Θεσσαλονίκη

Η περιπέτεια ενός περιπλανώμενου δημαρχείου

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές και η περιπέτεια της πόλης να αποκτήσει ένα μόνιμο δημαρχιακό μέγαρο.

Κύα Τζήμου
η-περιπέτεια-ενός-περιπλανώμενου-δημ-61135
Κύα Τζήμου

dimarch-1-1917-pyrkaia-800

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1869, στο πλαίσιο των προσπαθειών της οθωμανικής αυτοκρατορίας για την εισαγωγή καινοτόμων διοικητικών θεσμών της Ευρώπης στην παραπαίουσα οθωμανική διοίκηση. Η πρώτη δημοτική αρχή είχε σαν με κύριο έργο την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων. Παράλληλα, λειτουργούσε και η Ελληνική Δημογεροντία, με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, που επιλαμβανόταν των υποθέσεων των χριστιανών Ελλήνων υπηκόων του Σουλτάνου. Δεν είναι γνωστές οι πρώτες υποτυπώδεις εγκαταστάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης, αργότερα όμως, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, στεγάστηκαν σε ένα κτίριο που βρισκόταν πίσω από το τέμενος Χαμζά Μπέη (Αλκαζάρ), λίγο πιο πάνω από την οδό Εγνατία, στη σημερινή Ίωνος Δραγούμη, στην απέναντι γωνία από το ξενοδοχείο Μεγάλη Ρωσία, που βρισκόταν πάνω από την Εγνατία.

Επρόκειτο για ένα απλό διώροφο κτίριο στο οποίο στεγάζονταν, στο ισόγειο (ημιυπόγειο), η υπηρεσία Μέτρων και Σταθμών, η υπηρεσία υγιεινής με ένα υποτυπώδες ιατρείο και φαρμακείο και η υπηρεσία αποθηκών για τον πετρελαιοφωτισμό και σημαιοστολισμό των οδών, στον 1ο όροφο βρίσκονταν τα γραφεία Δημάρχου, Γενικού Γραμματέα και Ταμία, ενώ η αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν στο 2ο όροφο. Το κτίριο ήταν στην τότε οδό Δημαρχίας (Belediye στα τουρκικά), η οποία, μετά την απελευθέρωση της πόλης, μετονομάστηκε σε Μεγάλου Αλεξάνδρου και αργότερα, μετά την ισχύ του νέου σχεδίου πόλεως, σε Ι. Δραγούμη.

Η φωτιά του Αυγούστου του 1917 κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου της πόλης, κατέκαυσε το κτίριο του Δημαρχείου και συγχρόνως αποτέφρωσε ολοσχερώς και το πολύτιμο δημοτικό αρχείο. Έκτοτε, άρχισε μια μεγάλη περιπλάνηση για το Δήμο Θεσσαλονίκης και οι δημοτικές υπηρεσίες στεγάστηκαν, προσωρινά πάντοτε, σε διάφορα κτίρια. Αμέσως μετά τη φωτιά, οι υπηρεσίες του Δήμου στεγάστηκαν προσωρινά στο κτίριο του Παρθεναγωγείου Δούκα, ιδιοκτησίας της οικογένειας του δημάρχου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αγγελάκη, στη γωνία των οδών Εθνικής Αμύνης και Μανουσογιαννάκη, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της μεγάλης καταστροφής. Εκεί εγκαθίσταται και ο πρώτος δήμαρχος που εξελέγη με εκλογές το 1925.

Μετά την απελευθέρωση (26/10/1912), οι νέες αρχές διατήρησαν στον δημαρχιακό θώκο τον τουρκοεβραίο (ντονμέ) Οσμάν Σαίτ Μπέη έως τις 23/8/1916, οπότε, μετά το βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», αντικαταστάθηκε από τον γιατρό Κωνσταντίνο Αγγελάκη (1874-1965). Ο Οσμάν Σαίτ Μπέης επανήλθε στη δημαρχία στις 15 Νοεμβρίου του 1920, μετά την εκλογική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου και την άνοδο στην εξουσία του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Δημήτριο Γούναρη. Παρέμεινε δήμαρχος Θεσσαλονίκης έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε παύθηκε και εγκατέλειψε την Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Μέχρι τις δημαρχιακές εκλογές του 1924 καθήκοντα δημάρχου Θεσσαλονίκης άσκησαν κατά σειρά οι βενιζελικοί Αθανάσιος Καλλιδόπουλος και Πέτρος Συνδίκας.

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές για τον δήμο της Θεσσαλονίκης έγιναν στις 25 Οκτωβρίου, δεκατρία χρόνια από την ενσωμάτωση της πόλης στον εθνικό κορμό. Πρώτος αιρετός δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν ο δικηγόρος Μηνάς Πατρίκιος (1888-1960), πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη. Ο Πατρίκιος υποστηρίχθηκε από το Εργατικό Κέντρο, το ΚΚΕ, το προσφυγικό στοιχείο της πόλης και μερίδα του Λαϊκού Κόμματος, που ήθελε πάση θυσία την ήττα του βασικού βενιζελικού υποψηφίου Κωνσταντίνου Αγγελάκη.

Επί 40.000 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, στις εκλογές της 25ης Οκτωβρίου 1925 ψήφισαν μόλις 17.449 άτομα σε 59 εκλογικά τμήματα. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι έλαβαν: Μηνάς Πατρίκιος, 5.279 ψήφους (30%), Κωνσταντίνος Αγγελάκης (βενιζελικός), 4.536 ψήφους (26%), Παναγιώτης Οικονόμου, 3.327 ψήφους (18% – υποστηρίχθηκε από το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά), Πέτρος Συνδίκας (βενιζελικός), 2.640 ψήφους (12%), Κωνσταντίνος Ζήσης, 829 ψήφους (5% – υποστηρίχθηκε από μερίδα του Λαϊκού Κόμματος, Γεώργιος Καρβωνίδης (βενιζελικός), 507 ψήφους (3%), Νικόλαος Γερμανός (αντιβενιζελικός, ιδρυτής της ΔΕΘ), 283 ψήφους (1,5%). Η εκλογή του «εργατοπρόσφυγος και κομμουνίζοντος» Πατρίκιου προκάλεσε αναταραχή στον αστικό κόσμο. Η βενιζελική εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα» κάλεσε «πολιτικούς και στρατιωτικούς να μην καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στον κίνδυνο που δημιούργησε η άλωση της δημαρχίας από κομμουνιστές». Ο δικτάτορας Πάγκαλος, με το αιτιολογικό ότι ο Πατρίκιος δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο 15% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ακύρωσε τις εκλογές και προκήρυξε νέες για τις 20/12/1925. Το αποτέλεσμα της επαναληπτικής εκλογής ήταν θριαμβευτικό για τον Πατρίκιο. Συγκέντρωσε 7.335 ψήφους (50,6%), έναντι 4.504 ψήφων του Κωνσταντίνου Αγγελάκη (31,1%), που κατέβηκε αυτή την φορά με την υποστήριξη του δικτάτορα Πάγκαλου. (Πηγή: www.sansimera.gr)

Τίθεται πια περισσότερο από ποτέ ως πρωταρχική η ανάγκη ο Δήμος Θεσσαλονίκης να εγκαταστήσει τις υπηρεσίες του κάπου μόνιμα εγκαταλείποντας τις λύσεις προσωρινού χαρακτήρα. Η Θεσσαλονίκη έπρεπε να αποκτήσει ένα δημαρχιακό μέγαρο σε μόνιμο κτίριο. Αλλά θα περάσουν 84 χρόνια από τις πρώτες δημοτικές εκλογές μέχρι η πόλη να αποκτήσει μόνιμο δημαρχείο.

dimarcheio-2-1924-800

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνταν το νέο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, το οποίο συντάχθηκε από τη διεθνή Επιτροπή Εμπράρ, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Το φιλόδοξο νέο σχέδιο της πόλης, ανάμεσα στις άλλες πρόνοιες, προέβλεπε τη δημιουργία ενός μνημιακού άξονα, στη δυτική πλευρά της πυρίκαυστης ζώνης, στον οποίο θα ανεγείρονταν ομοιόμορφες οικοδομές σε  νεοβυζαντινή αρχιτεκτονική. Ο Άξονας θα ξεκινούσε από την περιοχή της παραλίας με μία πλατεία, τη σημερινή πλατεία Αριστοτέλους, θα συνέχιζε με μια μεγάλη οδό, τη σημερινή οδό Αριστοτέλους, η οποία θα κατέληγε και πάλι σε μια μεγάλη πλατεία, την σημερινή πλατεία Αρχαίας Αγοράς. Στην επάνω απόληξη του άξονα, σε μια μεγάλη έκταση, θα ανεγείρονταν κτίρια των  διοικητικών υπηρεσιών της Θεσσαλονίκης, τα οποία θα ήταν επίσης μνημειακού χαρακτήρα. Ανάμεσά τους θα βρίσκονταν τα Δικαστήρια της πόλης, καθώς και το νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα κατασκευαζόταν σε οικόπεδο ακριβώς επάνω από την Εκκλησία Χαλκέων, στη σημερινή Πλατεία Αρχαίας Αγοράς (πρώην Δικαστηρίων). Το 1924 με βάση και το νέο σχέδιο της πόλης, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την κατασκευή του Δημαρχείου της πόλης. Από το διαγωνισμό προέκυψαν τρία εξαιρετικά αρχιτεκτονικά σχέδια, που προέβλεπαν την ανέγερση ενός εντυπωσιακού Δημαρχιακού Μεγάρου. Όμως έκτοτε, η τύχη του διαγωνισμού, καθώς και των σχεδίων που προκρίθηκαν παρέμεινε άγνωστη. Η οικονομική δυσπραγία του Δήμου Θεσσαλονίκης, αλλά και της ελληνικής πολιτείας, πρέπει να ήταν υπεύθυνες για τη μη ολοκλήρωση του έργου. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα με την έλευση εκατομμυρίων προσφύγων, ενώ στη Θεσσαλονίκη, επιπλέον, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, ήταν άλλα τα έργα που είχαν προτεραιότητα.

dimarcheio-3-1927-1931-800

megali_vretania

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, βρίσκουμε το δημαρχείο στην οδό Εγνατίας, λίγο μετά την Ι. Δραγούμη, στο κτίριο του ξενοδοχείου Μ. Βρετανία, (στο κτίριο της Βυζαντινής Στοάς), ιδιοκτησίας Αδάμ Λαδένη, Ι. Τσαλικίδη και αδερφών Σωκράτη και Κωνσταντίνου Πετρίδη. Το δημαρχείο Θεσσαλονίκης στεγάστηκε εκεί, από το 1927 μέχρι το 1931, όταν οι δημοτικές υπηρεσίες θα μετεγκατασταθούν και πάλι στην Εθνικής Αμύνης, στις ιδιοκτησίες της οικογένειας Αγγελάκη. Αυτή τη φορά, το δημαρχιακό μέγαρο εγκαταστάθηκε σε ένα συγκρότημα από 3 οικίες, στους αύλιους χώρους των οποίων υπήρχαν και διάφορα παραπήγματα. Στους χώρους αυτούς, όπου σήμερα είναι το κτίριο της Σχολής Τυφλών Φάρος, παρέμεινε το δημαρχείο Θεσσαλονίκης για 10 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1941. Με την έναρξη των εχθροπραξιών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, οι υπηρεσίες του Δήμου μεταφέρθηκαν λίγο παραπάνω, στο κτίριο του Άσυλου του Παιδιού, άγνωστο για ποιο λόγο. Από εκεί θα μεταφερθούν, εκ νέου, κατά τη διάρκεια της κατοχής, στο κτίριο της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων Θεσσαλονίκης.

img_4287

Όταν το κτίριο Χ.Α.Ν.Θ. επιτάχθηκε από τα στρατεύματα κατοχής, το 1943, ο Δήμος Θεσσαλονίκης, βρέθηκε σε κτίριο στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, στο Νο8, κοντά στη πλατεία Ελευθερίας. Το κτίριο ήταν το Μέγαρο Ζενίθ των Μποτόν και Σακιτούδη στη γωνία Μητροπόλεως με Βενιζέλου και οι κεντρικές υπηρεσίες του Δήμου βρίσκονταν εκεί, όταν απελευθερώθηκε η πόλη και μέχρι το 1958.

Το εγχείρημα για την ανέγερση δημαρχιακού μεγάρου παρέμεινε ατελές μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 οπότε άρχισαν εκ νέου οι διεργασίες για την ανέγερση, κατ’ αρχήν του δικαστικού μεγάρου Θεσσαλονίκης. Όμως η ανακάλυψη, στο χώρο ανέγερσης, των σπουδαίων αρχαιοτήτων της αρχαίας ρωμαϊκής αγορά της πόλης, ματαίωσε, όχι μόνο την ανέγερση του δικαστικού μεγάρου, αλλά και όλων των άλλων, ανάμεσά τους και του δημαρχιακού. Η συνέχεια είναι γνωστή καθώς κατά τη διάρκεια των εργασιών θεμελίωσης ανακαλύφθηκε η Αρχαία Αγορά και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.

Στην δεκαετία του 50, το κτίριο στη δασταύρωση των οδών Βαμβακά και Βενιζέλου (γνωστό ως Καραβάν Σαράι ή Παλιό Δημαρχείο) παρέμενε ημιτελές αλλά τότε οι εργολάβοι και οι επιχειρηματίες που το διεκδικούσαν κατέληξαν σε συμφωνία και το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία των κυρίων Δήμου (στο μεγαλύτερο μέρος του), Τριαντόπουλου, Τσίλη και Χριστούλα και συνεχίστηκε η ανέγερσή του. Το 1958 το Καραβάν Σαράι ολοκληρώθηκε και ενοικιάστηκε στο δήμο Θεσσαλονίκης για να εγκατασταθεί εκεί το δημαρχείο της πόλης όπου και παρέμεινε για 51 χρόνια.

dimarheio_palio

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο στόχος ανέγερσης ιδιόκτητου δημαρχείου για τη Θεσσαλονίκη πέρασε από πολλές διαφορετικές φάσεις. Η οριστική ματαίωση της ανέγερσής του στην πλατεία Δικαστηρίων έστρεψε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλού. Ήδη, από 1962 είχε εκπονηθεί νέα Χωροταξική Μελέτη για τη Θεσσαλονίκη, από την ομάδα του καθηγητή Γιάννη Τριανταφυλλίδη, η οποία εισηγούνταν τη δημιουργία ενός Διοικητικού και Πνευματικού Κέντρου για τη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή που περικλείονταν από το Λευκό Πύργο, τα Κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, το ΑΠΘ και το Γ΄ Σώμα Στρατού.

Με βάση και τις προτάσεις αυτές άρχισαν οι διεργασίες για την εύρεση του κατάλληλου χώρου για την ανέγερση του νέου δημαρχιακού μεγάρου της πόλης. Έκτοτε προτάθηκαν πολλές διαφορετικές λύσεις, άλλοτε για την ανέγερση ενός νέου κτιρίου, (στο στρατόπεδο Τσιρογιάννη) και άλλοτε για την οριστική μετεγκατάσταση σε κάποιο από τα πολλά κτίρια που κοσμούσαν την πόλη (Παπάφειο Ορφανοτροφείο, Τελωνείο, κτίριο Γ΄ Σώματος Στρατού).

Μετά την Μεταπολίτευση, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε να ρυθμίσει οριστικά το ζήτημα του νέου Δημαρχιακού Μεγάρου Θεσσαλονίκης. Το 1976 χωροθετήθηκε το στρατόπεδο Τσιρογιάννη για την ανέγερση του, ενώ λίγο αργότερα, το 1980, στον ίδιο χώρο, στο μισό οικόπεδο, χωροθετήθηκε και το κτίριο του σχεδιαζόμενου Βυζαντινού Μουσείου. Το 1984 παραχωρήθηκε ο χώρος στο Δήμο Θεσσαλονίκης και στο Υπουργείο Πολιτισμού για την ανέγερση του Μουσείου.

Έκτοτε ανέλαβε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τις διαδικασίες για την ολοκλήρωση του έργου. Το 1986, με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης, προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το νέο δημαρχιακό μέγαρο της πόλης. Ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε το 1988, με νικητή την πρόταση της ομάδας του καθηγητή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αν. Μπίρη. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ανέγερση του μεγάρου, επανεμφανίστηκαν οι παλαιές διαφωνίες για την καταλληλότητα του χώρου. Φορείς, πολίτες και παράγοντες της πόλης ενεπλάκησαν, για περισσότερα από 10 χρόνια, σε μία διελκυστίνδα για το εάν έπρεπε να ανεγερθεί νέο κτίριο ή εάν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κάποιο από τα ιστορικά μέγαρα της Θεσσαλονίκης.

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο ίδιος, ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανέλαβε να βγάλει την υπόθεση από το αδιέξοδο. Πιέζοντας φορτικά την πολιτεία κατάφερε, όχι μόνο να αποφασιστεί οριστικά η ανέγερση στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Τσιρογιάννη, αλλά το 2000, να ενταχθεί το έργο στο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Κατόπιν, προκηρύχτηκε ο διαγωνισμός για την ανέγερση του Μεγάρου και το 2005, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης υπέγραψε τελικά τη σύμβαση κατασκευής με την ανάδοχο εταιρεία.

Η κοινοπραξία για την ανέγερση του μεγάρου αποτελούνταν από τις εταιρείες, ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ, Δομοτεχνική ΑΕ, Θεμελιοδομή ΑΕ, Ε.Τ.Ε.Θ. και ΤΕΡΝΑ Α.Ε. Η κατασκευή ξεκίνησε το 2006 και ολοκληρώθηκε 3 χρόνια αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 2009, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Βασ. Παπαγεωργόπουλο και η πόλη της Θεσσαλονίκης, μετά από 140 χρόνια, απέκτησε Δημαρχείο.

Πηγή: Δήμος Θεσσαλονίκης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα