Πρόσωπα

Οι ζωές των άλλων: Γιώργος Σαββουλίδης, ένας cult θρύλος της πόλης.

Ένα καλτ πρόσωπο της πόλης.

Γιώργος Τσιτιρίδης
οι-ζωές-των-άλλων-γιώργος-σαββουλίδης-17958
Γιώργος Τσιτιρίδης
eleni_3.jpg

του Γιώργου Τσιτιρίδη

Εικόνες: Ελένη Βράκα, Θόδωρος Καρανίκας

Ο άνθρωπος θρύλος της νυχτερινής Θεσσαλονίκης των 90s μιλάει για πρώτη φορά για τις ένδοξες μέρες του παρελθόντος και για το μυστικό της ευτυχίας στο σήμερα. Από τα μπουζούκια και τα μεγάλα clubs στη γυμναστική και τον εσωτερισμό ο Γιώργος Σαββουλίδης δεν χάνει ποτέ το κέφι του για ζωή και σκορπίζει χαμόγελα.

Η φωτογραφία του Θόδωρου Καρανίκα είναι από τον περσινό Μαραθώνιο

Εδώ Θεσσαλονίκη γεννήθηκες; Όχι Πτολεμαΐδα. Είχε ο πατέρας μου εμπορικό μαγαζί, όταν πέθανε ήρθαμε Θεσσαλονίκη,  εγώ ήμουν στην ηλικία που πήγαινα πανεπιστήμιο.

Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια εκεί; Ωραία ήταν, έμενα μ άρεσε πολύ  ο χορός, η κίνηση. Από εκείνη την ηλικία με είδε η Μαίρη Σοίδου και είπε αυτό το παιδί έχει ταλέντο, έχει κίνηση πρέπει να το πάτε να μάθει χορό. Επειδή, όμως  ήμασταν μια οικογένεια πολιτικών και δικηγόρων επέλεξα και εγώ τη νομική. Ο αδελφός του παππού μου ήταν βουλευτής στην Ένωση Κέντρου και ήταν ο μοναδικός που εκείνη την εποχή πέθανε με μόνο έσοδο την βουλευτική του σύνταξη χωρίς ποτέ να έχει κάνει προσωπική περιουσία. Δεν βρίσκεις εύκολα τέτοιους πολιτικούς. Οπότε μπήκα κατευθείαν νομική.

Το άσκησες το επάγγελμα; Ναι φυσικά, σε ένα πάρα πολύ καλό δικηγορικό γραφείο στην Λ.Νίκης  με το θείο μου τον Πέτρο Προκοπίδη,  με πολύ καλές υποθέσεις ο θείος είχε τα ποινικά. Όταν  έκλεισε το γραφείο εγώ ασχολήθηκα με το να  εκπροσωπώ έναν  φίλο μου ελληνοαμερικάνικο.  Δυστυχώς  πέθανε (ερωτικό έγκλημα) και  εγώ συνέχισα να διαχειρίζομαι τις υποθέσεις  των συγγενών του. Αυτός ήταν ο κύριος πελάτης μου, άσε που, και πριν, πιο πολύ ψυχαναλυτήριο ήταν το γραφείο μου, δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα, με ενδιέφερε να βάλω τις δυο μεριές να τα βρούνε, να μην πάμε σε δίκη κτλ.

Τι έγινε με την υπόθεση του Ελληνοαμερικάνου φίλου σου, βρήκανε το δράστη; Κάποιος  που γνώριζε ότι είχε χρήματα πήγε μαζί του και  τον σκότωσε για να τον ληστέψει. Η αστυνομία ήταν πολύ κοντά, είπαν ότι ήταν ένας Ρουμάνος αλλά δεν τον βρήκανε ποτέ. Έχει πολλά χρόνια αυτό. Ήμασταν  σαν αδέλφια, δεν είχαμε κάποια άλλη σχέση, πονηρή ή σεξουαλική.

Πώς γνωριστήκατε με τον φίλο σου; Στα Λαδάδικα. Τότε είχε πολλά και ωραία μαγαζιά, το Κούβα, το Aγκάθι το Βερίκοκο και πήγαινε ο κόσμος. Ήταν όμως και ένας χώρος ταυτισμένος με την πορνεία, μια και παλιά είχε πόρνες εκεί, αρσενικές και θηλυκές. Θυμάμαι ένα βράδυ που ήμουν εκεί, σταματάει η Jaguar του και μου λέει “πώς είσαι έτσι εσύ, σαν άτι, σαν άλογο, ποιος είσαι”. Είχα ωραίο σώμα, τον εντυπωσίασα. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και να βγαίνουμε έξω. Ήθελε τα πηγαίνουμε μπουζούκια πρώτο τραπέζι πίστα, ήθελε την καλοπέραση, ήταν εκκεντρικός κυκλοφορούσε με γούνες με διαμάντια. Με εκτίμησε σαν άνθρωπο, βοηθούσε κόσμο… Θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τον αείμνηστο φίλο μου. Ήταν θρύλος.

Πώς ήταν τότε η πόλη; Διαφορετική, έντονη η νυχτερινή ζωή, τα μαγαζιά πάρα πολλά, έβγαινε ο κόσμος, είχε λεφτά τότε. Ωραία ντυμένος κόσμος, πιο αυθόρμητος, πιο χαμογελαστός, γινότανε χαμός στα clubs. Εγώ πήγαινα παντού, σε όλα τα μαγαζιά και σε όλα τα μπουζούκια, ό,τι σχήματα υπήρχαν. Μου άρεσε πολύ η πίστα και δεν έπινα κιόλας. Στα παιδιά που δουλεύανε είσοδο άφηνα τα λεφτά και έλεγα πιέστε στην υγειά μου. Τώρα ακόμα, όταν θα βγω, πάω για να διασκεδάσω, να χορέψω. Τις προάλλες έτρεχα με τα μπουκάλια νερό στο χέρι και σταμάτησα σε ένα μαγαζί στην παραλία και άρχισα να χορεύω και τσίριζαν όλοι από απέναντι. Μ αρέσει να ανεβάζω τον κόσμο. Ήμουν  η ψυχή της νύχτας, μ’ άρεσε να δίνω σόου. Κι εγώ όταν έβγαινα βέβαια έκανα ολόκληρη προετοιμασία, στολή  κανονικά, το έκανα λίγο Νέα Υόρκη, λίγο στούντιο 54. Αυτό ήθελα… να τους φέρω έναν αέρα Αμερικής.

Θυμάσαι κάτι τρελό από τότε; Ένα βράδυ που πηγαίναμε αεροδρόμιο με την παρέα μου, εκεί ήταν όλα τα νυχτερινά μαγαζιά και τα clubs,  ξαφνικά σταματάει η κίνηση στο δρόμο. Όλα τα αυτοκίνητα σταματημένα και ο κόσμος να έχει βγει έξω. Αναρωτιόμαστε τι γίνεται. Ήταν τελικά ένας που είχε ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου  και πετούσε χιλιάρικα στο δρόμο. Δεν ξέρουμε ποιος ήταν, δεν μάθαμε, είχε κερδίσει λαχείο, ήταν πολύ πλούσιος; Ο κόσμος απλώς βγήκε και μάζευε λεφτά.

Για τα ντυσίματα τι σου λέγανε; Δεν ήμουν μόνο εγώ για εκείνη την εποχή, ήμασταν πολύ μεγάλη πρωτοπορία. Με κοιτούσανε,  έκανα την διαφορά με το στυλ και την άποψη, έμπαινα σε ταξί και τρελαίνονταν… λέγανε “πού τραγουδάς, πού κάνεις σόου;” Έβγαινα στην Τσιμισκή  και  γινότανε χαμός, σταματούσε η κυκλοφορία και δεν ήμασταν καν Αθήνα.  Θυμάμαι τον Σπύρο Πόρρο, ήταν μοντέλο του Versace τότε και μετέπειτα φωτογράφος στην Αμερική, μου έλεγε, “είσαι γιουνίκ, μοναδικός, θέλω να σε φωτογραφήσω”.  Με ανεβάζανε στην πίστα. Εμείς τα χορτάσαμε, τα κάναμε τώρα με μια φόρμα και έξω.

Ήταν μια εποχή που ένα κομμάτι της είχε αυτήν την υπερβολή. Σου λείπει; Όχι, δεν θα το έλεγα, τώρα έχω την γυμναστική μου, τις παρέες μου, είμαι μια χαρά αλλά  μ’ αρέσει  και η μοναξιά, πάντα μ άρεσε, ασχέτως του τι έκανα.

Πώς κοπήκαν όλα αυτά ξαφνικά; Και τα φανταχτερά ντυσίματα και οι έξοδοι τα βράδια  και η διάθεση σου; Τώρα έγινα άτομο της ημέρας. Βγαίνω την μέρα και πρωταγωνιστώ. Κάνω γυμναστική κάθε μέρα, κουράζομαι, δίνω όλη την ενέργεια μου εκεί. Κάποιος μου είπε κάποτε, “γιατί δεν πάς σε club, γιατί δεν ανοίγεις ένα”. Βέβαια, όχι ότι δεν βγαίνω και καθόλου, απλώς δεν βγαίνω τόσο τακτικά όσο παλιά.  Η  εποχή άλλαξε και η διασκέδαση άλλαξε. Τώρα  πας σε ένα club, παίρνεις πόζα, πίνεις το ποτό, το κρατάς στα χέρια και κάθεσαι. Εμένα μου άρεσε να χορεύω εκεί που θα πηγαίναμε, ήθελα πίστα και χαβαλέ, δηλαδή  λιγάκι ντίσκο, λιγάκι παλιακό, όπως το Μπανάλ, ας πούμε, του Ηρακλή Δούκα που άφησε εποχή με τα drag show. Όλη η Ελλάδα πέρασε από εκεί. Από Αθήνα ερχόταν ο BillY Bo,  ο Τσέλιος, ο Ασλάνης. Ήταν το Μπανάλ μια μικρή Νέα Υόρκη. Αλλά και πριν από αυτό υπήρχαν άλλα  μαγαζιά, η Στάσσα, ένα ταβερνείο με τραβεστί, πόρνες, φαντάρους, τσόλια κάθε λογής, ανθρώπους πλούσιους και φτωχούς και τη Σεχραζάτ που είχε διάφορα σόου και τραγουδούσαν οι τρανς. Δεν ήταν μαγαζιά λούμπεν, σύχναζαν από κάθε τάξη και κάθε τύπος ανθρώπων. Η Σεχραζάτ ήταν το καλύτερο. Τώρα γεμίσαμε καφετέριες και μπαράκια, αυτά τα μαγαζιά δεν υπάρχουν πια αλλά και αυτό δεν είναι κακό. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα day club, γιατί μόνο night club, γιατί πρέπει να πάει βράδυ και χαράματα για να διασκεδάσουμε και γιατί πρέπει να πιούμε, να ξενυχτήσουμε. Τότε ήταν  άλλες οι συνήθειες. Η έξοδος ήταν  ολόκληρη ιεροτελεστία. Τι θα βάλεις, πώς θα βαφτείς, τις κρέμες, τις μάσκες, γι’ αυτό βγαίναμε και αργά.  Τώρα επιστρέψαμε στην απλότητα, τότε ήταν λίγο σινεμά, Χόλιγουντ εποχή.

Όλα αυτά τα ισοπέδωσε και το aids λίγο… Αυτό ναι, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο, τον σημαντικότερο, στις σχέσεις των ανθρώπων. Μπήκε ανάμεσα ο φόβος και έκλεισαν και πολλά μαγαζιά  που προσέφεραν γνωριμίες και σεξ. Αντιμετώπισαν και πολύ μεγάλο πρόβλημα οι εκδιδόμενες γυναίκες και τραβεστί. Το ξέρω γιατί είχα πελάτισσες και μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ, τους έπαιρνα λίγα λεφτά. Τις έβλεπα πάρα πολύ φιλικά, δεν είμαι ρατσιστής,  μ’ αρέσει ο σεβασμός σε οτιδήποτε και απέναντι στον οποιοδήποτε. Να σέβεσαι και να σε σέβονται.

Πόσο χρονών είσαι; Δεν ξέρω, δεν έχω γιορτάσει ποτέ γενέθλια. Αυτό που γιορτάζουν όλοι κάθε χρόνο ότι μεγαλώνουν, είναι θλιβερό γεγονός, δεν μ αρέσουν τα γενέθλια.

Από πάντα πρόσεχες τον εαυτό σου; Είχα και έχω ένα πολύ ωραίο σουλούπι,  δεν ξέρω πού έμοιασα αλλά ποτέ δεν ήμουν αυτός που έτρωγε σουβλάκια, έπινε ποτά, πρόσεχα και ήθελα να συντηρήσω το κορμί μου που ήταν ωραίο. Σαλάτες, λαδάκι, ελιές, κρασί, ελληνική διατροφή, η πατρίδα μας παράγει τα πάντα  και το έχω ρίξει στην γυμναστική, κάνω περπάτημα και έχω μαζί μου  2 νερά, ένα στο κάθε χέρι και για να πίνω, αλλά και ως βαράκια, και μου έχει γίνει συνήθεια. Πώς τρώμε, πώς πάμε στην τουαλέτα, ξέρουμε ότι θα το κάνουμε κάθε μέρα,  έτσι και αυτό μπορεί να μπει στην ζωή μας. Για μένα είναι και ψυχοθεραπεία, σε ανεβάζει πολύ. Σκέφτομαι,  φιλοσοφώ, απολαμβάνω την μοναξιά, μου προσφέρει ηρεμία, ευεξία και έχω βάλει στόχο να κάνω μέση δαχτυλίδι, το έχω βάλει πολύ πείσμα, να μην έχει καθόλου λίπος το υπογάστριο που είναι πολύ δύσκολο σημείο, καθόλου. Αυτή είναι δική μου πατέντα.

Τι συμβουλή θα έδινες στο κόσμο; Καταρχήν να χαμογελάνε, να χαμογελάει ο κόσμος, γιατί έγιναν όλοι καταθλιπτικοί, να μην χάσουν το χαμόγελο – έξω καρδιά και να αθλούνται για να ξεσπάνε, να κρατιούνται σε φόρμα. Να μην τα παίρνουν όλα στα σοβαρά, να αγαπιούνται, να βοηθάνε ο ένας τον άλλο.  Δεν εκτονωνόμαστε, αυτό πιστεύω. Ενώ παλιά το παίζαμε και λίγο τρελίτσα, τώρα το ρίξαμε στην τεχνολογία, κλείστηκε ο κόσμος στο σπίτι  με τα internet , facebook, εγώ δεν είμαι της τεχνολογίας, ούτε μήνυμα ξέρω να στέλνω, με κοροϊδεύουν καμία φορά. Δεν οδηγώ αυτοκίνητο, ποδοκίνητο έχω.

Εσύ τι σχέδια έχεις; Θέλω να κάνω ένα dvd και να γράψω ένα βιβλίο για το πώς καίγεται το λίπος του υπογαστρίου, την βιοενέργεια κλπ. Εκεί έχουν και οι περισσότεροι το πρόβλημα και έχω βρει τον τρόπο πώς μπορεί να γίνει με φυσικό τρόπο και χωρίς χημικά. Αργότερα, αν μου τύχαινε ένα λαχείο, θα ήθελα να κάνω ένα γηροκομείο για τους ομοφυλόφιλους. Θα το ονόμαζα  pink flamingo. Είναι  πολύς κόσμος που είναι μόνος και συγκινούμαι όταν το βλέπω. Θέλω να κάνω έναν τέτοιο οίκο ευγηρίας. Για άτομα που δεν έχουν οικονομική άνεση, που τους διώχνουν από τα σπίτια τους, που δεν έχουν κανένα στη ζωή. Που αντιμετώπισαν τον ρατσισμό και από την οικογένεια και από την κοινωνία.

Ερωτικά πώς είναι τα πράγματα; Είμαι έρωτας. Οτιδήποτε κάνω, το κάνω με πάθος. Εντάξει ο έρωτας χάθηκε, δεν είναι όπως παλιά. Όλοι σκεπτόμαστε τι έχουμε να πληρώσουμε. Έρωτας δεν είναι μόνο το σεξ ,έρωτας είναι ένα καλό μαγειρεμένο φαγητό, η καλή παρέα… Χάσαμε την άμεση επαφή, δεν υπάρχει η μυρουδιά του άλλου, είναι απόμακρα τα πράγματα, υπάρχει πολύ μοναξιά. Παλιά χορεύαμε και μπλουζ, αγκαλιαζόμαστε. Τώρα χάσαμε την αγκαλιά, δεν παίρνουμε την ενέργεια του άλλου μέσω της αγκαλιάς και του χορού.  Αλλά  κάναμε και εμείς τότε τις υπερβολές μας. Τώρα  με την κρίση, ίσως, το καλό είναι ότι θα μπούμε ξανά στο μέτρο.

Ας κλείσουμε με το πώς βλέπεις το μέλλον; Πιστεύω θα καλυτερέψει… αλλά πότε; Τώρα  θέλουμε να ζήσουμε. Θα φύγουν οι παλιές γενιές από τον κόσμο με ένα παράπονο, ότι άφησαν την Ελλάδα σε τέτοια κατάσταση. Η μάνα μου που έζησε και μια κατοχή λέει, “χειρότερα και από την κατοχή είμαστε, τότε είχαμε δέντρα και κήπους”.  Εμείς τώρα θέλουμε να ζήσουμε, να διασκεδάσουμε. Έφυγε τόσος κόσμος, τόσα νέα παιδιά στο εξωτερικό…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα