Parallax View

Ξέρεις από Emo;

Είχε ξεμείνει σε κάποιο κατάστημα της Βέροιας. Φεβρουάριος του 2008. Τον κοιτούσαν όλοι περίεργα, τι να ‘ναι άραγε αυτό το κατάμαυρο πλάσμα με τον παράξενο σωματότυπο και τα μουστάκια; Μπορεί στο Εδιμβούργο και στη Γλασκόβη να είναι διάσημος, στην Ελλάδα όμως, πρέπει να συστήνεται και να ξανασυστήνεται, γιατί δεν κυκλοφορούν πολλοί, της ίδιας φυλής. Θυμάμαι […]

Κωστής Ζαφειράκης
ξέρεις-από-emo-30066
Κωστής Ζαφειράκης
1.jpg

Είχε ξεμείνει σε κάποιο κατάστημα της Βέροιας. Φεβρουάριος του 2008. Τον κοιτούσαν όλοι περίεργα, τι να ‘ναι άραγε αυτό το κατάμαυρο πλάσμα με τον παράξενο σωματότυπο και τα μουστάκια; Μπορεί στο Εδιμβούργο και στη Γλασκόβη να είναι διάσημος, στην Ελλάδα όμως, πρέπει να συστήνεται και να ξανασυστήνεται, γιατί δεν κυκλοφορούν πολλοί, της ίδιας φυλής.

Θυμάμαι το πρώτο του Σαββατοκύριακο, όταν ήρθε επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, φοβισμένος, ήρεμος σαν σοφός, ακοινώνητος, μοναχικός, ντροπαλός, μπορεί και σνομπ. Καθόλου τσιγκούνης, όμως, για Σκωτσέζος. Το βλέμμα του είχε μια τρυφερότητα που, ακόμα, δεν την αντέχω. Λιώνεις στο κοίταγμά του, ειδικά όταν γέρνει το πρόσωπό του, πότε δεξιά-πότε αριστερά, προσπαθώντας να δει καθαρά κάτω από την κουρτίνα της φράντζας του. Σε κοιτάζει και ανοίγει ένα παράλληλο σύμπαν, ξεχνάς δουλειές, φούριες, κινητά, ώρα και μέρα. Το περπάτημα του, σκέτη χορογραφία. Όταν βγαίνει βόλτες, στην Αριστοτέλους, στη Ναβαρίνου, στην παραλία, στη Σητεία, στη Ζήρο, στον Ξερόκαμπο, στη Βέροια, στη Βεργίνα, στη Νάουσα, στην Αθήνα, στη Χαλκιδική- είναι ταξιδιάρα ψυχή, τον «τρώνε» όλοι με τα μάτια τους. Λες και βλέπουν μπροστά τους, ξαφνικά, τον Μάρλον Μπράντο ή τον Τζορτζ ΚλούνεΪ. Χλαπαταγή. Το απολαμβάνει όσο δέκα Κλούνεϊ μαζί.

Αλλά δεν χαρίζεται σε κανέναν. Σπανίως πλησιάζει τους ξένους. Και με τους φίλους μου, δεν έχει πολλά-πολλά. Θέλει τον χρόνο του. Είναι στον κόσμο του. Κλειστός χαρακτήρας. Στρείδι. Βαριέται θανάσιμα τις κοσμικότητες κι άμα τον πιάνει το πείσμα του «σκάει γάιδαρο». Μοιάζει με κινητή εικαστική παρέμβαση. Λες και το’ σκασε από τη «Φαντασία» του Ντίσνεϊ κι ήρθε να μας πει μια καλημέρα. Κάποια στιγμή φεύγει για Κρήτη κι αρχίζει να κουτσαίνει ελαφρώς. Αδικαιολόγητα. Ανεξήγητα. Ο γιατρός, μη μπορώντας να δώσει επιστημονική εξήγηση, το γύρισε στην μεταφυσική: κάτι του λείπει, κάποιον αντιγράφει, με κάποιον συμπάσχει, κάτι θέλει να πει μ’ αυτό του το τερτίπι. Εκείνες τις ημέρες είχα κάποιο προβληματάκι με το γόνατό μου. Τον ζαλίζεις ή όχι στα χάδια και στα τσιμπήματα;

Τρελαίνεται να χαζεύει από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όρθιος με τα δυο του πόδια σκαρφαλωμένα στην πόρτα του συνοδηγού. Όταν βλέπει φύση – λαχταριστή, καταπράσινη, λουλουδιασμένη, μοσχοβολιστή φύση- σχεδόν τραγουδάει από τη χαρά του. Είναι και Μόγλης και αστός. Του αρέσουν και η Τσιμισκή με το μποτιλιάρισμά της και οι, εκτός χάρτη, παραλίες του Ξερόκαμπου, στην Κρήτη. Όταν έχει κέφια, μιλάει. Ή τέλος πάντων, βγάζει κάτι άναρθρες φωνούλες, λες και ακούς ένα μωρό. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό. Ποτέ. Δεν αντέχει για πολλή ώρα τον ήλιο, είναι και μαύρος, ρουφάει τη ζέστη σαν σφουγγάρι και του βγαίνει η γλώσσα παπούτσι.

Τρία και κάτι χρόνια μετά, ο Emo (όχι λόγω φράντζας αλλά λόγω του emotional χαρακτήρα του) ή αλλιώς «μαύρη πονηριά», δεν είναι απλώς ένας σκύλος, είναι η αγάπη μεταμφιεσμένη σε σκοτσέζικο τεριέ. Δεν είχα ποτέ μου σκυλί. Και πριν από 4 χρόνια, δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι σημαίνει να ξυπνάς το πρωί από τον ήχο της περπατησιάς του πάνω στο σανίδι. Κι από την ξέφρενη του επιθυμία να σε σηκώσει από το κρεβάτι για να τον πας μια βόλτα. Περάσαμε μαζί, οι δυο μας, το Πάσχα του 2011- για κάποιους λόγους βρεθήκαμε μόνοι μας στην Θεσσαλονίκη. Ξεποδαριαστήκαμε, γυρίσαμε όλη την πόλη, τον φωτογράφισα παντού, σε όλα τα εμβληματικά σημεία -Εγνατία, το άγαλμα του Βενιζέλου στην Αριστοτέλους, Λευκό Πύργο, λιμάνι, Μεγαλέξανδρο. Κι όταν γυρνούσαμε στο σπίτι της Χρυσούλας, ύπνος βαθύς. Με μαξιλάρι τα παπούτσια μου. Ή πάνω στο χαλάκι του.

Όταν κοιμάται, του δίνει και καταλαβαίνει. Αλλάζει πόζες, απλώνει τις αρίδες του, πότε μπρούμυτα με τα δυο του πισινά πόδια απλωμένα, πότε ανάσκελα με τα πόδια του λυγισμένα στον αέρα. Βλέπει και όνειρα. Το καταλαβαίνεις από τις ανάσες του -ξεφυσάει, αναστενάζει, γρυλλίζει- κι από τον τρόπο που κουνάει ελαφρώς το σωματάκι του.

Μετά το μπάνιο, μεταμορφώνεται σε «τέρας της Τασμανίας», θυμάσαι τον Ταζ που περιστρέφεται σαν σβούρα; Σκουπίζει το πρόσωπό του σε όλα τα χαλάκια του σπιτιού, τρέχει σαν δαιμονισμένος από δωμάτιο σε δωμάτιο κι είναι σα να σου λέει: «όταν ξεμένεις από τρυφεράδα και χαρά, εγώ είμαι πάντα εδώ». Τίποτα πιο παρηγορητικό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα