Κόσμος

Ημερολόγια ταξιδιού: Οι κόσμοι του Πεκίνου

Ο Σωτήρης και ο Φοίβος κλείνουν το κεφάλαιο Μογγολία και εισέρχονται στην αχανή Κίνα. Πρώτος σταθμός: Πεκίνο

Σωτήρης Χ
ημερολόγια-ταξιδιού-οι-κόσμοι-του-πεκ-78903
Σωτήρης Χ

Εικόνα: Σωτήρης Χ.

Pekin2

Ένα απότομο τράνταγμα. Κινητικότητα. Ανοίγω τα ματιά. Όλοι όρθιοι. Ήχοι από ντουλαπάκια που ανοίγουν και τσάντες που κλείνουν. Η πόρτα απασφαλίζει. Μια ψιλή φωνή μας καλωσορίζει στο Πεκίνο.

Στεκόμαστε. Το πάτωμα μας μεταφέρει μόνο του. Έλεγχος θερμοκρασίας σώματος, έλεγχος διαβατηρίου, έλεγχος επίδοσης υπαλλήλου. Μας περιμένει ένα μικρό-εσωτερικό τρένο. Δύο στάσεις μετά η παραλαβή αποσκευών.

Ακίνητοι μέσα σε ένα πλήθος που ρέει προσπαθούμε να καταλάβουμε σύμβολα πάνω σε μπλεγμένες γραμμές. Πολύχρωμες οθόνες καλύπτουν τους τοίχους. Διαφημίσεις ομορφιάς δίπλα σε διαφημίσεις γρήγορου φαγητού. Συνωστισμός στην πόρτα. Νιώθεις την πίεση. Η πόρτα έχει ανοίξει.

Χέρια που κρέμονται από χειρολαβές και ξανά οθόνες. Οθόνες μικρές, προέκταση των ματιών, βγάζουν καλώδια που καταλήγουν στα αυτιά. Οι ομιλίες ελάχιστες. Δίπλα στις πόρτες άλλες οθόνες, παλιές. Κινούμενα σχέδια διδάσκουν κάποιο κώδικα ορθής συμπεριφοράς. Έπειτα ξανά διαφημίσεις. Η πόρτα ανοίγει· εδώ κατεβαίνουμε. Αφήνεσαι και το παχύρρευστο πλήθος σε οδηγεί στην έξοδο.

Αέρας βαρύς. Υγρασία μπλεγμένη με καυσαέριο. Ορατότητα μικρή. Ο μεσημεριανός ήλιος χάνεται και μαζί του η πόλη μέσα στο γκρίζο φόντο.

Τώρα έχει πια βραδιάσει. Ο Τάο περπατάει μπροστά με το Φοίβο. Περνάμε κάτω από μια γέφυρα. Χαμηλά, ανάμεσα σε ουρανοξύστες, ξεπροβάλλει μια μικρή γειτονιά. Δρομάκια στενά κι απεριποίητα μα πιο ανθρώπινα απ’ τους αυτοκινητόδρομους που τα κυκλώνουν. Σκοτάδι πολύχρωμο, μπλέκεται με τα λευκά φώτα από τις τζαμαρίες μικρών μαγαζιών, τις κόκκινες επιγραφές, τα φαναράκια που κρέμονται από τη μια άκρη στην άλλη και τις λάμπες πυρακτώσεως που φωτίζουν, ανάμεσα σε ατμούς και καπνό, μικρούς πάγκους με φαγητό του δρόμου. Η ατμόσφαιρα γεμάτη αρώματα. Εναλλάσσονται αστραπιαία πριν προλάβεις πολλές φορές να τα αναγνωρίσεις. Η βουή της πόλης έχει δώσει τη θέση της σε ομιλίες ανθρώπων και κουδουνίσματα ποδηλάτων.

Μπαίνουμε σε ένα από τα μαγαζάκια. Πεντέξι τραπέζια καλυμμένα με φτηνό πλαστικό. Στο άνοιγμα της πόρτας ένας χοντρούλης μάγειρας, ιδρωμένος, με την μπλούζα ανεβασμένη μέχρι το στήθος βγαίνει βιαστικά απ’ τη κουζίνα και έρχεται να μας καλωσορίσει. Καθώς χαμογελάει τα ματιά του χάνονται κάτω απ’ τα φουσκωτά κοκκινισμένα του μάγουλα. Κάτι λένε με τον Τάο. Ρίχνει τη μικρή πετσέτα που κρατούσε στον ώμο και επιστρέφει κεφάτος στην κουζίνα.

Αργείς να το νιώσεις. Ξεκινάει με ένα ανεπαίσθητο κάψιμο και ένα μικρό βήχα για να καθαρίσει ο λαιμός. Μετά τα μάτια τσούζουν. Δακρύζεις. Ζεσταίνεσαι και ιδρώνεις. Ανοίγεις το στόμα και φυσάς προς τα έξω, η μύτη τρέχει. Χαμογελάς. Βήχεις ξανά. Τα χείλη και η γλώσσα μουδιάζουν.

Τελειώσαμε τις μπίρες των 5 γιεν και ξεκινήσαμε να περπατάμε προς το σπίτι. Ο κόσμος στους δρόμους είχε λιγοστέψει. Μερικοί τελευταίοι ποδηλάτες, ταξί και κάποια μεγάλα φορτηγά. Κάτσαμε στο μπαλκόνι και κοιτάγαμε. Είκοσι εκατομμύρια ψυχές μαζεμένες.  (18 Αυγούστου)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα