Parallax View

Στα τρένα

της Ερωδίτης Παπαποστόλου Payday Loan Kent Wa «Θέλω να πάω στα τρένα…», έλεγε και ξανάλεγε. Πάντα του άρεσαν τα τρένα…Οι σιδηροδρομικές γραμμές του έδιναν την αίσθηση ενός ατελείωτου ταξιδιού… «Όταν ταξιδεύεις με το τρένο, είναι σαν να ταξιδεύεις στο όνειρο», συνήθιζε να λέει. Τον ξεκούραζε να τα κοιτάζει καθώς περνούσαν, πλάθοντας ιστορίες στο μυαλό του για […]

Parallaxi
στα-τρένα-27818
Parallaxi
heading_to_the_future_1.jpg

της Ερωδίτης Παπαποστόλου

«Θέλω να πάω στα τρένα…», έλεγε και ξανάλεγε.

Πάντα του άρεσαν τα τρένα…Οι σιδηροδρομικές γραμμές του έδιναν την αίσθηση ενός ατελείωτου ταξιδιού…

«Όταν ταξιδεύεις με το τρένο, είναι σαν να ταξιδεύεις στο όνειρο», συνήθιζε να λέει.

Τον ξεκούραζε να τα κοιτάζει καθώς περνούσαν, πλάθοντας ιστορίες στο μυαλό του για φανταστικά μέρη που περίμεναν τους επιβάτες στο τέλος κάθε σταθμού. Ήταν το μόνο μέσο που χρησιμοποιούσε όταν ταξίδευε. Καθώς τα τοπία εναλλάσσονταν με γρήγορες ταχύτητες, ένιωθε ότι αντίκρυζε κάθε φορά κι ένα διαφορετικό κόσμο…. Όταν η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα, το θέαμα γι αυτόν ήταν μυστηριώδες και συναρπαστικό. Οι σιδηροδρομικές γραμμές αιωρούνταν στο κενό…

Κάθησε σε ένα παγκάκι, ακούμπησε δίπλα του το μπαστούνι και κοίταξε νοσταλγικά. Εκείνη την ώρα ακούστηκε ο συναγερμός που ειδοποιεί τους περαστικούς και τα αυτοκίνητα να σταματήσουν. Οι προστατευτικές μπάρες κατέβηκαν κι ένα τρένο πέρασε σε λίγα λεπτά από μπροστά του. Ίσως ήταν ιδέα του, αλλά νόμισε πως είδε γνώριμα πρόσωπα στα παράθυρα να του χαμογελούν. Χαμογέλασε κι εκείνος.

Σηκώθηκε και προχώρησε προς το αμαξοστάσιο με αργά βήματα. Αν και απαγορευόταν κανείς δεν φάνηκε να του δίνει σημασία. Ο χώρος ήταν άδειος, εκτός από ένα πολύ παλιό τρένο, που βρισκόταν σταματημένο μπροστά στην είσοδο. Τα φώτα που έπεφταν πάνω του, το έκαναν να φαντάζει απόκοσμο…

Το παλιό τρένο σφύριξε ξαφνικά και οι μηχανές του άναψαν. Ετοιμαζόταν να φύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε στο τρένο και καθώς προχωρούσε στο μακρύ διάδρομο συνάντησε και πάλι τα γνώριμα πρόσωπα που είδε πριν από λίγη ώρα να του γνέφουν χαμογελώντας…τελικά δεν ήταν η ιδέα του…

Το τρένο ξεκίνησε. Κάθησε σε μια θέση και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Καθώς τα τοπία άρχισαν να εναλλάσσονται με γρήγορες ταχύτητες και ο ένας κόσμος διαδεχόταν τον άλλο, ένιωθε πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από την τελευταία φορά που είχε ταξιδέψει με τρένο. Ο εισπράκτορας πέρασε από δίπλα του για να βεβαιωθεί ότι ήταν όλοι στις θέσεις τους.

«Συγγνώμη…πού πηγαίνει αυτό το τρένο;» «Έχει σημασία;», τον ρώτησε και του έκλεισε το μάτι. «Όχι…», μουρμούρισε εκείνος καθώς απομακρυνόταν κι έγειρε το κεφάλι του στο κάθισμα.

Εκείνη τη στιγμή πυκνή ομίχλη έπεσε ξαφνικά και το τρένο άρχισε να ταξιδεύει στα σύννεφα. Έτσι όπως κοιτούσε από ψηλά, όλα έμοιαζαν τόσο ασήμαντα, τόσο μικρά, τόσο μάταια. Όλα όσα πέρασε, όλος ο πόνος που ένιωθε εξαφανίστηκαν. Πέταξε πάνω από τη γειτονιά που μεγάλωσε, άδεια πια χωρίς παιδιά να παίζουν στους δρόμους. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρέχουν αγχωμένοι για να προλάβουν τις δουλειές τους. Το βλέμμα του σταμάτησε σε ένα σημείο στο δρόμο όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, γύρω από ένα ασθενοφόρο. Αισθάνθηκε μια περίεργη ανακούφιση, έκλεισε τα μάτια του κι ονειρεύτηκε το τελευταίο του ταξίδι.

Ένας δημοσιογράφος που έκανε έρευνα για τους αστέγους της πόλης, προχώρησε προς το ασθενοφόρο.

«Συγγνώμη, τι συνέβη;», ρώτησε ένα παιδί που πουλούσε κουλούρια. «Ήταν ένας άστεγος», του απάντησε το παιδί. «Τον έβλεπα κάθε μέρα που ερχόμουν να πουλήσω τα κουλούρια μου.” «Τι άλλο μπορείς να μου πεις γι αυτόν;», το ρώτησε. «Ξέρεις, εγώ γράφω ένα άρθρο για τους αστέγους.» «Αυτό που έλεγε συνέχεια», άρχισε το παιδί, «ήταν ότι ήθελε να πάει στα τρένα…».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα