Parallax View

Περνώντας τον Μπράλο

Το τρένο που με κατεβάζει για μια ακόμη φορά στην Αθήνα περνάει από τον Μπράλο. Αυτό το κομμάτι της διαδρομής με ξεκουράζει. Πάντοτε με ξεκούραζε, από παιδί, τότε που ταξιδεύαμε με τον «καρβουνιάρη». Κολλάω, όπως και τότε, τη μύτη μου στο τζάμι, εξερευνώ το διαρκώς εναλλασσόμενο τοπίο, τις μικρές χαράδρες, τις πηγές νερού, τα βράχια […]

Parallaxi
περνώντας-τον-μπράλο-9795
Parallaxi
1.jpg

Το τρένο που με κατεβάζει για μια ακόμη φορά στην Αθήνα περνάει από τον Μπράλο. Αυτό το κομμάτι της διαδρομής με ξεκουράζει. Πάντοτε με ξεκούραζε, από παιδί, τότε που ταξιδεύαμε με τον «καρβουνιάρη». Κολλάω, όπως και τότε, τη μύτη μου στο τζάμι, εξερευνώ το διαρκώς εναλλασσόμενο τοπίο, τις μικρές χαράδρες, τις πηγές νερού, τα βράχια και τις σπηλιές, προσπαθώ να ξεχωρίσω τα φυτά. Ανάμεσα στα πουρνάρια και τα σχίνα διακρίνω τις κουμαριές, τις κουτσουπιές, τις αγριοσυκιές, τα φλισκούνια και τις μέντες, τα θυμάρια και την ρίγανη. Αναρωτιέμαι πόσες χιλιάδες χιλιάδων άλλα μάτια έχουν ακουμπήσει σε αυτές τις εικόνες. Πόσες μύτες έχουν κολλήσει στα τζάμια των τραίνων. Ξεχωρίζω ανάμεσά τους πρόσωπα αγαπημένων μου που πια δεν υπάρχουν σε όλες τους τις πιθανές ηλικίες. Τον παππού μου νεαρό δημοσιογράφο. Τον άλλο μου παππού νεαρό ηθοποιό. Τη γιαγιά μου με ένα μυθιστόρημα στα χέρια. Τη μάνα μου μωρό. Τον πατέρα μου Εύελπη της στρατιωτικής ιατρικής. Τις γυναίκες που αγάπησα. Τους φίλους. Εμένα παιδί. Χαζεύω τα ερημωμένα στρατιωτικά φυλάκια και τα πυροβολεία δίπλα στη γραμμή. Ονειρεύομαι πως, έστω για μια νύχτα, μένω σε ένα από αυτά με ένα φλασκί κρασί, άφιλτρα Santé, μια λάμπα θυέλλης και αθλητική εφημερίδα, κατά προτίμηση παλιά, της δεκαετίας του ’70. Να διαβάζω για τον Δεληκάρη, τον Δέδε, τον Χάιτα, τον Παπαϊωάννου, τον Καμάρα, τον Γιούτσο. Η επιθυμία μπερδεύεται με τη μνήμη και το όνειρο, διακόπτεται από το ξάφνιασμα καθώς ένα κιρκινέζι κάνει βουτιά στο βαθύ φαράγγι, πριν το τούνελ. Το ακολουθώ με τα μάτια. Σκοτάδι. Φως. Σκοτάδι ξανά και ξανά ήλιος. Μπαίνω φθινόπωρο και βγαίνω χειμώνα και μετά άνοιξη. Γυρίζω δίπλα και βλέπω τη γιαγιά μου να ανοίγει το τάπερ με τα κεφτεδάκια. Χαμογελάει. Σκοτάδι πάλι. Το μεγάλο τούνελ του Μπράλου. Είμαι εδώ, είμαι εκεί, είμαι τότε. Στο βυθό της μνήμης νιώθω την άνωση του χρόνου.

Μπαίνοντας στην τελευταία γαλαρία, πριν βγούμε για Τιθορέα, κι ένα φλας αστράφτει πίσω από τα μάτια μου. Κι αν όλο αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι παρά ένα ασήμαντο επεισόδιο; Κι αν την κρίση μας την έχουν «εμφυτεύσει» και στην πραγματικότητα είναι μία γκρίζα, ασήμαντη φούσκα;

Ασυνείδητα γυρίζω το κεφάλι πίσω σαν να για να βρω την απάντηση στον Μπράλο που έχει όμως απομακρυνθεί από το οπτικό μου πεδίο.

Αναζητώ πάλι τα πρόσωπα που έχουν χαθεί και που είναι όλα παρόντα. Αισθάνομαι πως συγκατανεύουν. «Ναι, όλα μέσα στο μυαλό σας είναι!». Όλα…

Η χελώνα που βλέπω φευγαλέα ανάμεσα στους θάμνους μπορεί να θυμάται ακόμη την έκρηξη από τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Μπορεί να θυμάται κι εμένα ακόμη, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι εκείνη την άνοιξη του ’69… Και τη φαντάζομαι, δεκαετίες μετά, στο ίδιο σημείο ή λίγο πιο εκεί, με το βλέμμα ενός άλλου μικρού Αντρέα να την ακουμπά απαλά στο καβούκι…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα