Parallax View

Σύμπτωση

Σε πενήντα λεπτά το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Μετά από πέντε χρόνια θα επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης της φρενήρους εκείνης εξόδου του για το Λονδίνο.

Parallaxi
σύμπτωση-16228
Parallaxi
plane.jpg

του Γρηγόρη Βιόπουλου

Ο Μάνος άνοιξε τα μάτια του. Το φως του ήλιου τον χτυπούσε στο πρόσωπο από το παράθυρο. Η φωνή της αεροσυνόδου ενημέρωνε ότι σε πενήντα λεπτά το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Μετά από πέντε χρόνια θα επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης της φρενήρους  εκείνης εξόδου του για το Λονδίνο.

«Καφέ παρακαλώ». Οι υπόλοιποι επιβάτες που μπορούσε να δει από τη θέση του, ήταν τουρίστες. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δίπλα του, τού έδινε την εντύπωση μιας εξοικείωσης με τον προορισμό. Είχαν μια ήρεμη ευδιαθεσία στο πρόσωπο και στη συμπεριφορά. Οι παρέα των τριών στις διπλανές θέσεις, προφανώς gay φίλοι, ο ένας έλληνας, πλέον τουρίστας κι αυτός. Μάλλον ήταν ζευγάρι με τον έναν Άγγλο. Οι Άγγλοι είχαν τον ενθουσιασμό της πρώτης επίσκεψης. Κοιτούσαν συνεχώς με ενδιαφέρον έναν ταξιδιωτικό οδηγό και έκαναν ερωτήσεις. Του άρεσε να κάνει τέτοιες εικασίες παρατηρώντας τους άλλους, για να περάσει την ώρα του λιγότερο βαρετά.

Μόλις βρέθηκε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του αεροπλάνου, ο Αύγουστος τον αγκάλιασε με το ζόρι, υγρός και ζεστός. Το αυτοκίνητο που τον περίμενε θα τον οδηγούσε σε ό,τι πιο κοντινό υπήρχε στην έννοια του παραδείσου για τους Θεσσαλονικείς. Η μητέρα του που την είχε δει τελευταία φορά το προηγούμενο καλοκαίρι στο Λονδίνο, με εμφανή χαρά κατευθυνόταν μαζί του και χιλιάδες άλλους μποτιλιαρισμένους κατοίκους της πόλης προς τη Χαλκιδική.

Έφτασαν δυόμιση ώρες μετά. Όση ώρα είχε χρειαστεί να φτάσει από το Λονδίνο. Ήταν αργά το απόγευμα. Τον περίμεναν στο εξοχικό τους ο αδερφός του με τη γυναίκα του και τον ανηψιό του, ένα παιδάκι έξι χρονών. Όλους είχε να τους δει από τότε που έφυγε.

Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε δύσπνοια από τη ζέστη και βαρυστομαχιά από το φαγητό. Επέμεναν όλοι ότι έπρεπε να φάει, γιατί φαινόταν χλωμός και αδύνατος. Από ευγένεια ή μάλλον από αμηχανία είχε φάει πολύ. Και μετά ήπιε με τον αδερφό του σε ένα τοπικό μπαρ. Έπινε και άκουγε περί μισθών, οικονομίας, πολιτικής και γεμίσαμε ξένους. Γύρω του οι θαμώνες τού φαίνονταν άθικτοι από την κρίση. Επιφανειακοί, όπως του φαίνονταν πάντα οι  θαμώνες σ’ αυτά τα παραθεριστικά μπαρ της μόδας. Μ’ έναν τρόπο, όμως, απογυμνωμένοι από κάθε άλλοθι. Καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν το μόνο πράγμα που θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν. Να υποδύονται μεγαλεία. Ήθελε να κοιμηθεί.

Όταν ξύπνησε, είχαν πάει όλοι για μπάνιο. Εκτός από τη μητέρα του. Ήπιαν καφέ και τον ρώτησε πώς αισθάνεται μετά από τόσα χρόνια που είχε να έρθει. Πήρε τηλέφωνο ο πατέρας του, που ζούσε με τη νέα του σύζυγο κάπου στην Αλεξανδρούπολη και τον κάλεσε να πάει. Εκείνη τη μέρα απέφευγε να δώσει απαντήσεις.

Πήγαν με τη μητέρα του να συναντήσουν τον αδερφό του σε ένα beach bar. Είχε πολύ κόσμο και καθόλου χώρο. Φορούσαν όλοι εκθαμβωτικά γυαλιά ηλίου. Ή έτσι του φάνηκε. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή. Έβλεπε παλιούς γνωστούς απλωμένους σε ξαπλώστρες με παλιές γνωστές ξαπλωμένες δίπλα τους και άγνωστα παιδάκια, που ήταν δικά τους, με κάποιον τρόπο.

Άντεξε δυο ώρες. Έκανε μια βουτιά, που δεν απόλαυσε, και ανέβηκε σπίτι μόνος. Απογοητεύτηκε, γιατί η θάλασσα του είχε λείψει.

Είχε ακόμα το τηλέφωνό του. Όταν έφυγε δεν τον είχε χαιρετήσει. Δεν είχε λόγο. Είχαν χαθεί για δυο μήνες. Ο Γιάννης είχε πάρει τη δουλειά με γνωριμία, που είχε στην αρχιτεκτονική εταιρία, και το γνώριζε από την αρχή σχεδόν ότι θα έπαιρναν εκείνον. Ο Μάνος το έμαθε πολύ αργότερα. Και όλο το διάστημα που προετοίμαζαν τις προτάσεις τους, δήθεν αγωνιούσε και αμφέβαλλε και του έλεγε « Μάνο σίγουρα εσένα θα προτιμήσουν, γιατί είσαι ο καλύτερος».

Κάλεσε το νούμερό του. Θα μπορούσε να περιμένει τότε. Θα είχε βρει κάτι άλλο. Αλλά δεν άντεχε να βρίσκεται στην ίδια πόλη μαζί του. Ούτε καν στη ίδια χώρα. Ήθελε να βρεθεί μακριά. Πολύ. Χωρίς αναφορές.

Βγήκε ο τηλεφωνητής. Το έκλεισε. Ποτέ δεν είχε καταλάβει, γιατί δεν του είχε πει τουλάχιστον, ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί κι εκείνος. Από συνήθεια, μάλλον, να βλέπει τις προσδοκίες των άλλων να διαψεύδονται.  Αυτές που καλλιεργούσε στους άλλους, χωρίς να έχει σκοπό να ικανοποιήσει. Όπως μεταξύ τους, όταν έδειχνε να κολακεύεται από το ενδιαφέρον του, όταν δεχόταν τη σωματική επαφή και οικειότητα, χωρίς καμιά προοπτική.

Ξαναπήρε τηλέφωνο. Βγήκε ο τηλεφωνητής. « Γιάννη, ο Μάνος είμαι. Βρίσκομαι Θεσσαλονίκη. Αν θέλεις πάρε». Στην εταιρία ήταν βασικό στέλεχος ένας τύπος με τον οποίο ο Μάνος έβγαινε παλιότερα. Ο Μάνος δεν το ήξερε αυτό. Αφού είχαν συμβεί όλα, τον συνάντησε ξανά τυχαία σ’ ένα μπαρ και άρχισαν να μιλάνε. Του είχε πει για κάποιον που είχε γνωρίσει, ως υποψήφιο μιας δουλειάς, ο οποίος φάνηκε να του δείχνει ένα περισσότερο από επαγγελματικό και φιλικό ενδιαφέρον, μέχρι που πήρε τη δουλειά με τη βοήθειά του, και όλα σταμάτησαν, πριν συμβεί ο,τιδήποτε. Όταν τον ρώτησε σε ποια εταιρία εργαζόταν, κατάλαβε. Δεν είχε μπορέσει καν να αηδιάσει. Είχε μουδιάσει.

Απόφασισε να περάσει το βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Πήρε το αυτοκίνητο της μητέρας του και ξεκίνησε. Θα έμενε στο οικογενειακό σπίτι. Μια έντονη νοσταλγία τον οδηγούσε να κάνει ξανά μόνος αυτή τη διαδρομή, όπως παλιά, που με κάθε ευκαιρία εξαφανιζόταν πίσω στη έρημη πόλη, όσο οι άλλοι έκαναν διακοπές. Του άρεσε η πόλη άδεια, απαλλαγμένη, σχεδόν σε εγκατάλειψη. Αισθανόταν ελεύθερος μέσα της, σαν πιστός εραστής.

Είχε ήδη νυχτώσει και η κίνηση της εξόδου της Παρασκευής κυλούσε πάνω στο οδόστρωμα του αντίθετου ρεύματος άβουλα, αυτόματα. Είχε αναπτύξει ταχύτητα και ένιωθε ότι μόνο αυτός οδηγούσε με κάποιο σκοπό. Να φτάσει στην έρημο της πόλης.

Δρόμοι κενοί, κατεβασμενά στόρια στα μαγαζιά, λίγοι περαστικοί, αγόρια με ποδήλατα και skate, ζευγάρια.

Σταμάτησε και πάρκαρε σ’ έναν δρόμο στο κέντρο, κοντά στο σπίτι του στη Ναυαρίνου, όπου κανονικά δεν μπορούσες ποτέ να βρεις να σταματήσεις.

Ήθελε να περπατήσει στη γειτονιά του. Στην πλατεία που άραζε με τους φίλους του, να δει το γωνιακό καφέ που σύχναζε δίπλα στ’ αρχαία.

Περπατούσε γρήγορα. Είχε αρχίσει να αισθάνεται δυσφορία. Κάτι σαν ματαίωση. Σαν να περπατούσε μέσα στο ξεχασμένο σκηνικό μιας ταινίας, στην οποία είχε κάποτε παίξει. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Μια γυναίκα στην άλλη άκρη τον ενημέρωνε ότι ήταν η σύζυγος του Γιάννη και ότι μπορούσε να του δώσει το τηλέφωνό του, αν ήθελε. Στο βάθος ακουγόταν ένα μωρό.

Δεν πήγε καν στο σπίτι του. Κοιμήθηκε σ’ ένα ξενοδοχείο και την επόμενη μέρα επέστρεψε στη Χαλκιδική, όπου δεν άντεξε περισσότερο από μια μέρα ακόμη.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής σκέφτηκε όλα τα γεγονότα που τον οδήγησαν να φύγει τότε και ήταν ξεκάθαρο ότι ένας παλιός fuck buddy του είχε αλλάξει τη ζωή. Με μια κρίσιμη πληροφορία. Τώρα γύριζε στον σύντροφό του, στην επαγγελματική σιγουριά, στους φίλους του. Ευχήθηκε όλ’ αυτά να κρατήσουν.

Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο, για λίγο. Πριν προλάβει να εμφανιστεί ξανά, το αεροπλάνο είχε αλλάξει προσανατολισμό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα