Θεσσαλονίκη

Μαθήματα συμπεριφοράς

Δευτέρα βράδυ, στα δυτικά της πόλης, στη Μονή Λαζαριστών.Το καμάρι της Δικής μας Δύσης. Τρεις βραδιές γεμάτες χορό. Καλεσμένη από την καλλιτεχνική διευθύντρια της Ανωτέρας Σχολής Χορού της ΙΡΙΣ του Δήμου Παύλου Μελά,την Αυγή Προγκίδη, η οποία είχε την επιμέλεια του φεστιβάλ,και όχι μόνο, αφού άνοιξε το σπίτι της και φιλοξένησε τους χορευτές που ήρθαν […]

Parallaxi
μαθήματα-συμπεριφοράς-10497
Parallaxi
1.jpg

Δευτέρα βράδυ, στα δυτικά της πόλης, στη Μονή Λαζαριστών.Το καμάρι της Δικής μας Δύσης. Τρεις βραδιές γεμάτες χορό. Καλεσμένη από την καλλιτεχνική διευθύντρια της Ανωτέρας Σχολής Χορού της ΙΡΙΣ του Δήμου Παύλου Μελά,την Αυγή Προγκίδη, η οποία είχε την επιμέλεια του φεστιβάλ,και όχι μόνο, αφού άνοιξε το σπίτι της και φιλοξένησε τους χορευτές που ήρθαν από την Αθήνα.

Η βραδιά άρχισε με την Ομάδα χορού ΚΙΝΑΙΣΘΗΣΗ και θα ακολουθούσαν οι Αφρικάνικοι χοροί. Είχε βγει και ένα καλό αεράκι, ανακουφιστικό μετά τη λαβρα των τελευταιίων ημερών και ήταν σαν να βγήκε για να βοηθήσει τους χορευτές να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Και πραγματικά, ήταν εξαιρετικοί. Η χορογραφία τελείωσε με έναν χορευτή να σηκώνει τα χέρια του και να πετάει ψηλά εκατοντάδες λευκά χαρτιά που ο αέρας, συμμαχός-εχθρός, τα σκόρπισε παντού.

«Όπως κάνουν στα μπουζούκια με τις χαρτοπετσέτες», είπαν κάποιοι από πίσω μου κι έσκασαν στα γέλια με το αστείο τους. «Παιδιά μπερδέψατε τα μαγαζιά» τους είπα και σώπασαν για λίγο… Χειροκροτώντας, σκέφτηκα μέσα μου τι θα γίνει τώρα με όλο αυτό το χαρτί που σκόρπισε παντού -όπως στις εκλογές, τότε που οι ανόητοι πέταγαν εκατομμύρια χαρτιά γιατί έτσι νόμιζαν ότι θα τους ψηφίζαμε, με τελικό αποτέλεσμα χρέη στα τυπογραφεία και απίστευτη βρωμιά παντού.

Τα φώτα χαμηλώνουν και στη σκηνή μεταφέρονται bongos και μικρότερα, μα και μεγαλύτερα, τύμπανα. Οι χορευτές σκουπίζουν τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα αφού μόνοι κουβάλησαν όλα αυτα τά ογκώδη κρουστά. Η σκηνή γεμίζει νεανικά σώματα, τα κορμιά δονούνται, η μουσική δυναμώνει, οι χορευτές μάς μεταφέρουν μακριά, σέ μια άλλη ήπειρο, όπου οι ιθαγενείς χορεύουν το χορό της γονιμότητας, την ικεσία γιά βροχή. Τα τύμπανα χτυπούν άγρια, χέρια και πόδια ελίσσονται, περιστρέφονται, χτυπιούνται, τα φώτα χαμηλώνουν, τα κορίτσια με τα φιδίσια κορμιά φτάνουν στο κρεσέντο… Αρχίζουμε σχεδόν άθελά μας να λικνιζόμαστε στις καρέκλες μας, τα φώτα χαμηλώνουν κι άλλο και πέφτουν πάνω στό παλληκάρι που λες καί ήταν ο μάγος της φυλής τών Ζιμπάμπουε, μάγευε τις χορεύτριές του και εμάς μαζί.

Μια σκιά τότε περνά από μπροστά μας, σκυφτά, να μη μας ενοχλήσει. Το φως είναι λιγοστό αλλά τό λευκό πουκάμισο ξεχωρίζει. Ένας καλοντυμένος νεαρός, σκυμμένος, αρχίζει να μαζεύει τά λευκά χαρτιά πού είχαν σκορπίσει παντού από τον αέρα. Δεν τα τσαλάκωνε, τα μάζευε προσεκτικά και δεν σταμάτησε παρά όταν δεν είχε μείνει κανένα στο έδαφος. Δέν πιστεύαμε στα μάτια μας… Ήταν ένας από τους χορευτές της προηγηθείσας χορογραφίας και κάπου πιο πέρα μια κοπέλα με το κοστούμι του χορού κι αυτή έκανε τό ιδιο. Μείναμε άφωνοι… Η ομάδα χορού ΚΙΝΑΙΣΘΗΣΗ μας χάρισε ένα υπέροχο θέαμα και άφησε το καλύτερο γιά το τέλος. Πώς να μη μιλήσεις γι’αυτό, πώς να μη χειροκροτήσεις για το σπουδαιότερο, για το αυτονότητο, για τους σκεπτόμενους πολίτες, είδος σπάνιο. Και τώρα που το είδαμε με τα μάτια μας πώς να μην το μεταφέρουμε, πώς μην τους συγχαρούμε.

Στη σκηνή ο χορός είχε φτάσει στό αποκορύφωμα κι παρόλο το αεράκι τα σώματα άστραφταν από τον ιδρώτα. Χειροκροτήσαμε όρθιοι… Η μικρούλα πού καθόταν δίπλα μας καί δε σταμάτησε να γκρινιάζει [έχω προβληματιστεί πάρα πολλές φορές γιατί αυτοί οι άνθρωποι πηγαίνουν σε χώρους θαρρώντας πώς πάνε σε τσίρκο], άρχισε νά τσιρίζει για κάτι που ήθελε και οι γονείς της, που σημειωτέον δεν είχαν σταματήσει νά μιλούν στο κινητό, την τράβηξαν από τό χέρι καί φύγανε μαλώνοντάς την δυνατά. «Συγνώμη κύριε, ξεχάσατε κάτι» του είπα. Με κοιτάζει δύσπιστα…όχι, παιδί, κινητά, κλειδιά, όλα εδώ… «Αφήσατε δυο μπύρες, ένα κυπελάκι παγωτό και ενα χάρτινο αεροπλανάκι». «Ε,και; Όλοι τ’ αφήνουν… γιατί πληρώνουμε δημοτικά τέλη; Και σένα τι σε νοιάζει, άντε παράτα μας….». Κι εγώ τόν παράτησα κι έδωσα στη μικρή το αεροπλανάκι της. «Δεν τό θέλω», μου λέει και το πετάει κάτω με θυμό.

Το παλληκάρι με τό μαύρο κοστούμι και τό κατάλευκο πουκάμισο στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος καί παρακολουθούσε χαμογελαστός τους συναδέλφους του στη σκηνή. Είχε τελειώσει τη δουλειά του στα κρυφά, τον είδα να μαζεύει καί μερικά μπουκάλια νερού πεταμένα εκεί ποιος ξέρει από πότε. Ήταν ντυμένος σαν αρχοντας, ήταν καθαρός, ήταν ευγενικός… ήταν καλλιτέχνης, ήταν ενήλικας. Άραγε η δασκάλα του τού είπε να σέβεται το χώρο ή η μητέρα του… ή η αίσθηση της Κιναίσθησης; Ήταν άρχοντας και ποιος είπε τελικά ότι η καθαριότητα είναι [μόνο] μισή αρχοντιά. Και η άλλη μισή, τι είναι δηλαδή; Όχι είναι ολόκληρη αρχοντιά καί σκορπάει γύρω της μια απαράμιλλη ευγένεια ψυχής καί φρεσκάδας.

Το πρωί ο Γιώργος στην εκπομπή του μιλούσε για το απίστευτο αίσχος με τα ξεχασμένα λάβαρα -μπάνερ που κρέμονται ξεχαρβαλωμένα και απειλητικά στις κολώνες του δρόμου γιά τη Χαλκιδική. Βγαίνοντας, στον πεζόδρομο έξω από το χώρο της Μονής, ο αέρας μου πέταξε, ευτυχώς στα πόδια και όχι στο κεφάλι, ένα κομματιασμένο λάβαρο με φούντες που με προσκαλούσε νά κάνω Ανάσταση με το Βασίλη Καρρα… θα μου’διναν, έγραφε, και κόκκινο αυγό. Θα το σκεφτώ, είπα μέσα μου, για του χρόνου…

Προχώρησα για να φτάσω στο αυτοκίνητο μου, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ στον ΠΕΖΟΔΡΟΜΟ (!) ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των πελατών των απέναντι μπαρ. Κρατούσα σ’ένα σακκουλάκι τα κουτάκια από τις μπύρες, το παγωτό της μικρής και το χάρτινο αεροπλανακι. Είχε μπλε κάδους εκεί δίπλα, το ήξερα. Κόντευαν μεσάνυχτα…

Στον μπλε κάδο είχε πελατεία. Απίστευτο, ο ίδιος ηλικιωμένος κύριος που είχαμε δει ένα βράδυ του Φλεβάρη ν’ αδειάζει ένα ένα τά πλαστικά κυπελάκια του γιαουρτιού. Μας έκανε εντύπωση η ώρα και η προσοχή με την οποία τα ξεδιάλεγε. Δεν ξεχνιούνται τέτοιοι ανθρωποι. Τον χαιρέτησα και εκείνος, αφού πρώτα εβαλε στα αδέσποτα γατιά νά φάνε, με ρώτησε: «Έφερα να πετάξω μιά παλια πλαστική κούκλα της εγγονής μου, αλλα φοράει υφασμάτινο φουστανάκι… Κάνει να την πετάξω με το φουστάνι ή υπάρχει μήπως άλλος κάδος γιά υφάσματα; γιατί εγώ δέν ξέρω». Του χαμογέλασα, θυμήθηκα τη μαμά μου που πάντοτε ξεπλένει τις κονσέρβες και τα κύπελλα από τα γιαούρτια πριν τα πετάξει.ΓΙΑΤΙ, σκέφτηκα, αυτοί οι άνθρωποι, οι γονείς μας, να είναι τόσο άνθρωποι και εμείς τόσο ανόητοι και ανάγωγοι;

Είναι Δευτέρα βράδυ, 27 Αυγούστου. Σήμερα ανακοινώθηκαν τα αποτελεσματα τών Πανελλαδικών εξετάσεων. Δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί, γεωπόνοι, όλα τα παιδιά θα μπουν στο γρανάζι κι εκείνο θα τους γεμίζει γνώσεις και θα τα αλέθει. Κάποια παιδιά θα διάλεξαν να γίνουν χορευτές… ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ, ΝΑΙ, ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ, λέω εγώ, νάναι γερά, καλότυχα και να γίνουν… Το φεγγάρι κοντεύει να γεμίσει, θάναι blue moon φέτος, λένε οι ειδικοί και αυτό συμβαίνει κάθε δυόμιση και κάτι χρόνια. Έχω στα μάτια μου τη λάμψη από το λευκό πουκάμισο και την αρχοντιά της ψυχής του νέου που το φορούσε…. Πέταξα τό αεροπλανάκι ψηλά…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα