Κόσμος

Ημερολόγια ταξιδιού: Βαϊκάλη

Δυο φίλοι αποφάσισαν να επενδύσουν ένα χρόνο απ΄τη ζωή τους και να εξερευνήσουν τον κόσμο. Στάση τέταρτη: Βαϊκάλη

Σωτήρης Χ
ημερολόγια-ταξιδιού-βαϊκάλη-65248
Σωτήρης Χ
Εικόνα: Σωτήρης Χ.Baikal
Αγουροξυπνημένοι, με έναν οικτρό καφέ μηχανής στο χέρι, καθόμαστε σε ένα απ’ τα παγκάκια έξω απ’ το σταθμό λεωφορείων. Περιμένουμε. Μερικά τρόφιμα, νερό και μια σκηνή που μας δάνεισε ο Ιγκόρ. Απόψε θα διανυκτερεύσουμε στη Βαϊκάλη.
  Τρεις ώρες μετά, η μηχανή σβήνει με έναν βαθύ αναστεναγμό. Αναστεναγμό μάλλον ανακούφισης, μιας και για ακόμη μια φορά είχε καταφέρει να σταθεί αντάξια της εμπιστοσύνης που της έδειξαν και είχε ολοκληρώσει με επιτυχία το σκοπό της. Εμείς, ανέγγιχτοι από τις χαρές μιας μηχανής, περιμέναμε απλά τις πόρτες να ανοίξουν και κατεβήκαμε. Ξύλινα σπίτια, χωμάτινοι δρόμοι, γελάδια να φέρνουν βόλτες ανενόχλητα ανάμεσα σε εμπορεύματα και φρούτα απλωμένα καταγής.
  Φτάσαμε στην άκρη του μικρού οικισμού και πήραμε το μονοπάτι για τη λίμνη. Περπατούσαμε μέσα στα πεύκα και η φαντασία μου είχε οργιάσει. Απόκρημνα βράχια, απόλυτη ερημιά, ομίχλη. Οι ήχοι όμως καθώς πλησιάζαμε κάθε άλλο παρά ταίριαζαν στα σενάρια της φαντασίας μου. Βουή, άνθρωποι, γέλια, ίσως μουσική, κύματα. Και ξαφνικά μέσα στο δάσος άμμος. Απέραντη άμμος. Είχαμε βρεθεί σε μια τεράστια παραλία. Ρώσικο καλοκαίρι στη μεγαλύτερη λίμνη του κόσμου. Όσο και να ‘θελα δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό που απλωνόταν μπροστά μου ήταν λίμνη. Τα όριά της χάνονταν κάπου στον ορίζοντα και μόνο μερικές κορυφογραμμές αχνοφαίνονταν στο βάθος. Τη διάφορα την ένιωθες τη στιγμή που βουτούσες στο νερό.
  Νωρίς το απόγευμα ξαναμπήκαμε στο δάσος για να στήσουμε. Πήραμε λίγα αναμμένα κάρβουνα από μια φωτιά που μόλις είχαν αφήσει κάποιοι παραδίπλα και αρχίσαμε να μαγειρεύουμε. Κάπου στη μεταφορά, κάποια απ’ αυτά βρέθηκαν κάτω απ’ το πόδι μου. Αντανακλαστικά μηδέν. Μέχρι να καταλάβω ότι ψήνω την πατούσα μου, ήταν ήδη αργά. Τέλεια σκέφτηκα, το πρώτο ατύχημα του ταξιδιού.
  Μετά από λίγο ήρθαν τα παιδιά που είχαμε γνωρίσει στην παραλία. Φέρανε κι αυτοί ότι είχαν μαζί τους και κάτσαμε γύρω απ’ τη φωτιά να φάμε όλοι μαζί. Όταν είδαν το έγκαυμα στο πόδι, άρχισαν να με περιποιούνται χωρίς να μπορώ να φέρω αντίρρηση. Σαπούνι, καθαρή γάζα, ένα έλαιο πεύκου από διπλανό χωριό και ένα αυγό για να το αλείψω πάνω στο τραύμα το επόμενο πρωί. Μπορώ να πω λειτούργησε μια χαρά. Φάγαμε, μιλήσαμε, μας έπαιξαν στη κιθάρα τραγούδια της φυλής τους (Buryat), μας πρόσφεραν ότι τους είχε περισσέψει και πριν αποχαιρετιστούμε, μια τελευταία βουτιά.
  Και κάπου εκεί είναι που λες “Άντε Φοίβο, τώρα ξεμείναμε οι δυο μας πάλι”. Κι όμως, μερικά ξύλα που δώσαμε σε μια παρέα αγοριών από δίπλα αρκούσαν για να καταλήξουμε, ώρες μετά, ζαλισμένοι από τις βότκες που μας κερνούσαν, σε μια ξεχασμένη ρώσικη diskoteke από παλούκια καρφωμένα στην άμμο και καραβόπανα.
  Όταν γυρνούσα προς τη σκηνή το κρύο είχε αρχίσει να θερίζει. Περπατούσα πλάι στην ακρογιαλιά. Η παραλία άδεια. Μόνο κάποιες φωτιές ξεχώριζαν μέσα στο δάσος.
   Τόσος λίγος καιρός κι όμως πόσοι άνθρωποι έχουν βρεθεί στο δρόμο μας. Άνθρωποι με τις δικές τους ιδιαιτερότητες και συνήθειες, με τις δικές τους ιστορίες και προβληματισμούς.  Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί που ανασύρουν κι αγγίζουν και σε σένα τον ίδιο πτυχές κάθε φορά διαφορετικές. Σχέσεις λίγων ωρών; Επαφές φευγαλέες; Αν το μετρό είναι μόνο ο χρόνος, μπορείς να τις πεις κι έτσι.  (3 Αυγούστου)
*Τα κείμενα που γίνονται στήλη στο parallaximag γράφτηκαν σε χρόνους κενούς. Χρόνους παγιδευμένος μεταξύ προορισμών. Ώρες και ώρες σιωπής σε άβολα, συνοστισμένα τρένα, λεωφορεία, φορτηγά, τζιπ, μηχανάκια, λιμουζίνες με φιμέ τζάμια, ελέφαντες, τουκ-τουκ και βάρκες με θορυβώδεις μηχανές. Χρόνος κίνησης κι όμως εσύ στέκεις. Βυθίζεσαι σε παρελθόν, μέλλον και παρόν και αναδύεσαι όταν γύρω πια όλα έχουν αλλάξει.
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα