Parallax View

Κρήτη-The voice

του Μιχάλη Αποστολίδη Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια. Χένρι Ντέιβιντ Θόρω. Πέρασε κιόλας ένας μήνας που ο Πάκο εκοιμήθη κι όσοι δεν άκουσαν το Entre Dos Aguas δύσκολα θα μάθουν τι θα πει «να κλαις για αμαρτίες που δεν έχεις διαπράξει και να […]

Μιχάλης Αποστολίδης
κρήτη-the-voice-20670
Μιχάλης Αποστολίδης
stayrakakis.jpg

του Μιχάλη Αποστολίδη

Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια. Χένρι Ντέιβιντ Θόρω.

Πέρασε κιόλας ένας μήνας που ο Πάκο εκοιμήθη κι όσοι δεν άκουσαν το Entre Dos Aguas δύσκολα θα μάθουν τι θα πει «να κλαις για αμαρτίες που δεν έχεις διαπράξει και να θρηνείς για τραγωδίες που δεν είναι δικές σου». Οι μελωδίες είναι ολόκληρες φιλοσοφίες. Αν ψάξουμε στις ζωντανές ηχογραφήσεις, τις φωτογραφίες της μουσικής, θα βρούμε τις ερωτήσεις. Οι μουσικές εξηγούν τον κόσμο. Σημασία έχει να καταλάβουμε τι λένε.

Η κυριαρχία μιας μουσικής που δεν ανακάτευε τις ψυχές, βασάνιζε τον Βακαλόπουλο. Οι πόλεις συνθηκολόγησαν, έγραφε στη Γραμμή του Ορίζοντος. Η λύπη και η στεναχώρια αντικατέστησαν τον πόνο, πήραν κάτι και από την ένταση της χαράς, εξόρισαν τη σιωπή. Οι μουσικές που γκρέμιζαν μέγαρα ή που δραπέτευαν από ωδεία -καθόλου δεν τα εκτιμούσε ο Χατζιδάκις-, δεν είχαν τύχη. Η ένταση παρέμενε ψηλά μόνο για τα ανώδυνα ακούσματα. Σκοποί που σου έπαιρναν το μυαλό δεν στήριζαν την κοινωνική συνοχή, έθεταν σε κίνδυνο την παραγωγικότητα των εργαζομένων, απειλούσαν το αήττητο τσιμέντο. Η Κρήτη δεν μπορούσε παρά να ευθυγραμμιστεί. Δεν πονούσε ούτε εκείνη. Παρίστανε ότι πονούσε. Ξερνούσε ψέμα, κακογουστιά, εγκλήματα, άγχος να αποδείξει ότι δεν ξόφλησε. Όσοι θυμόντουσαν ότι κάποτε ήταν ικανή για όλα τα συναισθήματα, βρέθηκαν εκτός μόδας. Το τηλεοπτικό ήθος ανεχόταν, πάντως, για μερικά λεπτά στα πλατό του τη χαζοχαρούμενη λεβεντογέννα. Καλεσμένοι ήταν οι διασκεδαστές του νησιού-καλλιτέχνες δεν τους έλεγες. Ήταν τέτοια όμως η δύναμη της μουσικής που όλοι χτυπούσαν παλαμάκια, ένα χορευτής θα δοκίμαζε μερικές παράτολμες φιγούρες, κάποιες αυτοσχέδιες μαντινάδες για την εκπομπή και αυτό ήταν όλο. Η χώρα όλη είχε πατήσει σκατά αλλά από διακριτικότητα κανείς δεν έλεγε τίποτα.

 

 

Ο πολιτισμός μας δεν ανεχόταν εύκολα μουσικές που μετέφραζαν όσα ψιθύριζε η φύση. Πώς να βρει θέση στην Ελλάδα η κρητική μουσική; Ήταν αδιαπραγμάτευτα ελληνική. Κι όλα εκείνα τα πανηγύρια, πόσο ντρόπιαζαν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Η πατρίδα, η μεγαλύτερη συμφορά που μας βρήκε, αλίμονο. Αν καταφέρναμε πιο έγκαιρα να δούμε το ιερό σε αυτό που θεωρούμε άσχημο, όπως το κατάλαβε νωρίς ένας Ιρλανδός, θα παίρναμε ένα μάθημα πλούτου και ευτυχίας. Τα σχολεία όμως δεν διδάσκουν Ross Daly, ούτε ότι η Joanne Milne άκουσε μουσική για πρώτη φορά στα 40 της χρόνια αυτή την εβδομάδα. Εξάλλου, όσοι από το νησί θα μπορούσαν να της προτείνουν άμεσα κάτι, σε λίγο που θα ψάχνει ομορφιά στις μουσικές του κόσμου, γνωρίζουν πως δεν έλειψαν οι μεγάλοι ερμηνευτές μετά τον Ξυλούρη: Ο Σκουλάς, ο Μανωλιούδης, ο Πυθαρούλης. Στη φωνή που επέλεξα όμως αισθάνεσαι τον μόχθο των ανθρώπων της υπαίθρου, ακούς τα κύματα που σκάνε στη λύρα καθώς το δοξάρι κωπηλατεί στη χορδή, νιώθεις την καύλα της για να το πω πιο απλά. Την καύλα που σμίγει με την ποιότητα, την ευγένεια, τις ρίζες του τόπου κι ένα συναίσθημα πέρα για πέρα αυθεντικό.

 

 

Τώρα λοιπόν που ο Αντέννα θα επιλέξει την επόμενη μεγάλη Voice που δεν θα κάνει καριέρα, ζητώ από τον Βασίλη Σταυρακάκη να έρθει στην ομάδα μου. Ο άνθρωπος είναι εκτός συναγωνισμού. Μια κατηγορία μόνος του. «Το ντουέντε δεν βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει από τις γυμνές πατούσες των ποδιών» σημείωνε ο Λόρκα. Ίσως γι’αυτό ο Βασίλης όταν λέει μαντινάδες, σηκώνει το χέρι του ψηλά, μερακλίδικα κι όχι φασιστικά. Ενδεχομένως οφείλεται σε αυτή τη μυστηριώδη δύναμη που, όταν τον έχω στα αυτιά μου, νομίζω ότι θα απογειωθώ, καθώς όλο και πιο σπάνια φωνές σε ανατινάζουν όπως η δική του, μυρίζουν τόσο έντονα κρασί, εκφράζουν αυτό που θα μπορούσε να σημαίνει ο τόπος μας, με έναν λαό πιο ευτυχισμένο, λιγότερο υποκριτή και φοβισμένο.

Ο Μπάρμπα Μανώλης κάθε απόγευμα βάζει το καλό του παντελόνι και πηγαίνει στο καφενείο του χωριού. Εκεί όπου κάποτε, αν αργούσε, δεν έβρισκε να κάτσει. Τώρα είναι μόνος. Ο Σταυρακάκης παίρνει αυτές τις άδειες θέσεις και τις κάνει πάλι καρέκλες μουσικές.

 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα