Parallax View

O κύριος που έχασε τη στάση

του Γιάννη Τσολακίδη Ήταν ένας κύριος. Σοβαρός, μετρημένος, ήσυχος, ένας που λέμε μεσήλικας και υπάλληλος γραφείου, ας πούμε λογιστής αλλά λίγο σε ανώτερη θέση. Με οικογένεια, σπίτι, με χαρτοφύλακα και 2-3  κοστούμια της δουλειάς. Δεν ήταν δηλαδή , με δυο λόγια, αυτό που λένε «αντιρρησίας κι επαναστάτης». Αγαπούσε την δουλειά του και το λεωφορείο. Όχι […]

Γιάννης Τσολακίδης
o-κύριος-που-έχασε-τη-στάση-18150
Γιάννης Τσολακίδης
oldman.jpg

του Γιάννη Τσολακίδη

Ήταν ένας κύριος. Σοβαρός, μετρημένος, ήσυχος, ένας που λέμε μεσήλικας και υπάλληλος γραφείου, ας πούμε λογιστής αλλά λίγο σε ανώτερη θέση. Με οικογένεια, σπίτι, με χαρτοφύλακα και 2-3  κοστούμια της δουλειάς. Δεν ήταν δηλαδή , με δυο λόγια, αυτό που λένε «αντιρρησίας κι επαναστάτης». Αγαπούσε την δουλειά του και το λεωφορείο. Όχι το πρωινό, εκείνο το βάρβαρο των έξι τα χαράματα, το άλλο, που έπαιρνε χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο μετά τις 3 για να γυρίσει στο σπιτάκι του.

Χρόοονια ολόκληρα έπαιρνε λεωφορείο, ένα κομμάτι του εαυτού του πια. Να περιμένει νηστικός και κουρασμένος,  νυσταγμένος κάθε μεσημέρι το λεωφορείο στη στάση Αριστοτέλους, να μπει, να στριμωχτεί. Να κόψει εισιτήριο, να πατήσει διάφορα ανώνυμα ποδαράκια, να βρει θέσει να κάτσει.

Μισή ώρα, το πολύ τρία τέταρτα η διαδρομή. Ως την στάση Βοσπόρου, εκεί κατέβαινε. Ευθεία επάνω η Βιζύης, στροφή δεξιά στην Καισαρείας κι αμέσως αριστερά, να το δρομάκι της κατοικίας του. Είχε, όπως καταλαβαίνετε, έναν δρόμο ξεκάθαρο τόσα χρόνια μπροστά του. Βάδιζε την «πεπατημένη» οδό.

Διότι, όπως είπαμε, ήταν νηστικός και νυσταγμένος. Κανένα ζώο δεν θέλει να αλλάξει τον δρόμο που οδηγεί στο φαγητό και το κρεβάτι. Ως εδώ, όλα καλά και μέτρια.

Είχε όμως ένα συνήθειο ο κύριος. Όπως βούιζαν τα αυτοκίνητα στο δρόμο, όπως μουρμούριζε ο κόσμος μες στο λεωφορείο, όπως μονότονα γουργούριζε κι  η μηχανή του, καθώς υπηρετούσε το απαράλλαχτο δρομολόγιο, ο κύριός μας αυτός, γλυκονύσταζε!  Τον έπιανε μια γλυκιά, ξεμυαλίστρα νύστα κι έγερνε απαλά το  κεφαλάκι πάνω στον ώμο, όχι πάντα του διπλανού του μα και τον δικό του. Κι αποκοιμιόταν. Σοβαρά, μετρημένα, ήσυχα. Όπως ταιριάζει σ’ έναν κουρασμένο εργαζόμενο μεταξύ 3- 3:30 το μεσημέρι. Είκοσι χρόνια έκανε την διαδρομή. Τα τελευταία 10;  12;  Να μην πούμε ακριβώς, κοιμόταν. Έτσι, απαλά, έγερνε και κοιμόταν, χωρίς κοινωνικές ανησυχίες κι εξωτερικές ασχολίες.

Ας άλλαζε ο κόσμος γύρω του, ας άλλαζαν όψη οι άνθρωποι και τα πράγματα. Ας γίνονταν πορείες και διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες κι εκδηλώσεις στους δρόμους που διέσχιζε το λεωφορείο… Νύχτα έφευγε, μες στο ξημέρωμα, νύχτα έφτιαχναν τα ματάκια του όταν γυρνούσε, χαμπάρι δεν πήρε για τις αλλαγές των τελευταίων χρόνων. Τα καινούργια μαγαζιά, τις πολυκατοικίες, τους δρόμους, το μεγάλωμα το ξέφρενο της συνοικίας. Το μεγάλωμα της διαδρομής. Ούτε που κατάλαβε πως τώρα πια, δεν κατέβαινε μια στάση πριν το τέρμα. Γιατί το τέρμα ακολούθησε το πλάτεμα της συνοικίας, έφτασε στις καινούργιες της άκρες. Ως τουλάχιστον άλλες 10-12 στάσεις…

Τι σου είναι ο άνθρωπος. Ούτε μηχανή ούτε ρολόι. Άνθρωπος είναι. Όσο και να συνηθίζεις τον ύπνο του λεωφορείου, μισή ώρα πάνω- κάτω, δεν μπορείς πάντα να ξυπνάς στη στάση σου, θα γίνει κι ένα λάθος. Που συνέβη στον κύριο αυτόν. Μεσημέρι, όπως πάντα, έγειρε, βολεύτηκε, κοιμήθηκε, πέρασε την στάση του. Ξύπνησε απότομα και άχαρα από την φωνή του οδηγού «Τέρμα, κύριοι, τέρμαααα…».

«Άι, στο καλό, παρακοιμήθηκα» έκανε ο κύριος από μέσα του. «Ε, τι να γίνει; Τέρμα, τέρμα. Ας πάω μια στάση με τα πόδια, βρε αδελφέ, να ξεπιαστώ…»

Σκέψη λογική έκανε ο κύριος, έλα όμως που ήταν χρονικά ανεπίκαιρη, ιστορικά προδομένη, αν έχετε ακούσει. Κατεβαίνει από το λεωφορείο λίγο αφηρημένος, λίγο νυσταγμένος , λίγο ξαφνιασμένος από την απότομη διακοπή. Πάει να πάρει τον δρόμο, κοιτάει γύρω του, τι να δει!  Άγνωστος τόπος. Κι αυτός, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Άρχισε να αναρωτιέται, μήπως, εξαρχής έκανε λάθος, λάθος λεωφορείο, κοιτάζει τις πινακίδες, σωστά όλα,

«Σταθμός- Κάτω Τούμπα». Πιάνει έναν οδηγό, ρωτάει «πού είμαστε εδώ, δε μου λες;;;» «Κάτω Τούμπα, κύριε, στο τέρμα.» «Ποιο τέρμα, το τέρμα είναι στη Μικράς Ασίας.» «Τι λέτε κύριε, έχει τέσσερα χρόνια που αλλάξαμε…»

Τον είδε περίεργα ο οδηγός, σα να το πήρε για λειψό, εκνευρίστηκε, προσβλήθηκε ο κύριος, ντράπηκε να μάθει παραπάνω. Πήρε στην τύχη ένα δρόμο κι άρχισε να περπατάει να βρει τον προορισμό του. Όμως όσο βάδιζε, τόσο μπερδευόταν και τώρα πια κόντευε 4:30, 5 το απόγευμα και πεινούσε πολύ και ένοιωθε κυριολεκτικά χαμένος. Ρωτούσε τους περαστικούς:

«Με συγχωρείτε, για να πάω εκεί κι εκεί;» «Θα πάτε από εδώ, θα στρίψετε έτσι κι έτσι και πάλι από εδώ και πάλι από εκεί…»

Δρόμοι καινούργιοι, εικόνες καινούργιες, πέρασε η ώρα, κοντεύει 7 το βραδάκι, όλα πάνω κάτω τα έφερε κι ακόμη τίποτε, ντρέπεται και πιο πολύ μην τον δει κανένας γνωστός, έτσι, χαμένος να γυρνά στους δρόμους της ίδια του της συνοικίας και να πάρει στο σπίτι τηλέφωνο δεν τολμά, τι να πει «χάθηκα, βρείτε με». Περίγελως σε όλο τον κόσμο, όχι, πεισμώνει ο κύριος- καθισμένος περίλυπος και αποκαμωμένος σε ένα – άγνωστο κι αυτό- καφενείο, «θα το βρω μόνος μου, θα το βρω το σπίτι μου…»

Έτσι χάθηκε εκείνο το κρύο φθινοπωρινό απόγευμα ο καημένος ο κύριος, μόλις  10-12 στάσεις μακριά από την είκοσι χρόνων στάση μεσημεριανής επιστροφής. Κι όσο κι αν ανοίγει τώρα τα μάτια του, δεν μπορεί ούτε ένα δρόμο ούτε ένα όνομα να αναγνωρίσει.

Κι όσο ψάχνει, τόσο καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς τη Στάση του μέσα σ’ έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, καθώς είχε πάντα τα ματάκια του στη διαδρομή κλειστά.

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα σημαντικά και γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα