Parallax View

Η Πρωτομαγιά που έσπασαν τα φρένα

Μια πρωτομαγιά λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70 στο δρόμο για τη Ρεντίνα.

Γιώργος Τούλας
η-πρωτομαγιά-που-έσπασαν-τα-φρένα-192549
Γιώργος Τούλας

ολδ

Στα παιδικά μου χρόνια, σε μια εργατική γειτονιά, την Τούμπα της Θεσσαλονίκης, οι άνθρωποι που γνώριζα, οι γείτονες και οι φίλοι των γονιών μου την Πρωτομαγιά την είχαν πάντα πολύ ψηλά. Και συμβολικά, λόγω της ιστορικής της αξίας και σημασίας για το εργατικό κίνημα αλλά και γιατί αποτελούσε μια σπάνια ευκαιρία για μια ημερήσια απόδραση.

Καθώς η έννοια των διακοπών ήταν μάλλον άγνωστη για τους περισσότερους, αν εξαιρέσεις τις μέρες που περνούσαμε στα χωριά καταγωγής, για όποιον διέθετε τέτοιο και κυρίως πατρικό να τον φιλοξενήσει το καλοκαίρι, οι αποδράσεις ήταν σπάνιες και συνήθως αυθημερόν. Τα μπάνια, πήγαινε έλα στο Κτήμα του Καραγκιόζη, με πούλμαν, που ξεκινούσαν από τη γειτονιά ή ακόμα πιο σπάνια στη Χαλκιδική, κυρίως στην Καλλικράτεια το καλοκαίρι ήταν η απόδραση μας.

Η Πρωτομαγιά ήταν κάτι άλλο όμως. Ήταν μια μέρα που σχεδιάζονταν καιρό και μάλιστα συλλογικά. Οι παρέες της εποχής, πολυπληθείς και περισσότερο αυθόρμητες, μέρες πριν αποφάσιζαν τον προορισμό. Οι άνδρες δηλαδή κυρίως που συναντιόταν τα απογεύματα μετά τη δουλειά στο καφενείο.

Ο προορισμός ήταν περίπου πάντα ο ίδιος ή παρεμφερής. Η Ρεντίνα ας πούμε, μετά τις λίμνες, ήταν ένα τέτοιο πρόσφορο μέρος, ούτε πολύ κοντά, ούτε μακριά. Μετά ακολουθούσαν οι συνεννοήσεις των γυναικών για το τι θα προετοιμαστεί. Ώστε να μη μαγειρέψουν όλοι τα ίδια. Και τέλος τα παιδιά. Που συνήθως ήξεραν τι θα κουβαλήσει ο καθένας. Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές. Μπάλα, σχοινάκι, λάστιχο τα κορίτσια.

Τη μέρα της Πρωτομαγιάς ξεκινούσαμε πάντα νωρίς, το αργότερο οκτώμιση για να προλάβουν να ανάψουν οι φωτιές για τα ψησίματα, να βρεθεί σκίερο μέρος, να οργανωθεί σωστά το στρώσιμο των κουρελούδων κλπ. Εμείς αυτοκίνητο αποκτήσαμε πολύ αργά, έτσι πηγαίναμε σχεδόν πάντα δυο οικογένειες σε ένα. Μια τέτοια Πρωτομαγιά κατεβαίνοντας για να γλυτώσουμε δρόμο από το Χορτιάτη στον Άγιο Αθανάσιο, σε αυτή την τρομερή κατηφόρα που ακόμα και σήμερα κλείνει τους χειμώνες γιατί είναι επικίνδυνη, έσπασαν τα φρένα του αυτοκινήτου του οικογενειακού φίλου και κολλητού των γονιών μου του κ. Σοφοκλή, καλή του ώρα εκεί ψηλά. Ήταν η πιο εφιαλτική μέρα της παιδικής μου ηλικίας εκείνη η Πρωτομαγιά που πρέπει να ήμουν δώδεκα χρόνων ή κάτι τέτοιο.

Η κατηφόρα ατέλειωτη, το αυτοκίνητο, ένα παλιό μουσταρδί Τάουνους, ανεξέλεγκτο να τρέχει προς το πουθενά, οι γυναίκες να ουρλιάζουν και να στραυροκοπιούνται και μεις τα παιδιά λευκά σαν πανιά να κλείνουμε τα μάτια. Χάρη στην παροιμιώδη ψυχραιμία και μεγάλη οδηγική εμπειρία του οδηγού, σε μια στροφή το αυτοκίνητο έκοψε σε μια μικρή ανηφοριά στο πλάι και σταμάτησε εκεί αισίως. Έτσι δεν μεταμορφωθήκαμε όλοι σε αγγελάκια. Μέχρι να βρεθεί με ωτοστόπ άνθρωπος να πάει τον οδηγό στο Λαγκαδά να δώσει τα κλειδιά σε ειδικό να αποκαταστήσει τη ζημιά, να βρει δυο ταξί να έρθει να μας πάρει να μας πάει στον προορισμό μας έφτασε μεσημέρι. Κινητά φυσικά δεν υπήρχαν, ήμαστε στα μέσα των 70s. Φτάσαμε με τα πολλά κατάκοποι στη Ρεντίνα αργά, σχεδόν το απόγευμα. Στο γυρισμό δε επιστρέψαμε με ένα αγροτικό της παρέας, Γεωργοκτηνοτροφικόν έγραφε στο πλάι, που ανέλαβε να μας μεταφέρει στην καρότσα του. Σαν να έχω ακόμα το αεράκι της καρότσας στο πρόσωπο μου αισθάνομαι στη θύμηση του.

Οι υπόλοιποι, καμιά τριανταριά άνθρωποι όπως πάντα, είχαν ανησυχήσει όμως με τις απαραίτητες εξηγήσεις και ένα κερί που ανάψαμε στην τοπική εκκλησία στο δάσος όλα ξεχάστηκαν και άρχισε αυτό που γινόταν κάθε Πρωτομαγιά. Η ετήσια γιορτή της φύσης. Που είχε τα πάντα. Ατέλειωτο παιχνίδι, ατέλειωτο φαγητό, τα πρώτα αθώα πονηρά παιδικά παιχνίδια πίσω από κάτι θάμνους, πιθανά να τα θυμάστε οι παλαιότεροι, όπως η Μπουκάλα και η Πυθεία, στεφάνια τα οποία γυρνούσαν στην πόλη και καίγονταν στη μερα του Άι Γιαννιού, κάθε χρόνο τα ίδια. Κυρίως όμως είχε μια αίσθηση κοινότητας που έχει εκλείψει από χρόνια πολλά. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τους ήχους της μουσικής που έπαιζε από κάτι μεγάλες κασέτες του αυτοκινήτου, κυρίως το Υπάρχω του Καζαντζίδη που είχε κυκλοφορήσει  τότε στα κοντά και είχε λιώσει στην κυριολεξία εκείνες της Πρωτομαγιές.

Νομίζω πως λίγες μέρες το χρόνο περιμέναμε με τέτοια ανυπομονησία όσο τις Πρωτομαγιές των παιδικών μας χρόνων. Που ευτυχώς κράτησαν μέχρι το τέλος του γυμνασίου, πριν αρχίσουμε να παίρνουμε τους δρόμους μας, να ξεμακραίνουμε. Αν με ρωτήσεις Δεκαπενταύγουστο να σου πω δεν θυμάμαι κανέναν. Πρωτομαγιά όμως στη Ρεντίνα με σπασμένα τα φρένα μια θυμάμαι σίγουρα…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα