Parallax View

Μια περιπέτεια “μαύρου χρυσού”!

Η δική μου εμπειρία από τη φετινή διανομή πετρελαίου ήταν αρχικά απογοητευτική, στη συνέχεια εκνευριστική και με έκανε να νιώσω κορόιδο, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Βαγγελιώ Χρηστίδου
μια-περιπέτεια-μαύρου-χρυσού-63910
Βαγγελιώ Χρηστίδου

Εικόνες: Βαγγελιώ Χρηστίδου

a8ceb9c05274b502fb0c493236e01a54

Ένα ποσό που γέμιζε τη δεξαμενή μου (όχι μικρού κυβισμού), έφυγε από την τσέπη μου και πήγε στα χέρια του διανομέα πετρελαίου που ήρθε να μου γεμίσει το βυτίο στο μπαλκόνι μου, την περασμένη Τρίτη, με την τιμή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στα 0,85 ευρώ το λίτρο. Κάτω στο δρόμο με τους διανομείς η μαμά, επάνω εγώ, να βλέπουμε δύο άτομα τι γίνεται. Ήταν ο ίδιος επιχειρηματίας, που με είχε εξυπηρετήσει και πέρυσι. Είπα να τον εμπιστευτώ και για αυτόν το χειμώνα, παρόλο που και την πρώτη φορά που ήρθε, είχαμε κάποιες διαφωνίες. Κακό του κεφαλιού μου; Απ’ ό,τι αποδείχθηκε, μάλλον.

Είχαμε συμφωνήσει στα λίτρα ήδη από την προηγουμένη, οπότε και κλείσαμε το ραντεβού. Ήρθαν, είχα το νου μου στο νεαρό που γέμιζε τη δεξαμενή μου. Δεν ήξερα, αυτό το έμαθα μετά, ότι έπρεπε να την κυβίσει και ο ίδιος, έστω να μετρήσει το ύψος της, πριν αρχίσει να τη γεμίζει. «Πόσο βάζω;», «Τόσο». Το πετρέλαιο μπήκε, ο νεαρός μάζεψε την κάνουλα. Κοιτώ το σωληνάκι της ένδειξης, κάτι δεν μου πάει καλά. Περίπου 30 πόντοι κάτω η στάθμη του πετρελαίου από την κορυφή της δεξαμενής. Εν τω μεταξύ, μέχρι το παιδί να πάει να φέρει την απόδειξη, ανεβαίνει και η μαμά μου επάνω, να ρίξει κι αυτή μια ματιά. Καταλήγουμε, ότι δεν έχει μπει όσο πετρέλαιο θα έπρεπε. Η μαμά ξανακατεβαίνει να συνεννοηθεί και να δει τι θα πληρώσει. Την απόδειξη δεν την υπέγραψε, την είχε … «υπογράψει» ο διανομέας ήδη και για εμάς. Δεν πρόλαβα να κατέβω κάτω. Η απάντηση που πήρε η μαμά μου, ζητώντας τους να ανέβουν να μετρήσουν τη στάθμη, ήταν «Δεν μπορούμε, βιαζόμαστε, κλείνουμε το δρόμο, πάρτε μας τηλέφωνο για οποιοδήποτε πρόβλημα».

ƒˆ€ŒŽ‹† „’„Š€ˆŽ 3

Παίρνω αμέσως σχεδόν πίσω, στο γραφείο του διανομέα. Δεν ήξερα ότι ήταν και ο ίδιος κάτω, την ώρα που γινόταν η διανομή και όχι μόνο οι συνεργάτες του.Η κοπέλα του γραφείου μου λέει ότι θα τον ενημερώσει, επιμένοντας ότι αποκλείεται να έχει γίνει λάθος και ότι μάλλον φταίει το σωληνάκι μου «ίσως έχει πάρει κάποιο σκουπίδι μέσα και δεν δείχνει καλά», λέει συνέχεια. Εν τω μεταξύ έχουμε κυβίσει άλλες τρεις φορές τη δεξαμενή. Μας βγαίνει 600 λίτρα χωρητικότητα. Τουτέστιν, θα έπρεπε να είναι σχεδόν γεμάτη. Το σωληνάκι κενό, κατά 30 σχεδόν πόντους από την κορυφή της…

Μέχρι το βράδυ, ο υπεύθυνος της εταιρείας με έχει πάρει δύο φορές τηλέφωνο, επιμένοντας να έρθει «τώρα»: «Μα, δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ το βράδυ», λεέι με υπερβάλλοντα ζήλο και του προτείνω να κάνει λίγη υπομονή μέχρι το πρωί, για να ξέρουμε τι θα μετρήσουμε και τι θα δούμε. Και συμφωνούμε, ότι θα με πάρει το πρωί. Δεν με παίρνει. Τον παίρνω εγώ, για να ακούσω ότι έχει δουλειά, θα με πάρει όταν μπορέσει. Δεν με παίρνει. Τον ξαναπαίρνω στις 12, για να μου το κλείσει στην κυριολεξία, μιλώντας μου εξαιρετικά απότομα και χωρίς καμία επιπλέον ενημέρωση για το πότε υπολογίζει. Εν τω μεταξύ έχω αφήσει δουλειές και άλλα, περιμένοντας … Όταν η ώρα έχει πάει 5 το απόγευμα κι ακόμη δεν έχω τηλεφώνημα, τον ξαναπαίρνω. Έχοντας αποφασίσει να κάνω ένα σχετικό ρεπορτάζ αφού, ψάχνοντας στο Ίντερνετ, βρήκα εκατοντάδες καταγγελίες πολιτών, για υπέρογκες «κλεψιές» στο πετρέλαιο θέρμανσης. Έχοντας επικοινωνήσει ήδη με Τμήμα Ασφαλείας της Θεσσαλονίκης, δεύτερο πρατηριούχο της πόλης, από άλλη περιοχή, έτσι τυχαία, για να ενημερωθώ για το κατά πόσο μπορούν να γίνουν λάθη «ατυχώς» ή… σκόπιμα, έχοντας ψάξει τη Διεύθυνση Εμπορίου κι έχοντας μιλήσει και με το Ηλεκτρονικό Σύστημα «Ήφαιστος» του Υπουργείου Οικονομικών, που είναι αρμόδιο για τις κινήσεις των διανομέων πετρελαίου.

Από την Ασφάλεια, μου ξεκαθάρισαν ότι δεν μπορούν να επέμβουν σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά ότι η Αστυνομία μπορεί. Από τον «Ήφαιστο», εισέπραξα μια αδικαιολόγητη επιθετικότητα, μόλις ανέφερα ότι είμαι και δημοσιογράφος. Ως δια μαγείας, η ιδιότητά μου ως πολίτη εξαφανίστηκε, η «διαφάνεια» μιας δημόσιας υπηρεσίας επίσης, αρνήθηκαν να μου δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία και η υπάλληλος που μίλησα γύρω στις 3.30 το μεσημέρι της Τρίτης, μου είπε κατά λέξη «Δεν με αφορά η ιδιότητά σας, δεν θα κάνετε ρεπορτάζ εδώ, εμείς καταγράφουμε τις κινήσεις των πρατηριούχων και τις καταγραφές τους». «Δεν κατάλαβα, η ιδιότητά μου μου επιτρέπει να τηλεφωνώ οπουδήποτε, εφόσον επίσης τη δηλώνω ανά περίσταση κι εσείς είστε δημόσια υπηρεσία», απαντώ έκπληκτη. «Επίσης, σας παίρνω ως πολίτης και καταναλωτής κυρίως». «Δεν με αφορά, κυρία μου, δεν το καταλαβαίνετε; Είτε είστε δημοσιογράφος, είτε εργάτης, δεν μας αφορά!». Οκ, κλείνω το τηλέφωνο με την κυρία από τον «Ήφαιστο». Έχοντας μια καλή εικόνα για τη «διαφάνεια» του Κράτους και τη διαχείριση πολιτών, ακόμη κι επί Αριστερής Κυβέρνησης. Εν πάσει περιπτώσει, ο «Ήφαιστος» αφορά τον πρατηριούχο και όχι τον καταναλωτή. Εντάξει, το καταλάβαμε.

ƒˆ€ŒŽ‹† „’„Š€ˆŽ 1

Πάμε πάλι στον πρατηριούχο, λοιπόν, αφού «Με αυτόν θα μιλησετε!». Τρίτο τηλεφώνημα, με τον ήλιο να έχει ήδη αρχίσει να πέφτει λίγο και το καλοριφέρ μου να μην το έχω βάλει ακόμη σε λειτουργία, μία μέρα μετά. Αυτή τη φορά στο γραφείο, για να μη λέει ότι τον… ενοχλώ (ο ίδιος, μου είχε δώσει το κινητό του). Το σηκώνει ο ίδιος. «Ναι, γεια σας, είμαι η τάδε…Δεν με πήρατε και θέλω να ξέρω, γιατί έχω αφήσει όλες μου τις δουλειές από το πρωί». Δυσφορία. «Σου είπα έχω δουλειά». «Κι εγώ τη φταίω;» μονολογώ ανοιχτόφωνα. «Λοιπόν, θα έρθω, γιατί έχω πρηχτεί και για να τελειώνει αυτή η ιστορία, εντάξει;», αλλάζει απότομα το ύφος του. Ρωτάω το λόγο αυτής της… μεταστροφής, δεδομένου ότι με έχει στήσει όλο το πρωί. Ορμώμενη κυρίως από το ύφος και τον τόνο – μου φώναζε, απλά, σαν να είχε να κάνει με κάποιον που δεν έχει δικαίωμα να ζητά κάποια εξήγηση κι αποζημίωση ή δεν έχει επίσης… δουλειά – του λέω ότι αν δεν έρθει άμεσα “για να …τελειώνουμε”, θα τον καταγγείλω. Και ακούω το απρόσμενο: «Ας μαζέψουμε το στόμα μας, έτσι;». Από τον πρατηριούχο που μέχρι την προηγουμένη, ήταν με το «σεις» και με το «σας». Για πρώτη φορά, του λέω ξεκάθαρα ότι θεωρώ πως με έκλεψε και να κανονίσει την πορεία του. Έρχεται μετά από μισή ώρα. Μετρά, βγάζει τη δεξαμενή μου 700άρα. Μετρώ, τη βγάζω μικρότερη. Αναγκάζεται να ξαναμετρήσει, μετράμε και μαζί. Καταλαβαίνω, ότι έχει μετρήσει ακόμη και το… χιλιοστό από κάθε της πλευρά. Τον προλαβαίνω με κάθε τρόπο, για να μην έχουμε τα ίδια. Καταλήγει στο ότι λείπουν περίπου 20 λίτρα, τουτέστιν 17 ευρώ πρέπει να πάρω πίσω. Όχι πολλά, αλλά ούτε λίγα. Δεν έχω την ετοιμότητα και το κουράγιο να κάνω κι άλλους υπολογισμούς, ο ίδιος μιλάει ακατάπαυστα, προσπαθώντας, λέει, να καταλάβει τι έχει πάει λάθος. Το δέχομαι, για την ώρα, με πίσω σκέψεις. Αλλά για εμένα, το βασικό, η συμπεριφορά του. Η αγένεια. Δεν του λέω ότι, πριν έρθει, έχω ήδη ξαναπάρει Ασφάλεια κι «100», προληπτικά, να ξέρω τα δικαιώματά μου και το εάν μπορώ να έχω κάποιον σαν μάρτυρα, στην περίπτωση που έχω να αντιμετωπίσω έναν αγροίκο μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Δεν φοβάμαι ακριβώς, αλλά θυμώνω…Το κρατάω για παν ενδεχόμενο, έχοντας πάρει και έναν εφησυχασμό από τις Αρχές ότι «όχι, δεν είναι υπερβολή κάτι τέτοιο»…

Φεύγει παροτρύνοντάς με να ανάψω το καλοριφέρ, ορκιζόμενος ότι «ο λόγος του είναι νόμος» και ότι «να, σε λίγο στέλνω το παιδί να σου φέρει τα λεφτά». Του ξεκαθαρίζω ότι, μέχρι να πάρω τα λεφτά, δεν πρόκειται να το ανάψω. Περιμένω. Κανένα παιδί, κανένα ευρώ, δεν χτύπησε το θυροτηλέφωνό μου μέχρι και το βράδυ. Έδωσα περιθώριο, πιάστηκα και με δουλειά (επιτέλους). Την Τετάρτη το πρωί, όμως και περιμένοντας μέχρι τις 12 χωρίς φωνή – ακρόαση, αποφάσισα ότι δεν θα κάνω άλλη υπομονή. «Ναι, γεια σας, η τάδε είμαι. Δεν εμφανίστηκε … το παιδί». «Ναι, ξέρεις (συνεχίζει τον ενικό αυτός), τελείωσαν 11 το βράδυ…». «Ναι, ξέρετε, αλλά τώρα είναι 12 το μεσημέρι της επομένης… έχουμε και δουλειές». «Ναι, ξέρεις, αλλά τώρα κάνουν διανομή…». Για να μην τα πολυλέω, «Ναι, ξέρετε, πείτε μου τώρα ότι μέχρι τις 2 το μεσημέρι θα έχω τα λεφτά στα χέρια μου, αλλιώς επικοινωνώ τώρα με τη Διεύθυνση Εμπορίου και σας καταγγέλω. Να τελειώνει αυτή η ιστορία επιτέλους!». «Το στοματάκι, όμως, να προσέχουμε πώς μιλάμε, ε;», η απάντηση. Πολύ… ευθύς και πολλή … οικειότητα ο κύριος πρατηριούχος, από το πουθενά. Δεύτερη φορά, απειλή και προσβολή. Άνετα κάνει κανείς καταγγελία για εξύβριση, σκεφτόμουν. Το παιδί ήρθε, μου έφερε τα 17 ευρώ (χωρίς παραστατικό, αυτό έμαθα στη συνέχεια ότι ήταν απαραίτητο), έφυγε.

Κι εγώ αποφάσισα να το ψάξω λίγο παραπάνω, γιατί εμ κορόιδα εμ «δαρμένοι», δεν γίνεται. Στο κάτω, κάτω, ποιος νομίζει ότι είναι ο κ. Τάδε.;

Δείτε όσα πρέπει να προσέξετε όταν γεμίζετε τη δεξαμενή σας με πετρέλαιο εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα