Θεσσαλονίκη

Μάρκος Μέσκος: H αναχώρηση ενός σπουδαίου ποιητή

Από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

Parallaxi
μάρκος-μέσκος-h-αναχώρηση-ενός-σπουδαί-394491
Parallaxi
1.jpg
Εικόνα: Μαρίνα Τούλα

Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, από τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς της ήττας, ο σπουδαίος Μάρκος Μέσκος, δεν είναι πια μαζί μας. Ο Μάρκος Μέσκος έφυγε από κοντά μας σήμερα το πρωί μετά από μάχη μερικών μηνών με τον καρκίνο. Η κηδεία του θα γίνει την Πέμπτη στην Έδεσσα.

Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε το 1935 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Έδεσσα. Σπούδασε στο τμήμα γραφικών τεχνών και διακόσμησης του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε το 1968. Αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων. Έχει εικονογραφήσει διάφορες ποιητικές συλλογές, τόσο δικές του όσο και άλλων ποιητών, όπως του Ηλία Κεφαλά και του Γιάννη Χρυσανθόπουλου. Πολύ πριν την εγκατάστασή του στην Αθήνα (από το 1957), είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μαρτυρίες.
Άρχισε να γράφει ποιήματα σε εφηβική ηλικία και πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1955 με (μετέπειτα αποκηρυγμένο) ποίημα στην Ηπειρωτική Εστία. Από το 1981 έχει εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των Χειρογράφων, ενώ το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε.
Η ποιητική του αναγνώριση επισφραγίζεται τις τελευταίες δεκαετίες με το πλήθος σημαντικών βραβείων που απονεμήθηκαν. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (πρόκειται μάλιστα για την πρώτη φορά που απονεμήθηκε το βραβείο) για τη συλλογή του Χαιρετισμοί (1995), το 2005 με το βραβείο Καβάφη, το 2006 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου, και το 2013 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Τα λύτρα (2012).

Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα ήταν το 1956 με το ποίημα “Ειρήνη” στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, (τεύχος 13, Ιανουάριος 1956, σελίδα 46), όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός. Έχει χρησιμοποιήσει επίσης κατά καιρούς τα ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Συνεργάστηκε με ποιήματά και μελέτες του στα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης, Εφημερίδα των ποιητών, Καινούργια Εποχή, Νέα Εστία, Νέα Πορεία, Ο Λογοτέχνης, Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Αντί, Ελίτροχος, Το Δέντρο, Γράμματα και Τέχνες κ.ά. Το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Μέσκου έχει μια ιδιότυπη θέση στη μεταπολεμική λογοτεχνία, κυρίως λόγω της ταυτόχρονης διασύνδεσης του με την παράδοση και τη νεωτερικότητα.

Η πρώτη φάση της ποιητικής του δημιουργίας σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης. Κεντρική θέση στην ποίηση του Μέσκου αυτήν την περίοδο κατέχουν τόσο στοιχεία του φυσικού κόσμου όσο και “εξαγνισμένες από την αγάπη ανθρώπινες μορφές”. Στη δεύτερη φάση, αφού ο ίδιος ο Μέσκος έχει πλέον εγκατασταθεί στο κλείνον άστυ, ο δεσμός με τη “μητέρα πατρίδα” και τη “μητέρα φύση” διασπάται και το αίσθημα της νοσταλγίας έρχεται στο προσκήνιο. Η παιδική ηλικία, η φύση και η δημοτική παράδοση αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της ποίησης του Μέσκου, άξονες που συχνά διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Η έννοια της αντίστασης διατρέχει την ποίησή του και, ενώ στις αρχικές του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του αποτελούν η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η οργανική συμπλοκή προσωπικού και συλλογικού.

Ο Μέσκος ήταν πολιτικοποιημένο άτομο και αυτό φαίνεται και μέσα από συνεντεύξεις του, στις οποίες είχε αναφερθεί στις πληγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την αριστερά, τη δεξιά και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Έδειχνε συμπάθεια στην αριστερά και είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «ουμανιστής κομμουνιστής χωρίς κομματική ταυτότητα».

Ο Μάρκος Μέσκος, από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, όταν συμπλήρωσε εξήντα χρόνια στην ποίηση μίλησε στην parallaxi και την Εύη Καρκίτη.  

-Γεννήθηκα στην Έδεσσα, έζησα στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα χωρίς ποτέ να χωρίσω τους ανθρώπους σε «Βορείους» και «Νοτίους. Την ιστορία αυτή του σοβινισμού την έχω νιώσει στο πετσί μου, έχω πέσει θύμα της. Επιπλέον η επαφή μου με την ποίηση, όχι μόνο από την πλευρά του δημιουργού αλλά και εκείνη του αναγνώστη, με βοήθησε να γίνω πολίτης του κόσμου, να δεχτεί το μυαλό μου, μέσω του διαβάσματος, ερεθίσματα από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

– Η ποίηση είναι για μένα η αφετηρία όλων των τεχνών. Είναι δύσκολο να την προσδιορίσεις. Μοιάζει με μυστήριο πάνω στο μυστήριο. Μερικές φορές χρησιμοποιείται από κάποιους ο όρος «ποιητικό» για να δηλώσει το ωραίο. Στο βάθος της ποίησης όμως μπορεί κανείς εκτός από ομορφιά να ανακαλύψει πράγματα τερατώδη και τρομακτικά.

-Στη Θεσσαλονίκη έχει γραφτεί σπουδαία λογοτεχνία. Πάντοτε υπήρχαν τα «υπόγεια» στα οποία δημιουργήθηκαν σημαντικές δουλειές στη λογοτεχνία, τα εικαστικά, το θέατρο, ακόμη και το σινεμά. Μέχρι σήμερα υπάρχουν. Ο τόπος στον οποίο δρα ένας καλλιτέχνης έχει μεγάλη σημασία. Λειτουργεί ως συμπλήρωμά του. Αν έμενα στην Έδεσσα δεν θα είχα τη δυνατότητα να επικοινωνήσω με τους ομότεχνούς μου. Ο ορίζοντας θα ήταν πιο κλειστός. Ωστόσο οι αναφορές στην πόλη που γεννήθηκα, είναι μέσα στην δουλειά μου, διαρκείς. Τη βλέπω πάντα σαν μια μικρογραφία του κόσμου.

-Πίστεψα, όπως πολλοί της γενιάς μου, στην Αριστερά, σε ένα διυλισμένο ουμανισμό, αλλά δεν εντάχθηκα σε κανέναν κομματικό μηχανισμό. Ο ιστορικός υλισμός με στιγμάτισε. Είναι η αξία που υπηρέτησα με κάθε τρόπο. Τον ανακάλυψα στα 1952 και διαβάζοντας ένοιωθα ότι αυτό με αφορά, ότι κάπου το ξέρω. Η ψυχή μου είχε ήδη πάρει τον δρόμο της.

-Το έργο μου περιλαμβάνει ποιήματα, πεζογραφήματα και προσωπικά κείμενα. Ο Σεφέρης προτιμούσε τέτοια προσωπικά κείμενα αντί για δοκίμια να τα χαρακτηρίζει «δοκιμές». Πράγματι, πιστεύω πως αν υπάρχει ένα μέλλον στο δοκίμιο αυτό είναι το προσωπικό κείμενο.

-Κανείς δεν γράφει για κρατήσει τα κείμενά του κλειδωμένα στα συρτάρια. Γράφει για να τα δείξει στον κόσμο, για να επικοινωνήσει. Μπορεί όμως να προκύψουν προβλήματα αν τσιμπηθεί από την δημοσιότητα, κυρίως την κενή, ανούσια δημοσιότητα. Τότε πρέπει να έχει το μέτρο. Εάν δεν το έχει, πάει χάθηκε.

-Το πολλαπλό εγώ φωλιάζει μέσα μας και εκφράζεται με τη φιλαυτία και τη διάθεση για προβολή. Η τέχνη όμως είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για τέτοιο καμώματα. Το να τιθασεύσει κανείς τον εγωισμό και τη φιλαρέσκειά του είναι ένα πρώτο βήμα για να γράψει σπουδαιότερη λογοτεχνία.

-Μερικές φορές με ρωτάνε: «Τι τον έχεις τον Μάρκο Μέσκο;». «Είναι πρώτος μου ξάδελφος» απαντώ. Δεν είναι εύκολο να ομολογήσεις ότι είσαι ποιητής. Σε κοιτούν οι άνθρωποι παράξενα. Μάλιστα κάποιοι σε βλέπουν εντελώς απαξιωτικά, σαν να είσαι εξωγήινος ή ο περίεργος ένοικος ενός γυάλινου πύργου.

-Σήμερα η προσφορά του τίποτα μας έρχεται από παντού. Γι αυτό και πρέπει κανείς να μπορεί να ξεχωρίζει το σκάρτο από το καλό, το κρέας από το κόκαλο. Μέσω της παιδείας μπορεί να κάνει με επιτυχία το διαχωρισμό. Η παιδεία είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που διέπουν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και μετά να προσπαθήσει, έχοντας διαμορφώσει τις δικές του αρχές και αξίες, τον κόσμο αυτό να τον φτιάξει καλύτερο. Αν κάποιος δεν εκτεθεί σε μια τέτοια διαδικασία και ακολουθήσει τις ευκολίες και την ευτέλεια, θα φύγει κάποτε από τον κόσμο τούτο χωρίς να έχει γνωρίσει τις αξίες του και την ομορφιά του. Και η ζωή έχει μεγάλη ομορφιά, είναι ένα συγκλονιστικό ορυχείο.

– Την ψυχή μας δεν την παραδίδουμε στον οποιονδήποτε. Δεν είναι προς εκμετάλλευση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Την παραδίδουμε όμως σε εκείνους που επιλέγουμε να αγαπήσουμε. Η επιλογή είναι επίσης μια από τις κορυφαίες διαδικασίες της ζωής, ακόμη και αν αποδειχτεί πως αποτύχαμε γιατί επιλέξαμε λάθος.

-Την αποτυχία δεν πρέπει να τη φοβάται κανείς. Είναι μεγάλο σχολείο. Γνωρίζω ανθρώπους οι οποίοι μέσα από την αποτυχία δημιούργησαν τα καινούργια τους οράματα, τα καινούργια τους όνειρα, έκαναν καλύτερη τη ζωή τους. Αυτό πράττουν στις δύσκολες στιγμές τους οι δυνατοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που θέλουν να αντέξουν.

***

Απόσπασμα από το βιβλίο «Κομμένη Γλώσσα, ονόματα και ιστορίες» από τις εκδόσεις Νεφέλη (1979)

ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΣΤΟΥ το «τέλος». Για τον θάνατο όλα συμφωνώντας, χύθηκε γύρω σκοτάδι. Οι Μπλε νίκησαν τους Πράσινους με την κόκκινη καρδιά, νεκροί καί ζωντανοί ένα. Των σκοτωμένων τίς γυναίκες θα ’παιρναν οι ζωντανοί — όσοι απομείναν. Ο καιρός σκαντζόχοιρος με τα θρυμματισμένα βελόνια του, στοιχειωμένος ο τόπος καιρό πολύ, από τότε τύλιξε την πόλη σύννεφο μαύρο καθώς αρρώστια καί τα δάση αέρα δεν έχουν, μουκανίζουν πονεμένα.

«Μίτσα, γιατί δεν έχεις μάτια;»

Θα σου δώσω τα δάκρυά μου να τα κάνεις ιστορίες, μού ’πε μια μέρα βουτηγμένη στο κλάμα η Πολυξένη καί πρόσθεσε: «Τί κεραυνός, Θέ μου, στα κεφάλια μας, τί κεραυνός!»

«Μίτσα, καλή μου, πες μου, σε χτύπησαν πάλι;» «Όχι, όχι, μην άνησυχείτε…»

Όμως τα ρούχα της πού έπαιρνα πίσω έλεγαν την αλήθεια. Ματωμένα ήσαν. Κι ένα πρωί μου ’πε κρυφά: «πήγαινε σε κείνο το σπίτι, σε κείνο καί σε κείνο, να σας βοηθήσουν», πήγα γιατί κατάλαβα τί ζητούσε το κορίτσι, ήταν καιρός πού τα χρήματα έσώζανε πολλούς, πήγα, άλλος αρνήθηκε κι άλλος δεν άνοιξε.

Πολύ θα επιθυμούσα να θυμόμουν σήμερα εκείνες τίς πόρτες καί τους ανθρώπους μέσα, να πήγαινα πάλι καί να πω: «Ε λοιπόν, ζήσατε εσείς κι εκείνη χάθηκε, μα ζήσατε;»

(Κωστώ, Κωστώ, άραγε χάθηκες για πάντα;)

Το κόκκινο άλογο καί το σπίτι μέχρι το μέσον, θυμήσου, μου ’πε η Πολυξένη ξανά, ακόμη πάγος χειμώνας, στη μικρόπολη απομεσήμερο καί η νεκροφόρα στην ανηφόρα, τρεις όλοι στην ακολουθία κανείς άλλος, πίσω της ο γιος και η γυναίκα του γιου, ξανθός καί στραβομούρης, μόλις επέστρεψε από το δάσος για την ταφή, την επομένη χάθηκε κι αυτός για πάντα, τον έφαγε το σκοτάδι.

Κυνηγημένων αγριμιών τα κόκαλα βρήκαν την άνοιξη, εποχή πού οι πλανόδιοι φωτογράφοι με τις μεγεθύνσεις των χαμένων χρυσές δουλειές εκάμναν («Κωστώ, μαρή Κωσταντούλα, πες μου πού είσαι;»).

Από το δάσος πέρασεν η Μελπομένη καί κρύφτηκε βαθιά.

Της οξιάς κορμάκια λυγερά, εδώ δεν έχει θάνατο πέρασε καί πάει, Αυγούστου τέλη το τέλος, όπως έρωτας πού λάμπει ξαφνικά καί σμίγει δίχως λόγια, στο νταούλι βέργα χλωρή, τραγούδι μεγάλο με κινήσεις μεγάλες, κομμάτια κραυγές ολάκερες στον αέρα, σκοτεινά μιλούσε δίχως ανταπόκριση — για τη ζωή πού χάθηκεν ή τη ζωή πού πήρε το κατόπι;

Αμάραντο βουνό, λουλούδια δάκρυα καί αγρίμια αμάραντα, Τζένα, βουνό υψωμένη γροθιά από τα έγκατα της γης καί τα παιδιά των φίλων πού έσπευσαν ονοματίζοντας τα με χαρά Δι-ο-νύ-σι-ο και Ι-σι-δώ-ρα,

πίστευε όσο αναπνέεις.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα