Θεσσαλονίκη

Ο Χάρτης της πόλης: Η Οικία Σιάγα πωλείται

της Νένας Καζαντζίδου Η πρώτη συνοικία που χαράχθηκε εκτός των τειχών και αντιπροσωπεύει την καινούργια ευρωπαϊκή Θεσσαλονίκη είναι η “συνοικία των Εξοχών” (ή “Πύργων”). Έχουμε αναφερθεί ήδη σε πολλά από τα κτίρια που «επιβιώνουν» ακόμη επί της Βασ. Όλγας. Άλλα έχουν εγκαταλειφθεί και μαραζώνουν με το πέρασμα των χρόνων κι άλλα έχουν αποκατασταθεί και διατηρηθεί […]

Νένα Καζαντζίδου
ο-χάρτης-της-πόλης-η-οικία-σιάγα-πωλείτ-7605
Νένα Καζαντζίδου
siaga.jpg

της Νένας Καζαντζίδου

Η πρώτη συνοικία που χαράχθηκε εκτός των τειχών και αντιπροσωπεύει την καινούργια ευρωπαϊκή Θεσσαλονίκη είναι η “συνοικία των Εξοχών” (ή “Πύργων”). Έχουμε αναφερθεί ήδη σε πολλά από τα κτίρια που «επιβιώνουν» ακόμη επί της Βασ. Όλγας. Άλλα έχουν εγκαταλειφθεί και μαραζώνουν με το πέρασμα των χρόνων κι άλλα έχουν αποκατασταθεί και διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση ως σήμερα. Από αυτά τα περισσότερα χρησιμοποιούνται από το Δήμο ή άλλους φορείς και μόνο δύο λειτουργούν ως κατοικίες. Η οικία Μιχαηλίδη για την οποία έχουμε μιλήσει σε παλαιότερο άρθρο και ακόμη περιμένει τον καινούριο της μισθωτή και η Βίλλα Χατζηλαζάρου ή Οικία Σιάγα όπως είναι γνωστή, μπροστά στην οποία θα σταματήσει σήμερα ο Χάρτης της πόλης.

Σε αυτήν την περιοχή, λοιπόν, των Εξοχών φτάνουν περίφημοι Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες για να χτίσουν πολυτελείς βίλες για πλούσιους Εβραίους, Έλληνες, Τούρκους, Ντονμέδες και Φραγκολεβαντίνους. Αξίζει να τονίσουμε πως το κονδύλι που απαιτούνταν για να ολοκληρωθεί το κτίσιμο ενός μεγάρου στην περιοχή αυτή κυμαίνονταν μεταξύ 30.000 και 40.000 Οθωμανικών λιρών. Για το χτίσιμο αυτών των πολυτελών κατοικιών καταφτάνουν στη Θεσσαλονίκη οι καλύτεροι τεχνίτες. Έτσι και στη λεωφόρο των Εξοχών καλείται ο πρωτομάστορας Γιάννης Σιάγας από τη Σιάτιστα, για να χτίσει ένα Μέγαρο. Στη συμβολή των οδών Βασ. Όλγας και Π. Συνδίκα βρίσκεται το Μέγαρο Σιάγα. Η οικοδόμηση του έγινε το 1890, σε σχέδια του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη και προοριζόταν για την οικογένεια του τραπεζίτη Φιλ. Χατζηλαζάρου. Την κατασκευή της επέβλεψε ο Γιάννης Σιάγας με την συνεπικουρία των δύο γιων του Τζώρτζη και Άγγελου (αρχιτέκτονα μηχανικού που σπούδασε στο πανεπιστήμιο των Παρισίων). Επιπλέον, οι τρεις τους έχτισαν την Κάζα Μπιάνκα αλλά και τον Κόκκινο Πύργο ή Πύργο της Ευτυχίας μου.

Ο Ξενοφών Παιονίδης επέλεξε να κατασκευάσει ένα κτίριο σε νεοκλασικό ρυθμό μιας και ήταν το αγαπημένο του αρχιτεκτονικό στυλ που ακολούθησε στα περισσότερα από τα κτίριά του. Ο νεοκλασικός ρυθμός μάλιστα, ενθουσίασε πολύ τους Έλληνες, αφού ένιωθαν πως τους ενώνει με τους ένδοξους προγόνους τους. Το 1912 στο Μέγαρο φιλοξενήθηκε η βασιλική οικογένεια, ενώ αργότερα το οίκημα αγοράστηκε από την οικογένεια Σιάγα στην κατοχή της οποίας παραμένει ως σήμερα. Το κτίριο είναι ημιτριώροφο. Στο ισόγειο υπάρχουν δύο είσοδοι, μία επί της Βασ. Όλγας και μία επί της Π.Συνδίκα με προστώα που σχηματίζονται από κολώνες κορινθιακού ρυθμού. Οι εξώστες που βρίσκονται πάνω από τα προστώα διακοσμούνται από μπαλούστρα και υπάρχει η παράλληλη επανάληψη στην κεραμοσκεπή. Στα μεγάλα ανοίγματα του δευτέρου ορόφου εκατέρωθεν των εξωστών υπάρχουν μικρά μπαλκόνια με μεταλλικά κιγκλιδώματα. Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί πως όλα τα διακοσμητικά που υπάρχουν πάνω από τις θύρες και στις γωνίες του κτιρίου, όπου σχηματίζουν ψευδοκολώνες με κορινθιακό κιονόκρανο είναι κατασκευασμένα από κονίαμα. Επιπλέον, το κτίριο περιβάλλεται από κήπο με δέντρα και καλλωπιστικά φυτά. Βεβαίως, πέρα από την εξωτερική εμφάνιση ο νεοκλασικός ρυθμός υπάρχει και στο εσωτερικό του κτιρίου. Ξύλινα ταβάνια με γεωμετρικά σχέδια στον πρώτο όροφο, θαυμάσια ανάγλυφα φατνώματα στο δεύτερο όροφο, τζάκια, καθώς και ξυλόγλυπτες θύρες με ανθέμια για πόμολα, πανάκριβοι καθρέφτες και έπιπλα ιδιαίτερης αισθητικής σε όλους τους χώρους της οικίας.

Το κτίσμα περιβαλλόταν αρχικά από έναν πολύ μεγαλύτερο από τον σημερινό πλούσιο ανθόκηπο, η έκταση του οποίου μειώθηκε αισθητά από τις διανοίξεις των οδών Βασ. Όλγας και Π. Συνδίκακαι από την προσθήκη που έκτισε η οικογένεια Σιάγα στη βόρεια πλευρά του σπιτιού, όπου διαμένει κυρίως σήμερα. Για αυτόν το λόγο οι περιφράξεις του είναι καινούριες και μόνο αυτή επί της Βασ. Όλγας είναι αντίγραφο της αρχικής πρωτότυπης. Το κτίσμα βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση τη δεκαετία του 80 και του 90, γεγονός που οφειλόταν στη συνεχή φροντίδα των ιδιοκτητών του. Τα τελευταία 10-15 χρόνια οι φθορές έχουν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο εμφανείς, ένδειξη ότι οι ιδιοκτήτες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο μεγάλο κόστος συντήρησης του παλιού αρχοντικού. Ελπίζουμε ο δήμος να “σκύψει” πάνω στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιώτες ιδοικτήτες διατηρητέων κτιρίων, ώστε να παραμείνουν σε καλή κατάσταση (υπάρχουν τρόποι, όπως δωρεάν μελέτες, άτοκα δάνεια κ. ά.).

Πηγή: Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες: Νένα Καζαντζίδου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα