Κόσμος

Το Πακιστάν του Σωτήρη Κοϊκόπουλου

Λέξεις – Εικόνες: Σωτήρης Κοϊκόπουλος Δεν ήξερα κανέναν που να είχε πάει στο Πακιστάν. Γνώριζα πως το Καράτσι είναι ένα μεγάλο λιμάνι όπου συχνά πηγαίνουν ναυτικοί για να πιάσουν το βαπόρι τους, αλλά για τουρισμό στο Πακιστάν δεν είχε πάει ποτέ κανένας φίλος μου. Έτσι, όταν το 1992, έπεσε η ιδέα να ταξιδέψω για ένα […]

Σωτήρης Κοϊκόπουλος
το-πακιστάν-του-σωτήρη-κοϊκόπουλου-18534
Σωτήρης Κοϊκόπουλος
pakistan14.jpg

Λέξεις – Εικόνες: Σωτήρης Κοϊκόπουλος

Δεν ήξερα κανέναν που να είχε πάει στο Πακιστάν. Γνώριζα πως το Καράτσι είναι ένα μεγάλο λιμάνι όπου συχνά πηγαίνουν ναυτικοί για να πιάσουν το βαπόρι τους, αλλά για τουρισμό στο Πακιστάν δεν είχε πάει ποτέ κανένας φίλος μου. Έτσι, όταν το 1992, έπεσε η ιδέα να ταξιδέψω για ένα δεκαήμερο στη χώρα, ενθουσιάστηκα. Πάντα με τραβούσαν τα ταξίδια στο εξωτερικό και δίχως να παραγνωρίζω τις ομορφιές της Ευρώπης, οι μακρινές χώρες ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες.

Ξεκινήσαμε από την Αθήνα με προορισμό το Καράτσι, όπου αλλάξαμε αεροπλάνο για τη επαρχία Punjab και τη Λαχώρη. Η Λαχώρη θεωρείται μεγάλο κέντρο πολιτισμού του βορά των Ινδιών, όπως λέγανε οι παλιοί τη χώρα που σήμερα έχει διασπαστεί στην Ινδία και στο Πακιστάν, το 1947 και αργότερα και στο Μπαγκλαντές. Η Λαχώρη είναι μια πόλη με 12.000.000 κατοίκους, πολύ απλωμένη και με ένα παρελθόν πάνω από 10 αιώνες. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της κατά της περίοδο της δυναστείας των Μογγόλων, όταν οι απόγονοι του Τζένγκις Χαν σάρωσαν την περιοχή τον 16ο αιώνα. Το τεράστιο φρούριο της Λαχώρης καθώς και οι φημισμένοι κήποι Σαλιμάρ, δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο.

Μετά τη Λαχώρη πήγαμε στο Ισλαμαμπάντ. Τη δεκαετία μετά την ανεξαρτητοποίηση του Πακιστάν, πρωτεύουσα είχε οριστεί το Καράτσι. Όμως πολιτικοί και γεωγραφικοί λόγοι επέβαλαν την δημιουργία μιας νέας πρωτεύουσας, σε πιο ασφαλές, προσβάσιμο και στρατηγικό σημείο. Επελέγη η επαρχία του Ισλαμαμπάντ, κοντά στο Ραβαλπίντι και ανατέθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Απόστολου Δοξιάδη να σχεδιάσει και να κατασκευάσει τη νέα πρωτεύουσα.

Έτσι, τη δεκαετία του ’60, χτίστηκε η νέα πόλη βασισμένη σε ένα γεωμετρικό σαν πλέγμα σχέδιο. Η πόλη δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ομορφιά, χαρακτηρίζεται όμως από την απλόχωρη ορθογώνια διάταξή της. Κοντά στο Ισλαμαμπάντ βρίσκεται, όπως είπαμε, το Ραβαλπίντι, ένα μεγάλο κέντρο με εμπορικό ενδιαφέρον και έντονη στρατιωτική παρουσία λόγω της εγγύτητας με το Κασμίρ.

Μια μέρα ξεκινήσαμε από το Ισλαμαμπάντ με κατεύθυνση δυτική, προς την Πεσαβάρ. Η απόσταση ήταν περίπου 200 χλμ. Και λαμβάνοντας υπόψη την κακή κατάσταση του δρόμου η διαδρομή κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή, αφού περάσαμε ένα γεφύρι πάνω από τον Ινδό ποταμό, συναντήσαμε κάποιες υπαίθριες «ταβέρνες» όπου καθισμένοι οκλαδόν πάνω σε κάτι ντιβάνια, φάγαμε με τα χέρια κους κους με αρνί τυλίγοντας το σε αράβικες πίτες, παρέα με οδηγούς φορτηγών. Η Πεσαβάρ είναι ένα περίεργο μέρος. Βρίσκεται πάνω στο δρόμο που συνδέει το Πακιστάν με το Αφγανιστάν και που διασχίζει τα βουνά από το Κίμπερ Πας, το πέρασμα που χρησιμοποίησε και ο Μέγας Αλέξανδρος στο δρόμο για την Ινδία.

Το Κίμπερ Πας, αν και ανήκει στην επικράτεια του Πακιστάν, ουσιαστικά είναι μια αυτόνομη περιοχή που ελέγχεται από τους τοπικούς άρχοντες. Για να το διασχίσει κανείς και να φτάσει στο Αφγανιστάν, πρέπει να πάρει μια γραπτή άδεια από το τοπικό γραφείο στην Πεσαβάρ. Το γραφείο αυτό χορηγεί άδειες για συγκεκριμένους λόγους, μια και ο τουρισμός σε αυτή την περιοχή δεν επιτρέπεται λόγω επικινδυνότητας. Προκειμένου να μην μας αρνηθούν την άδεια μαζί με τον συνοδό μας πήγα στον αξιωματούχο που θα έβαζε την υπογραφή του για να δει πως πράγματι κάποιοι Ευρωπαίοι βρίσκονταν εκεί και ήθελαν να προχωρήσουν προς το Αφγανιστάν. Πήραμε το πολυπόθητο χαρτί και μαζί μας έδωσαν και συνοδεία δύο οπλισμένων στρατιωτών, μέσα στο μικρό μας λεωφορείο μας. Στην επόμενη κωμόπολη την Χαϊαταμπάντ και μέχρι να ετοιμαστούν οι στρατιώτες συνοδοί μας, είχα την ευκαιρία να κάνω μια μικρή βόλτα στην περιοχή. Το πιο περίεργο ήταν η «αγορά». Εκεί μπορούσε κανείς να αγοράσει νόμιμα (;) και εύκολα μια σακούλα χασίς για λίγα δολάρια. Επίσης υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν όπλα. Στις υποτυπώδεις τους βιτρίνες έβλεπε κανείς περίστροφα, πιστόλια, ΑΚ47 και ό,τι άλλο ήθελε ο πελάτης. Η επιλογή ήταν εύκολη. Αφού κάποιος εκδήλωνε το ενδιαφέρον του για ένα όπλο, ο μαγαζάτορας του έδινε ένα γεμιστήρα και τον οδηγούσε στο πίσω μέρος του μαγαζιού για τη δοκιμή. Φυσικά με αυτή την πρακτική, ο τόπος μονίμως αντηχούσε το κροτάλισμα κάποιου όπλου που περνούσε τη διαδικασία επιλογής.

Ξεκινήσαμε λοιπόν την πορεία μέσα στα βουνά. Το τοπίο άνυδρο και πετρώδες. Η περιοχή αφιλόξενη τόσο οπτικά όσο και ουσιαστικά. Οι τοπικοί άρχοντες που την ελέγχουν βρίσκονται μακριά από το χέρι του νόμου του επίσημου κράτους. Επιβιώνουν χάρη στο εμπόριο όπλων και ναρκωτικών που κάνουν. Η κάθε οικογένεια κατοικεί σε ένα σπίτι-φρούριο στην κορυφή ενός λόφου. Το σπίτι αυτό περιβάλλεται από ψηλό τοίχο και σε κάθε γωνία του υπάρχουν φυλάκια απ’ όπου οι άνδρες της οικογένειας επιτηρούν τη γύρω περιοχή. Αν εμφανιστεί κάποιος απρόσκλητος είναι αμφίβολο αν θα ζήσει να πει την εμπειρία του. Κατά τη διάρκεια της πορείας μας, ο συνοδός μας είπε πως οι στρατιώτες που είχαμε μαζί μας ήταν απλά μια επίδειξη ισχύος και όχι ουσιαστική προστασία μια και αν αποφάσιζαν να μας επιτεθούν ούτε που θα προλάβαινε κανείς να αντιδράσει. Επιπλέον ο στρατός ελέγχει μόνο την άσφαλτο που διασχίζει την περιοχή. Αν κάποιος κατεβεί από το αυτοκίνητό του και περπατήσει δυο μέτρα παραπέρα από το δρόμο, τότε μπορεί άνετα κάποιος να τον σκοτώσει ή να τον απαγάγει δίχως το Πακιστανικό κράτος να μπορεί να κάνει το οτιδήποτε.

Με αυτές τις ευχάριστες συνθήκες κάποτε φτάσαμε στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να δει κανείς εκεί. Έτσι αφού ήπιαμε ένα ζεστό τσάι και πλάσαμε με το νου μας την εικόνα του Μακεδονικού στρατού να διασχίζει τα βουνά προερχόμενος από το σημερινό Αφγανιστάν, πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην σχετική ασφάλεια του Ισλαμαμπάντ.

Επόμενος και τελευταίος σταθμός του ταξιδίου ήταν το Καράτσι. Αυτή η μεγαλούπολη των 23.000.000 είναι ένα χάος από ανθρώπους, μηχανάκια, ποδήλατα και αυτοκίνητα. Καταλύσαμε στο Sheraton, ένα από τα καλά ξενοδοχεία σε μια ακριβή και ασφαλή περιοχή. Το απόγευμα είχα την ιδέα να κάνω μια βόλτα στην περιοχή. Ρώτησα στη ρεσεψιόν αν είχε κάτι ενδιαφέρον εκεί γύρω. Με κοίταξαν λες και τους ρωτούσα το δρόμο για το φεγγάρι. Σχεδόν μου απαγόρεψαν να βγω στο δρόμο και αφού με είδαν αποφασισμένο, εντέλει μου πρότειναν απλά να περάσω το δρόμο για να πάω μέχρι το απέναντι ξενοδοχείο! Βγαίνοντας λοιπόν από το ξενοδοχείο μας, με μεγάλη μου έκπληξη βλέπω στη γωνία του απέναντι πεζοδρομίου ένα πολυβολείο. Ήταν μια πρόχειρη κατασκευή με τσουβάλια άμμου όπου από πίσω βρίσκοντας οχυρωμένοι 2-3 στρατιώτες με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Τότε κατάλαβα γιατί ο υπάλληλος του ξενοδοχείου ήθελε να αποτρέψει την εξερεύνησή μου. Μάζεψα το θάρρος μου, έκανα το γύρω του τετραγώνου και γύρισα περήφανος για την τόλμη μου στην ασφάλεια του λόμπυ του ξενοδοχείου. Πρέπει εδώ να πω πως η πολιτική ζωή στο Πακιστάν είναι συνήθως ταραχώδης. Εκείνη την περίοδο όμως επικρατούσε μια σχετική ηρεμία. Κυβερνούσε το Ισλαμικό κόμμα και η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν ηγέτιδα της αντιπολίτευσης. Την ίδια χρονιά, το Νοέμβριο, ένα μήνα μετά το ταξίδι μας, το καθεστώς την συνέλαβε και την έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, ανοίγοντας ακόμα ένα κεφάλαιο ταραχών.

Το τελευταίο μας βράδυ στο Καράτσι το περάσαμε εν πλω. Αφού κάναμε μια βόλτα με καμήλες στη ζεστή άμμο του κόλπου, επιβιβαστήκαμε σε κάτι μακρόστενες, ξύλινες βάρκες και βγήκαμε για ψάρεμα. Κατά ένα απρόσμενο τρόπο στον κόλπο του Καράτσι, στην Αραβική θάλασσα, υπάρχουν καβούρια! Η ιδέα λοιπόν ήταν να ψαρέψουμε καβούρια και να μας τα μαγειρέψουν πάνω στο σκάφος αυτό, δίπλα από τα μεγάλα φορτηγά πλοία που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι. Πρέπει να ομολογήσω πως παρόλο που το ψάρεμα με αφήνει αδιάφορο, εκεί είπα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου. Μάλλον λειτούργησε η τύχη του πρωτάρη και έπιασα ένα από τα δύο καβούρια που ψαρέψαμε εκείνο το βράδυ. Ευτυχώς οι άνθρωποι της βάρκας είχαν μεριμνήσει και είχαν προμηθευτεί κι άλλα καβούρια μη εμπιστευόμενοι τις αλιευτικές μας ικανότητες. Άρχισαν να τα βράζουν σε μια πηχτή σούπα με ρύζι η οποία λίγο από τη νοστιμιά του καβουριού, λίγο από το μόλυβδο που υπήρχε σε αφθονία στα νερά που ζούσαν τα καβούρια, μύριζε υπέροχα και καταναλώθηκε ταχύτατα. Για γλυκό μας πρόσφεραν τηγανιτές μπανάνες με σιρόπι. Πρέπει να πω πως η εικόνα εκείνη να τρώμε τα καβούρια μας πάνω στο ξύλινο σκαρί και στο βάθος να διαγράφονται στο ηλιοβασίλεμα οι ημισέληνοι πάνω στους μιναρέδες απ’ όπου οι μουεζίνηδες καλούσαν τους πιστούς μουσουλμάνους σε προσευχή, ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει αυτό το ταξίδι. Δεν ήξερα κανένα που να είχε πάει στο Πακιστάν, τη «χώρα των αγνών», όπως έγραψε και η Κάτια Αντωνοπούλου. Ούτε και μετά γνώρισα κανέναν να μπορώ να μοιραστώ τις κοινές εμπειρίες. Ευτυχώς όμως που αποφάσισα να κάνω το ταξίδι. Ήταν ίσως το πιο ιδιαίτερο μέρος που επισκέφτηκα ποτέ.

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα