δε νομίζω πως το συνειδητοποίησα κατευθείαν αλλά θυμάμαι πως άρχισα να ζητάω τη μάνα μου, ήθελα να τη δω. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Για να προχωρήσω προς το σαλόνι πέρασα από την κουζίνα και κάποια γειτόνισσα σχολίασε τον άσπρο μου γιακά, ήμουν πάντα με την ποδιά μου, τον τράβηξε και μου τον ξήλωσε. Αυτό το θυμάμαι γιατι ταρακουνήθηκα, το ένιωσα σαν βία. Αγκάλιασα τη μάνα μου και τη φίλησα, ήταν από κείνη τη στιγμή που της ειπα: “μη σε νοιάζει για τίποτα, εγώ είμαι εδώ.” Η κουβέντα αυτή τη σημάδεψε μέχρι τώρα. “Η αδερφή μου ήταν 10 χρονών τότε. Δεν ήταν καθόλου εκεί, την είχαν πάρει κάτι γείτονες κι έλειπε 3 μέρες.”

Η επόμενη μέρα ήταν δύσκολη. Η γειτονιά ήταν στήριγμα, οι συγγενείς και οι φίλοι το ίδιο. Μετά από λίγες μέρες η Στέλλα και η αδερφή της ξαναπήγαν σχολείο. Πέρασαν μέχρι η μητέρα της να αναλάβει τα ηνία του σπιτιού κι όταν το έκανε ζούσε με το φόβο πως αν τα κορίτσια της μπλέξουν με “κακιές παρέες” ή αν βρουν φίλο θα τους βγει το όνομα ειδικά επειδή δεν έχουν πατέρα.

“Γενικά, τα επόμενα χρόνια ένιωθα πως δεν είχα στήριγμα, πως η γη δεν είναι στέρεη κάτω από τα πόδια μου. […] Ήμουν το αντίβαρο στην αντιδραστική αδερφή μου. Δεν έζησα εφηβεία, προσπαθούσα να είμαι ήσυχη, δεν έβγαινα έξω για να μην θυμώνει η μητέρα μου. Είχαμε και πολλά οικονομικά προβλήματα, έμαθα στη στέρηση. Φορούσα ρούχα της μητέρας μου που τα μεταποιούσε στα μέτρα μου.”

Από τότε μέχρι τώρα, η Στέλλα ψάχνει αυτή την περηφάνια που είχε γι’ αυτήν ο πατέρας της και δεν την έχει βρει σε κανέναν. Προσπάθησε πολύ γι’ αυτήν, πάλεψε… Έγινε μαία και παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά. Στην αρχή, από τον καημό της για τα μπράβο που δεν άκουσε, έλεγε στα παιδιά της μπράβο σε όλα. Προσπάθησε πολύ να ξεπεράσει όλα τα θέματα που της δημιούργησε ο θάνατος του πατέρα της, με τη βοήθεια ψυχολόγου. Σήμερα είναι 54 χρονών. Δε μιλά για αυτο το θέμα με την αδερφή της αλλα΄αφήνει τη μητέρα της να λέει συχνά χιλιοειπωμένες ιστορίες γιατί κάνει καλό και στην ίδια. Θα ήθελε ο πατέρας της να μπορούσε να καμαρώσει τα παιδιά και τον άντρα της. Τον βλέπει στον ύπνο της στις δύσκολες στιγμές της ζωής της να της δείχνει το δρόμο, χωρίς όμως να προχωράει μαζί της. Τον θυμάται να περπατάει δίπλα της και να της λέει πως ψηλώνει άλλους 5 πόντους από το καμάρι του γι’ αυτήν. Της έμαθε να χαιρετάει πάντα τους περαστικούς κι εκείνη το έμαθε στην κόρη της. Της έμαθε να βοηθάει ατούς που το χρειάζονται αθόρυβα και μέσα στα σκοτεινά, όπως στα σκοτεινά τον είδε κι αυτή να παίρνει από την αποθήκη τους τρόφιμα για τους γείτονες, γιατί “ό,τι κάνει το δεξί σου χέρι, να μην το ξέρει το αριστερό”. Για τη Στέλλα ο πατέρας της είναι κόκκινο χρώμα, ένας άντρας χαμογελαστός και όμορφος, έχει τη γεύση μεζέ ούζου, που του άρεσε να κερνάει όποιον περνούσε από την αυλή του και είναι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, ίσως της Ευδοκίας, το μόνο που αρέσει στη Στέλλα να χορεύει, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Θα τον θυμάται πάντα στην καρέκλα του με ανοιχτό σταυροπόδι κι αναμένο τσιγάρο στο δεξί του χέρι.

paralaxi_3

Μαρία “Όταν μαθαίνεις ότι ο άνθρωπός σου είναι άρρωστος, τον πενθείς πριν χαθεί. Είναι πάρα πολύ σκληρό για σένα και για τον ασθενή. Ο πατέρας μου είχε καρκίνο κι απ την αρχή ξέραμε ότι θα οδηγηθεί στο τέλος. Είχα μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα μου, μια σχέση μεγάλης αγάπης αλλά και πολύ μεγάλης κόντρας γιατί είμαστε εξαιρετικά ίδιοι χαρακτήρες και μοιάζαμε κι εξωτερικά. Συνειδητοποίησα πόσο τον αγαπώ, παρά τον εφηβικό μου θυμό, όταν έμαθα ότι έχει καρκίνο αλλά όχι όταν έμαθα ακριβως- όταν τον κοίταξα στα μάτια και μου ειπε “παιδί μου φοβάμαι”. Κι εκεί αποφάσισα πως δε θ’ αφήσω τίποτα να με λυγίσει προκειμένου να τον βοηθήσω. Είπα στον εαυτό μου να σκύψω το κεφάλι μου και να προχωρήσω. Έβαλα παρωπίδες, δεν έβλεπα, δεν ένιωθα, ήμουν εκεί για να στηρίζω. Περπατούσα ένα δρόμο μέχρι να λυτρωθεί ο πατέρας μου. Ξεκίνησε με μία μορφή καρκίνου που λέγεται ινοαδένωμα στομάχου, με πολύ μικρό ποσοστό επιβίωσης, αλλά το προλάβαμε νωρίς, Ογιατρός ήταν ενθουσιασμένος μετά την εγχείρηση κι εμείς το ίδιο. Ήταν σαν να μας έκανε κάποιος ένα τεράστιο δώρο. Έκανε χημιοθεραπείες για έξι μήνες κι επειδή ο μπαμπάς μου ήταν πολύ δυνατός οργανισμός, είπαμε πως τη γλυτωσε. Παρ’ όλα αυτά, 2 χρόνια αργότερα, σε μια από τις καθιερωμένες εξετάσεις, βρήκαμε μετάσταση… Ήταν 3 εφιαλτικά χρόνια γιατί καταρχήν ήταν εξαιρετικά λιγόψιχος κι αν του λέγανε ξεκάθαρα τι έχει, πιστεύω, θα αυτοκτονούσε, ήταν πολύ γκρινιάρης και πολύ φοβιτσιάρης, όλα απόλυτα λογικά και δικαιολογημένα. Αποφασίσαμε, γι’ αυτούς τους λόγους να μην του πούμε ξεκάθαρα τι έχει, ήξερε ότι έχει καρκίνο αλλα όχι ότι ήταν μη αναστρέψιμο. Τα προγνωστικά των γιατρών ήταν 5 μήνες- ο πατέρας μου έζησε άλλα 3 χρόνια. Στα 5 αυτά χρόνια υπάρξαν πολλά ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα σε ολα τα μέλη της οικογένειας, γιατί έπρεπε να δείχνουμε ότι είμαστε καλά, αφού δεν ήξερε τι έχει. Εκτός από τα ψέμματα, στα οποία βοηθούσε και η κατάστασή του γιατί ήταν πολύ γερός οργανισμός, έπρεπε να αποκρύπτουμε εξατάσεις ενώ ο ίδιος κρατούσε εξαιρετικό αρχείο, καλύτερο κι απ’ του γιατρού του κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Εκείνη την περίοδο είχα χάσει τον ύπνο μου ήταν λες και πενθούσα για τον μπαμπά μου κάθε μέρα. Όταν πια δεν μπορούσε να αντιστραφεί η κατάσταση, έπρεπε να πάρουμε απόφαση ότι ο μπαμπάς δεν μπορεί να ζήσει με την ίδια ποιότητα ζωής (έκανε ποδήλατο,έβγαινε για ψωνια, ψάρευε..) και τότε εγώ μπήκα σε μια διαδικασία εξαιρετικής άρνησης να σκεφτώ και να ζήσω τα γεγονότα. Λόγω αυτού, έβρισκα φοβερή παρηγοριά στο φαγητό και πήρα πολλά κιλά, τα οποία έχασα όταν κατάλαβα πως ο μπαμπάς μου φεύγει κι ένιωσα ανακούφιση, γιατί το μαρτύριό του τελείωνε. Την ίδια περίοδο, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να τον βοηθήσουμε, να του ανακουφίσυμε τον πόνο, κάτι που δε γινόταν στο σπίτι. Τον μεταφέραμε λοιπόν σε μία κλινική και οι συγγενείς θεώρησαν πως τον πετάξαμε εκεί, ενώ για μένα είναι η πιο σωστή απόφαση που έχουμε πήραμε. Εκεί τον φρόντισαν, τον ανακούφισαν κι εγώ μάλωνα με γιατρούς γιατί τον κρατούσαν στη ζωή με τεχνητά μέσα. Την ημέρα που έφυγε (του είχαμε πει ότι θα παει να κάνει κάποιες φυσιοθεραπείες για τους πόνους), τον πήρα αγκαλιά και τον έβαλα στο καροτσάκι του, του φόρεσα το καπέλο του και τον ρώτησα: “πως είσαι;” προσπαθούσα να είμαι άνετη και μου απάντησε “πώς να είμαι παιδί μου; Φεύγω για πάντα από το σπίτι”. Κι εκεί κατάλαβα πως αυτός ο άνθρωπος χαιρέτησε το δεδομένο της υπαρξής του πριν να έρθει η ώρα του. Τότε ήταν που αποχαιρέτησα τον μπαμπά μου για πάντα. Οι υπόλοιπες 2 εβδομάδες ήταν για μένα απλά αναμονή της κηδείας κι όχι του θανάτου του. Ένα βράδυ, ενώ ένας γιατρός του έβαζε παυσίπονη ένεση, του ειπα “Σας παρακαλώ, αφήστε τον να φύγει” κι εκείνος μου είπε πως αν του βάλει παραπάνω δόση θα πεθάνει. Δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε αλλά εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου έπεσε σε κώμα και το ίδιο βράδυ πέθανε. Πέθανε χωρίς εμάς δίπλα του γιατί εγώ ήμουν άρρωστη όμως η μητέρα μου λίγο πριν πεθάνει του είπε ότι είμασταν εκεί και τον αγαπάμε. Εκείνος χαμογέλασε αχνά κι έφυγε από τη ζωή. Το έμαθα με ένα τηλεφώνημα. 2 μέρες μετά έγινε η κηδεία…

Ήμουν καλά γιατί είχε ησυχάσει και κατά την άποψή μου έπρεπε πια να ησυχάσει, έλεγα μέσα μου “φτάνει τόσο, ξεκουράσου μπαμπάκα”. Είχα κοντά μου φίλους και γέλασα πολύ.”

Η Μαρία ζορίστηκε πολύ και πέρασε ένα χρόνο μετά κατάθλιψη, όχι τόσο για το θάνατο, αφού αυτόν τον αντιμετώπισε σαν λύτρωση, αλλά για την ταλαιπωρία που πέρασε και τον πόνο που βίωσε. Η ζωή της πια είναι γεμάτη, “καλή με ένα διαφορετικό τρόπο” της λείπει και συγκινείται όταν ανακαλύπτει σημειωματάκια του, που πάντα απευθύνονται σ’ αυτήν. Γελάει πολύ όταν θυμάται τον πατέρα της και αντιμετωπίζει το θάνατό του με χιούμορ. Μερικές φορές νιώθει πως δεν υπήρξε ποτέ γιατί ο εγκέφαλος προτιμά να ξεχνά τις στιγμές που προκάλεσαν πόνο. Με μια λέξη είναι γι’ αυτήν “γραφικότατος”, είναι ο κυρ-Αργύρης της, που έχει τη γεύση σύκου τα οποία έκλεβε και μοίραζε σε όλους, είναι γκρι λόγω αυστηρότητας και παλαιών αρχών με λίγο κόκκινο καθότι κομμουνιστής και ρεμπέτικο παλιό τραγούδι που αγαπούσε να ακούει. Η Μαρία θα θυμάται πάντα τους δυο τους να ψαρεύουν κι εκείνον να της κάνει παρατηρήσεις. Είναι πια 28 χρονών και ξέρει καλά πως η ζωή είναι ένας κύκλος. Χαμογελά και ζει με την ανάμνηση του μπαμπά της μέσα της.

paralaxi_5

Σοφία “Καθόμουν στο μπαλκόνι ένα μεσημέρι με τη μητέρα μου πριν πάω στη δουλειά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο κι εκείνη πήγε να το σηκώσει. Την άκουσα να κλαίει και να ουρλιάζει και πήγα μέσα. Μου φώναξε ότι μας λένε ψέμματα, ότι ο μπαμπάς πέθανε. Πήρα το τηλέφωνο και ήταν η Αστυνομία που μας είπε ότι πέθανε την ώρα που οδηγούσε και με ρώτησαν αν θα κανονίσουμε εμείς γραφείο τελετών ή να κανονίσουν αυτοί. Τους είπα ότι θα τους πάρω αργότερα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Βγήκα στο μπαλκόνι με τη μαμά μου και προσπάθησα να την ηρεμήσω. Οι μικρές μου αδερφές έβλεπαν ταινία στο σαλόνι. Ένιωσα ότι έπρεπε να είμαι η ψύχραιμη στην όλη υπόθεση, να κρατηθώ ήρεμη για να την ηρεμήσω. Για 3 μέρες είμασταν σαν ζόμπι. Δεν τρώγαμε, δεν κοιμόμασταν, δε ζούσαμε. Περίμενα να τειώσει ο εφιάλτης. Πίστευα πως θα ξυπνήσω ένα πρωί κι όλα θα είναι καλά. Σαν να μην έγινε ποτέ. Θα ήθελα κάποιος να με ξυπνήσει εκείνο το πρωί και να μου πει τι θα γίνει, να το ξέρω. Να σηκωθώ πιο νωρίς και να τον χαιρετήσω. Δηλαδή εκείνο το πρωί έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει κανεις. Προσπαθούσα και προσπαθώ ακόμα να σκεφτώ ότι είναι καλύτερα που έγινε έτσι και δεν παιδεύτηκε. Γεννιούνται όμως ερωτήματα, κυρίως το γιατί. Χάνεται κι η ασφάλεια. Δεν το καταλαβαίνουν κάποιοι ότι ο πατέρας είναι ασφάλεια. Όσο ζούσε είχαμε πάντα τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά. Δε μας ένοιαζε. Ενιωθα πραγματικά ασφαλής. Τώρα είναι όλα κλειστά. Φοβάσαι να γυρίσεις σπίτι. Γενικά φοβάσαι να είσαι σπίτι. Γιατί γυρνάς και θυμάσαι και σου λείπει και φοβάσαι. Και είναι άσχημο. Απλά λες ότι όλα είναι καλά, προχωράμε- πρέπει να προχωρήσουμε, τον θυμάσαι και προχωράς. Αλλα δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο. Τα καλοκαίρια πάντα κάπου θα πηγαίναμε. Εγώ φέτος δεν πηγα μαζί τους κι εκείνος κάθε μέρα έλεγε ότι του χρόνου ότι και να γίνει θα πάμε όλοι μαζί. Πάντα σκεφτόταν την οικογένεια- ειδικά τις κόρες του. Κατ’ αρχήν ήταν χαμογελαστός και το σπίτι γέμιζε απ τις φωνές του. Τώρα επικρατεί μια βουβαμάρα. Εχουν αλλάξει τα πράγματα. Οταν όμως έχεις μικρότερα αδέρφια είσαι η ήρεμη. Δεν ξεσπάς στο σπίτι. Αναγκαστικά προχωράς, σε αναγκάζουν οι συνθήκες και δεν ξέρω που θα οδηγήσει αυτό. Στην κηδεία ήταν περίεργο. Ήταν σαν να κοιμάται. Περίμενα να ξυπνήσει. Κοιτούσα γύρω μου αμήχανα και περίμενα να ξυπνήσει. Δεν είπα “γιατί σε μένα”, το σκέφτηκα όμως. Σκέφτηκα τι σκεφτόταν εκείνος, αν ήταν καλά, αν χαμογελούσε.

Στις αδερφές μου είπα ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι θα ξαναπάμε διακοπές, ότι κι εγώ φοβάμαι αλλά μας αγαπούσε και θα ήθελε να προχωρήσουμε.Ρωτάνε κι αυτές πράγματα. Αλλά καμιά εξήγηση δεν τις καλύπτει. Ούτε κι εμένα. Απλά έγινε. Τις τάιζα, και τη μητέρα μου την τάιζα. Της έλεγα ότι αυτή είναι η κατάσταση και πρέπει να αντέξουμε. Έχει πολλά νεύρα ακόμα.”

Μετά από λίγες μέρες η Σοφία κι ο μεγάλος της αδερφός ξαναγύρισαν στη δουλειά. Δεν μιλάνε πολύ γι αυτό. Δίνουν δύναμη ο ένας στον άλλο. Η Σοφία δεν ξέσπασε και δεν ξέρει αν θα ξεσπάσει. Είναι πολύ νωρίς ακόμη μου λέει και δεν έχει να μου πει πολλά. Ο μπαμπάς της είναι για αυτήν μπλε χρώμα, γιατί ήταν Ηρακλής, έχει τη γεύση τσίπουρου και θυμίζει τραγούδια Καζαντζίδη. Θα θυμάται πάντα το τεράστιο χαμόγελό του και την ενέργειά του που έβγαινε από μέσα του κι έκανε το σπίτι να λάμπει. Και προχωράει.

Εγώ Μιλώντας μαζί με αυτές τις γυναίκες, ένιωσα ένα άλλο είδος πόνου. Ένιωσα κι ένα άλλο είδος σεβασμού γι’ αυτές. Η ιστορία της μιας συμπληρώνει την άλλη, νομίζω. Και οι τρεις τους στηρίγματα στις οικογένειές τους, προσπάθησαν και προσπαθούν να απαλύνουν των πόνω των αγαπημένων τους. Τόσο διαφορετικές αλλά και τόσο ίδιες τελικά οι ιστορίες τους έχουν κάτι να πουν στον καθένα. Κράτησα από όλες τους την αγάπη για τον πατέρα τους που δεν την αναχαίτισε καμία ταφόπλακα και την αγάπη τους για τη ζωή που φτιάχνουν μετά απ’ αυτή την απώλεια. Όπως είπε κι η Μαρία, η ζωή είναι ένας κύκλος, έχει αρχή και τέλος. Κι εύχομαι σε καθεμία τους ξεχωριστά, μετά από κάθε τέλος να ακολουθεί μια καινολυργια αρχή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα