Parallax View

Ένα σωσίβιο στη στεριά

Το να ανοίγεις το σπίτι σου και να φιλοξενείς μια οικογένεια προσφύγων είναι μια απόφαση δύσκολη. Ας δούμε πως την υλοποίησε μια οικογένεια της πόλης.

Άσπα Πάσσιου
ένα-σωσίβιο-στη-στεριά-99927
Άσπα Πάσσιου

gel

Εικόνα: Γκέλη Δούμπη

Σε αντίθεση με πολλούς βόρειους συντοπίτες μου, δεν έχω ούτε μνήμες ούτε αφηγήσεις προσφυγιάς. Οι πρόγονοί μου ήταν “ντόπιοι”, μέχρι τέσσερις γενιές πίσω που γνωρίζω. Αυτό δεν το λογαριάζω για καλό. Άλλο να έχεις προσωπικές μαρτυρίες, άλλο να ξέρεις από πρώτο χέρι από τη γιαγιά σου πώς τα έζησε όλα αυτά και πώς εντέλει η ιστορία καταλήγει σε εσένα, σε μια πόλη, σε κάποια σχολεία με πολλούς συγγενείς και άλλο να τα έχεις διαβάσει στις σελίδες του Λουντέμη και της Σωτηρίου.

Την προηγούμενη εβδομάδα, με τις πολλές βροχές, με τις εικόνες της ατελείωτης λάσπης στους πρόχειρους καταυλισμούς της Ειδομένης με την αγωνία όλων αυτών των ανθρώπων που μεταφέρονταν και μέσω κοινωνικών δικτύων, “τρωγόμουν”. Ήδη κάποιοi γνωστοί μου το είχαν κάνει και το ζήλεψα. Το είχα συζητήσει με την υπόλοιπη οικογένεια, να φιλοξενήσουμε κάποιους για λίγες μέρες, να ξαποστάσουν κάπως από την κούραση, τη βροχή, τη βρωμιά. Οι αντιδράσεις του 9χρονού μας, που είναι και ο πιο “δύσκολος” κάμφθηκαν όταν κάναμε μια αναλυτική συζήτηση με τη βοήθεια της google και των εικόνων της, για το τι συμβαίνει στη Συρία, πώς ήταν και πώς βρέθηκαν έτσι αυτοί οι άνθρωποι. Η δική του συμφωνία ήταν καταλυτική.

Απευθύνθηκα σε κάποια κοπέλα που πήγαινε στην Ειδομένη ως εθελόντρια, να βρει μια οικογένεια. Μου υποσχέθηκε ότι θα το κανονίσει μόλις ξαναπάει. Αλλά η βρόχα έπεφτε right through και πέρασαν δυο μέρες. Την τρίτη μέρα βλέπω μια ανάρτηση που δίνει τηλέφωνα άλλων εθελοντών στο Χέρσο και κάνουν έκκληση σε όποιον μπορεί να φιλοξενήσει κάποιους. Με δυο τηλεφωνήματα και με μια διαδρομή εκεί με το αυτοκίνητο, το θέμα έληξε. Τους υποδεχτήκαμε.

Στο τρίωρο που μεσολάβησε από την ώρα που μας έδωσαν το Ok μέχρι να φτάσουν σπίτι, δανείστηκα δύο παπλώματα από τη γειτόνισσα, κατέβασα άλλο δύο από τα πατάρια, έβγαλα ό,τι μαξιλάρι είχαμε, παπλωματοθήκες, σεντόνια, πετσέτες κλπ. Ήταν Καθαρά Δευτέρα. Διάφορα σαρακοστιανά είχαν περισσέψει από το μεσημεριάτικο τραπέζι, τα ένωσα με ό, τι άλλο είχα στο ψυγείο για το βραδινό γεύμα τους. Θα κοιμόταν όλοι στο σαλόνι, σε έναν καναπέ που ανοιγόμενος γίνεται διπλό κρεβάτι και δίπλα του ένα αερόστρωμα από το καλοκαιρινό κάμπινγκ, διπλό και αυτό, φουσκωτό. Ζήτησα βοήθεια και πράγματα από φίλες μαμάδες του Σχολείου του μεγάλου, ήρθαν μέσα σε λίγη ώρα, καθαρά εσώρουχα και ρούχα, μπουφάν, κάλτσες, τα πάντα. Όταν ήρθε ο Μοχάμεντ, η Σατίβα, το 7χρονος Τζαμίλ και η 4χρονη Χίβα, ήμουν σίγουρη πως μπορούσαν το ίδιο κιόλας βράδυ, να είναι καθαροί, στεγνοί, με καθαρά ρούχα, χορτάτοι και να κοιμηθούν ξένοιαστοι.

Έφτασαν με μια σακούλα πλαστική όλο κι όλο. Δεν το πίστευα, εμείς για ένα Σαββατοκύριακο, ίδια οικογένεια, θέλουμε μέχρι και μπαγκαζιέρα. Εμφανώς ταλαιπωρημένοι. Η γυναίκα έβηχε πολύ. Το αγοράκι τους το ίδιο. Γρί αγγλικά. Στη μέση το τάμπλετ και η google μετάφραση. Πιάσαμε και τα νοήματα. Πρώτα από όλα μπάνιο, για όλους. Η γυναίκα έπλυνε πρώτα το κοριτσάκι, ο άνδρας το αγόρι, τους φόρεσαν καθαρά ρουχάκια και έπειτα πλύθηκαν αι οι ίδιοι. Τους δώσαμε φάρμακο για το βήχα, η γυναίκα αντιδρούσε, σαν να μην ήθελε να το πάρει. Το πήρε όμως, όπως και το αγόρι. Τους βάλαμε να φάνε. Τα παιδιά μας ξεσήκωναν τα δικά τους να παίξουν, αφού τα περιεργάστηκαν καλά καλά. Τα μεν αραβικά, τα δε ελληνικά, δεν έβρισκαν άκρη, αλλά έπαιξαν.

Είναι συνεσταλμένοι. Δεν μιλούν ούτε μεταξύ τους. Εκεί κάπου ανακάλυψα ότι η γυναίκα είναι κωφάλαλη. Και με τα παιδιά της συνεννοείται με νοήματα και κάτι μικρές φρασούλες που βγάζει, σαν να μπορεί να πει μόνον μια συλλαβή από την κάθε λέξη. Ίσως είναι μόνον κωφή αλλά επειδή δεν δέχτηκε ποτέ μαθήματα να αντιγράφει όσα προλαβαίνει από την κίνηση των χειλιών των άλλων.

Ο γείτονας μου είναι από Ιορδανία. Τον επιστρατεύσαμε το ίδιο βράδυ για μετάφραση, αφού ήξερε αραβικά. Έτσι μάθαμε την ιστορία τους. Κούρδοι της Συρίας, 7 αδέλφια από την πλευρά του Μωχάμεντ, ένας έμεινε εκεί, ένας άλλος πρόλαβε με την οικογένειά του και έφτασε Γερμανία και τους περιμένει… ο ίδιος και ένας αδελφός του ήρθαν στην Ελλάδα και οι υπόλοιποι μαζί με τους γονείς έμειναν στην Κωνσταντινούπολη, στον καταυλισμό από όπου ήρθαν και οι δικοί μας μετά από δύο χρόνια παραμονής εκεί.

Πλήρωσαν 3.500 δολάρια για το ταξίδι Κωνσταντινούπολη- Σμύρνη – Χίος. Από εκεί, τους πήρε ελληνικό πλοίο και τους πήγε στον Πειραιά. Καταγράφηκαν και μας έδειξαν τα χαρτιά τους, δεν απελαύνονται και δεν επαναπροωθούνται για 6 μήνες τουλάχιστον. Από τον Πειραιά τους τοποθέτησαν σε ξενοδοχείο στην Ομόνοια, αλλά δεν ήθελαν, ήθελαν να φτάσουν στα σύνορα, ήταν ακόμη ανοικτά. Μπήκαν σε άλλο καράβι που τους πήγε στην Καβάλα. Από εκεί τους οδήγησαν στον καταυλισμό στο Χέρσο. Τα σύνορα είχαν κλείσει. Παγιδεύτηκαν στην Ελλάδα. Ωστόσο γλίτωσαν από την Κωνσταντινούπολη, όπως λένε.

Και όσο για τα καθημερινά κουτσομπολιά… Η Σατίβα είναι κούκλα, ό, τι φαίνεται από αυτήν τέλος πάντων, το ίδιο και το κοριτσάκι τους, που της μοιάζει. Η Σατίβα είναι παρούσα – απούσα. Δεν έχει θλίψη, χαμογελάει με το κάθε τι που της δείχνεις με νοήματα. Με το πλυντήριο πιάτων, έκανε σαν μωρό παιδί ( α, υπάρχει κάτι τέτοιο;) με το ασανσέρ είχε μεγαλύτερη έκπληξη από τα ίδια τα παιδιά (δεν φαίνεται να έχουν ξαναμπεί). Την χρύσωσα να βγάλει το μπουφάν της μέσα στο σπίτι αλλά τίποτε (προφανώς για να μην διαγράφεται τίποτε από το σώμα της). Της πρότεινα να πάμε για κούρεμα και σε αυτή και στα παιδιά, δεν θέλουν. Το μαλλί της δεν ξέρουμε πώς είναι, φοράει κάτι σαν φιλέ και από πάνω μαντήλα, την οποία δεν έχει βγάλει στιγμή- ούτε στον ύπνο της. Ενώ έχουμε συνεννοηθεί να ανοίγει το ψυγείο, να ετοιμάζει ό, τι θέλει για φαγητό, να παίρνουν ελεύθερα φρούτα, γάλα, γιαούρτι, ρυζόγαλα, δεν το κάνει ποτέ. Περιμένει να τους σερβίρουμε φαγητό και μια μέρα που ξεθάρρεψε έπλυνε τα πιάτα (όχι στο πλυντήριο). Η Σατίβα είναι βιδωμένη στον καναπέ. Εκεί την αφήνω, εκεί την βρίσκω να χαμογελάει. Φαίνεται να αγαπάει πολύ τα παιδιά της, αλλά δεν τα ζουζουνιάζει όλη την ώρα όπως εμείς τα δικά μας. Τα χαϊδεύει αρκετά και μια φορά την είδα να τα φιλά.

Ο Μωχάμεντ είναι καλός και μοιάζει και έξυπνος. Την φροντίζει (με τα φάρμακα, με το να της δίνει να καταλάβει τι έχουμε πει). Μιλάει συνέχεια με κάτι σαν Viber στο κινητό. Δεν ξέρω με ποιους, με τους συγγενείς του στην Γερμανία, στην Κωνσταντινούπολη, με φίλους; Πάντως από εκεί έχει πλήρη ενημέρωση για το τι συμβαίνει, πριν καν του το πούμε. Πρώτη μέρα ρώτησαν πού είναι η Ανατολή, τους δείξαμε. Τους ρωτήσαμε αν προσεύχονται 5 φορές τη μέρα αλλά μας απάντησαν πως είχαν μέρες που δεν είχαν προσευχηθεί καθόλου. Δεν καπνίζουν, δεν πίνουν φυσικά αλκοόλ, δεν προσεύχονται, πού στο καλό την βρίσκουν τόση νηφαλιότητα;

Τα παιδιά τους είναι επίσης πολύ ήσυχα και καλότροπα. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε πλήρη ανάπτυξη είμαστε 4 μεγάλοι (και από χθες 5 γιατί πήραμε και τον αδελφό που είχε μείνει στο Χέρσο) και 4 παιδιά κάτω των 10 ετών, θα έλεγε “να μου λείπει το τρελλοκομείο”, αλλά είμαστε σαν εκκλησία και αυτό δεν το επιβάλλαμε εμείς, μάλλον αυτοί το καθιέρωσαν. Είναι πράοι, μιλούν χαμηλόφωνα, δεν τσαντίζονται, δεν θυμώνουν, δεν γελούν δυνατά, δεν φέρνουν αντιρρήσεις στα παιδιά τους, ούτε τα παιδιά τους σε αυτούς. Μάθημα.

Τρώνε λίγο. Μάλλον δεν τους αρέσουν και τα φαγητά μας. Ένα ταψί μπριάμ που έφερε η μαμά μου και το είχαμε περί πολλού, ότι τάχαμου θα το “σκίσουν”, δεν τους άρεσε. Τα μπιφτέκια δεν τα ακούμπησαν, γιατί δεν πείστηκαν ότι δεν είναι από χοιρινό, άφησαν όμως τα παιδιά τους να φάνε από αυτά. Ντομάτα και αγγούρι, πολύ. Ρυζόγαλο λίγο, τσάι ολημερίς. Σοκολάτες ναι, είναι διαπολιτισμική υπερτροφή!

Βγήκαμε μόνον μία βόλτα έξω και επειδή δεν ξέρουν να διαβάζουν σηματοδότες και πηγαίνουν φόρα παρτίδα στους δρόμους, τους είπα να μην βγαίνουν και μόνοι τους, γλύτωσαν τον πόλεμο, ας μην πάνε από αυτοκίνητο. Θα βγαίνουμε μόνον μαζί.

“Θα μάθουμε και Ελληνικά, θα βρω και δουλειά, ας ζήσουμε εδώ, μας αρέσει, μόνον να μην μας πάνε σε καμιά φτωχή χώρα, όπως στην Πορτογαλία”, μας είπε ο Μωχάμεντ χθες το βράδυ και δεν ξέραμε πού να πρωτογελάσουμε από τα τόσα σύντομα ανέκδοτα μέσα σε μια φράση. ” Να πάει κι ο Τζαμίλ σχολείο, εκεί (στην Κωνσταντινούπολη) δεν είχε τίποτε για να μάθουν τα παιδιά”, μας αποτέλειωσε.

Σε αυτό το απλό όνειρο, αντιλαμβάνεσαι πως το χρέος σου είναι πολύ περισσότερο από το να τους προσφέρεις ένα μπάνιο και μια αλλαξιά ρούχα. Άρχισα να στήνω με το μυαλό μου κοινότητες, τους σημερινούς καταυλισμούς, όπου οι ίδιοι πρόσφυγες δάσκαλοι θα διδάσκουν στα παιδιά τους, οι μάγειροι θα μαγειρεύουν, ο Μωχάμεντ που είναι ράφτης θα τροποποιούσε – επιδιόρθωνε τα ρούχα όλων, κάποιος είναι χτίστης, κάποιος υδραυλικός, κάποιος μηχανικός, άλλος ηλεκτρολόγος και λίγο λίγο θα το έστηναν το χωριό τους, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε μια καλή κοινότητα, που θα γκρέμιζε τις κακές μνήμες και θα έβαζε καλά θεμέλια για την επόμενη γενιά. Είμαι όμως ανυπόμονη- λένε όλοι, μπορεί και ουτοπική. Θα ήθελα πάρα πολύ να είχα χρόνο και να βοηθήσω να στηθεί έστω μία τέτοια κοινότητα. Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία πρέπει να είναι η ώθηση, από εκεί και πέρα το σπουδαιότερο έργο είναι να τους παρέχεις ένα ασφαλές περιβάλλον και στοιχειώδεις έστω υποδομές και να τους εκπαιδεύσεις να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Αλλά ίσως πράγματι είναι νωρίς. Ακόμη δεν έχουν αποδεχτεί οι περισσότεροι ότι δεν θα περάσουν τα σύνορα. και κάποιοι άλλοι ότι δεν θα τους γυρίσουν πίσω στην Τουρκία. Η επιμονή τους και η προσήλωσή τους στο στόχο, καμιά φορά με εκνευρίζουν, αλλά τις υπόλοιπες με κάνει να τους θαυμάζω.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα