Κινηματογράφος

Βασίλης Λουλές: Κινηματογραφώντας ιστορίες “εκεί έξω”

Ο Βασίλης Λουλές μας έκανε να αγαπήσουμε τα ντοκιμαντέρ του.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
βασίλης-λουλές-κινηματογραφώντας-ισ-79921
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Vassilis Loules__3

Ο Βασίλης Λουλές είναι ένας από τους πετυχημένους σκηνοθέτες της γενιάς του που μας έκανε να αγαπήσουμε τα ντοκιμαντέρ του. Αρέσκεται στο να καταπιάνεται με θέματα που ίσως ακόμα διατηρούμε άλυτα μέσα μας, που η κοινωνία επιλέγει να αποκρύψει και σίγουρα εκείνα που συνοδεύουν τις μύχιες σκέψεις μας. «Προσπαθώ να καταγράφω τις φωναχτές μου σκέψεις», μας εξομολογείται ο ίδιος. Το «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» είναι ένα οδοιπορικό στα παραμύθια, στη λαϊκή αφήγηση και στην ανάγκη επιβίωση της προφορικής παράδοσης.

 Η συνέντευξη με χαρισματικούς ανθρώπους, όπως ο σκηνοθέτης Βασίλης Λουλές, ξεκινάει ανάποδα γιατί ξέρεις ήδη ότι έχει βάλει μπρος το νέο του ντοκιμαντέρ.

Το επόμενο ντοκιμαντέρ…

Είναι η ιστορία ενός φωτογράφου, «In the dark room», «Στο σκοτεινό θάλαμο». Μετανάστευσε την δεκαετία του ‘20 στην Αμερική, φτωχός, αγράμματος, νέος και πολύ ταλαιπωρημένος από τη ζωή. Φτάνει στην Αμερική παράνομα και μέσα από μια μυθιστορηματική περιπέτεια, έφτασε από το Τέξας στο Ντιτρόιτ όπου εγκαταστάθηκε δουλεύοντας σε εργοστάσια. Περνούσε πολύ καιρός μόνος του και, παρά το γεγονός ότι ήταν αγράμματος,  άρχισε να διαβάζει,  να γράφει και να επισκέπτεται μουσεία και πινακοθήκες. Αργότερα, γράφτηκε σε μια Σχολή Φωτογραφίας στο Σικάγο, όπου έκανε και ένα φιλμάκι, κινούμενη εικόνα, που βλέπει το Σικάγο στη φάση ανοικοδόμησής του. Το ’30, ενώ επρόκειτο να ανοίξει ένα στούντιο φωτογραφίας και ταινιών με ένα φίλο του, ξεσπάει το Κραχ, ταυτόχρονα το σινεμά από την εποχή του βωβού περνάει σ’ αυτή του ομιλούντος και έτσι επιστρέφει στην Ελλάδα.

Ο Πάνος Ηλιόπουλος επιστρέφει, λοιπόν, στα Φιλιατρά, στο χωριό του στην Πελοπόννησο και ανοίγει ένα φωτογραφείο. Παντρεύεται, κάνει 5 παιδιά και ζει εκεί. Φωτογραφίζει για βιοποριστικούς λόγους αλλά του αρέσει να ζωγραφίζει και να αγιογραφεί. Την πάτησε όμως, καθώς η ζωγραφική δεν είναι το μεγάλο του ταλέντο αλλά η φωτογραφία. Η αγιογραφία τού δίνει τη δυνατότητα να αναπαραστήσει το βλέμμα των ανθρώπων. Στη φωτογραφία του αυτό λειτουργεί εκπληκτικά. Έχει φωτογραφίες με φοβερά βλέμματα. Όποιος και να είναι στη φωτογραφία, το βλέμμα του λάμπει. Κατάφερνε μέσα από τις σχέσεις που ανέπτυσσε με τα μοντέλα του να τους κάνει να βγάζουν το καλό τους εαυτό. Είναι μορφές αγιογραφίες οι φωτογραφίες του. Είναι κάτι που κάνω και γω με τους χαρακτήρες, όχι να βγάζω τον καλό τους εαυτό,  αλλά αρέσκομαι στο να σκάβω και να αποκαλύπτεται ο βαθύτερος εαυτός τους.  Κάπως λοιπόν σα να θέλω να δω αυτή τη σχέση ανάμεσα στη δική του δουλειά και τη δική μου.

Το ντοκιμαντέρ είναι ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθείς μια ιστορία;

Είναι ένας τρόπος, όχι υποχρεωτικά ο καλύτερος. Είναι αστείο γιατί όταν ξεκίνησα να κάνω ντοκιμαντέρ,  το έκανα γιατί πίστευα ότι είναι πιο εύκολο. Η ιστορία μυθοπλασίας κατά ένα μεγάλο κομμάτι στηρίζεται στο σενάριο, που στην Ελλάδα το κάνει ο σκηνοθέτης ή και ο σκηνοθέτης, οπότε το θεωρεί μέρος της δουλειάς του. Περνούσα πολύ χρόνο στο να γράψω σενάρια δικών μου ταινιών. Όταν τα ολοκλήρωνα, ξεκινούσε μια άλλη ιστορία, να ξεχάσω, για να είμαι πια ο σκηνοθέτης, να τα δω με άλλο μάτι. Το να γράψεις σενάριο ήταν εξουθενωτικό. Πήγαινα σε πάρτι και κρατούσα σημειώσεις, ξυπνούσα μες στη νύχτα και έγραφα, ήμουν σε ερωτικό ραντεβού και σημείωνα, έβγαζα το γιο μου βόλτα και έγραφα, καταντούσε όλη η διαδικασία μια παράνοια. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, το θεώρησα εύκολο, γιατί πίστευα ότι το θέμα υπάρχει «εκεί έξω» και γω πρέπει απλώς να αναδείξω. Έτσι νόμιζα! Το πρώτο ντοκιμαντέρ βγήκε σχετικά εύκολα, το ίδιο και το δεύτερο. Μέχρι το « Φιλιά εις τα παιδιά», που εκεί αναδύθηκαν και άλλα θέματα που έπρεπε πρωτίστως να τα λύσω μέσα μου, πριν ασχοληθώ με την ταινία. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι το να κάνεις ντοκιμαντέρ δεν είναι πολύ εύκολο, και ότι το θέμα δεν υπάρχει απλά «εκεί έξω». Ακόμα κι αν υπάρχει κάτι «εκεί έξω», εσύ οφείλεις να το φωτίσεις και να το ξαναστήσεις από την αρχή. Οι άνθρωποι που μιλούν στο ντοκιμαντέρ, δεν παρελαύνουν μπροστά σου, αλλά πηγαίνουν ταξίδι μαζί σου. Είναι αναγκαίο να τους κάνεις να βαδίσουν σε  μονοπάτια που έχουν ξεχάσει. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Είναι χρονοβόρο, επίπονο συναισθηματικά και πολλές φορές οδηγεί σε αδιέξοδο.

Αναφερθήκατε στο «Φιλιά εις τα παιδιά», νιώσατε ότι είχατε να κάνετε με ένα θέμα ανεπίλυτο  για εσάς τον ίδιο και θαμμένο από την κοινωνία;

Η κοινωνία έχει πολλά θέματα θαμμένα και η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων είναι το ένα μόλις από αυτά. Η θαμμένη παιδική ηλικία είναι ένα δεύτερο. Αισθάνομαι πολλές φορές ότι είμαστε σαν τους αρχαιολόγους που ψάχνουν ξεχασμένους πολιτισμούς, χαμένους στην σκόνη και στη λησμονιά. Πας με ένα σκουπάκι και προσπαθείς να ανακαλύψεις πράγματα με μεγάλη προσοχή μην καταστρέψεις κάτι. Όταν κάνεις μια μεγάλη συνέντευξη,  εξομολογητική, με έναν άνθρωπο, πας στο μοντάζ και πρέπει αυτά που με τόση προσοχή έφερες στο φως να τα πετάξεις πάλι. Πρέπει να αφήσεις πολλά πράγματα στο σκοτάδι, να τα ξανακρύψεις. Στο «Φιλιά εις τα παιδιά» είχα υλικό 80 ωρών και το ντοκιμαντέρ είχε διάρκεια μόλις 2 ώρες. Είναι ένα δεύτερο βασανιστήριο, το πώς θα συγκροτήσεις έναν άνθρωπο, την ιστορία του, μέσα από σπαράγματα. Γνωρίζεις αρχικά, πριν τη συνέντευξη, μια σκιά ανθρώπου, τη φωτίζεις σταδιακά και αποκαλύπτεται ένα πρόσωπο ολόκληρο με σώμα, κίνηση, ενέργεια, συναισθήματα, και τελικά αυτό πρέπει να το ξεχάσεις και να παρουσιάσεις προς τα έξω ένα σκελετό. Η πραγματικότητα την οποία προσεγγίζεις είναι κάτι που δεν μπορείς ποτέ να φτάσεις έτσι όπως την εννοούμε. Είναι η πραγματικότητα που αποκαλύπτεται σε σένα, αυτή που αποκαλύπτεις εσύ στους άλλους — αυτή που εσύ ανασυγκροτείς κάθε φορά για να αποκαλύψεις.

1.Giannoula

Εικόνα: Μανώλης Κριτσωτάκης

Το τελευταίο ντοκιμαντέρ, «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» (2014), μας αποκαλύπτει τη δύναμη της προφορικής παράδοσης;

Ακριβώς. Εδώ δεν χρειάστηκε οι άνθρωποι να ταξιδέψουν στο παρελθόν γιατί υπήρχε ένας άλλος λόγος, να αφηγηθούν παραμύθια. Αυτό είναι η ταινία, η αφήγηση παραμυθιών. Από παραδοσιακούς ανθρώπους, αγράμματους, παππούδες, γιαγιάδες στα χωριά, βοσκούς,  αγρότες, νοικοκυρές. Αφηγούνται παραμύθια σε τοποθεσίες και μέρη που είναι κοντά στα σπίτια τους. Έχω επιλέξει μ’ αυτόν τον τρόπο τα μέρη ώστε να υπάρχει μια υπόνοια και του κόσμου στον οποίο ανήκουν οι ίδιοι οι αφηγητές και του κόσμου στον οποίο εντάσσονται τα παραμύθια. Επιθυμούσα να έχουν και μια εικαστικότητα τα πλάνα των αφηγήσεων. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν πολύ καιρό να αφηγηθούν  γιατί δεν αφηγούνται πια παραμύθια οι άνθρωποι. Έχουν αφηγηθεί στα παιδιά, στα εγγόνια τους και ως εκεί. Τα χωριά έχουν ερημώσει, ζουν σ’ αυτά μόνο ηλικιωμένοι  και αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πια κοινό. Όταν τους βρήκα, ήμουν γι’ αυτούς το ιδανικό αυτί: το κοινό που τους είχε λείψει για πολύ καιρό. Η δυσκολία ήταν στο ότι έπρεπε να ξαναβρούν τον τρόπο που αφηγούνται. Αυτό συνέβη γιατί και ο δικός τους τρόπος έχει αλλοιωθεί μέσα από την τηλεόραση, ο τρόπος που αφηγούνται τα παραμύθια. Θεωρούσαν πολλά πράγματα προφανή. Τους είπα από την αρχή ότι πρέπει να νιώσουν σαν να έχουν  ένα μικρό παιδί απέναντί τους που πρέπει να το γοητεύσουν. Για να τους βοηθήσω καθόμουν δίπλα στην κάμερα, χαμηλά, για να τους δημιουργήσω την αίσθηση ότι μιλάνε σε κάποιον πιο κάτω από αυτούς. Ήθελα να ενισχύσω το αίσθημα της υπεροχής που νιώθουν όταν αφηγούνται και να τους κάνω να νιώσουν ότι απευθύνονται σε μικρό παιδί. Όταν καταλάβαιναν ότι δεν μου άρεσε αυτό που αφηγούνταν με ρωτούσαν και το δουλεύαμε μαζί. Μιλούσα με όρους παιδιού, τους το έλεγα όταν δεν καταλάβαινα ή όταν μου φαινόταν κάτι βαρετό.

4.Giorgos

Εικόνα: Μανώλης Κριτσωτάκης

Γιατί αγαπάμε να μας αφηγούνται παραμύθια;

Αυτό που μας γοητεύει στα παραμύθια είναι ο χαμένος χρόνος. Η αίσθηση τού να αφήνεσαι και να σε πάει κάποιος κάπου, δεν ξέρεις πού αλλά αφήνεσαι.  Αυτό μας λείπει σήμερα στην αφήγηση, γιατί η αφήγηση συνεχίζει να υπάρχει αλλά με διαφορετικό τρόπο, νευρικό, σπασμωδικό. Ένα έντονο στοιχείο που υπάρχει στα παραμύθια, είναι το στοιχείο της βραδύτητας. Τα παλληκάρια ξεκινάν την περιπέτεια «..και προχωράν και προχωράν και προχωράν…». Η βραδύτητα αυτή δεν είναι χάσιμο χρόνου αλλά σοφία και αρετή. Νομίζω αυτό μας κερδίζει στα παραμύθια. Ότι, δηλαδή, αναζητούμε τη βραδύτητα.

Πώς μπορεί το ντοκιμαντέρ να γίνει εκπαιδευτικό εργαλείο;

Με πολλούς τρόπους, πέρα από τον προφανή, να προβάλλεις δηλαδή ένα ντοκιμαντέρ στο σχολείο και να μιλήσεις γι’ αυτό. Αυτός είναι ένας κλασικός τρόπος και όχι ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου. Από την άλλη,  είναι  να κάνεις την ταινία αφορμή για εργασίες πάνω σε θέματα τα οποία φωτίζει η ταινία.  Ή να προτρέψεις τα παιδιά να ξαναφτιάξουν κομμάτια της ταινίας με τον δικό τους τρόπο. Δεν είναι το ζητούμενο να κάνουν τα παιδιά ταινίες. Γιατί σώνει και καλά να κάνουν ταινίες και να μη γράφουν ποιήματα; Επειδή ζούμε την εποχή της εικόνας; Το κυριότερο είναι να δουν την ταινία ως ένα ακόμα εργαλείο για να αναπτύξουν άλλες δεξιότητες. Δεξιότητες έρευνας, συνεργασίας, κοινωνικές δεξιότητες. Αποτελεί έκπληξη για μένα, να παρατηρώ σε προβολές ντοκιμαντέρ μου σε σχολεία ότι παιδιά που κάθονται πίσω και μπορεί να κάνουν φασαρία, καταλήγουν να κάνουν τις πιο ωραίες ερωτήσεις. Έχουν καταλάβει την ταινία, οπότε έχουν την άνεση να κάνουν σχόλια και θέτουν ερωτήματα ουσίας.

Vassilis Loules__2

Εικόνα: Ηρακλής Ρήγας

Ο γιος σας είδε το τελευταίο σας ντοκιμαντέρ;

Ήταν παρών στη διάρκεια κάποιων γυρισμάτων. Στην πρεμιέρα στα Τρίκαλα, ήρθε και ενθουσιάστηκε με τον κόσμο. Όταν τελείωσε η προβολή και έλεγα στους θεατές για τους 16 πρωταγωνιστές, εκείνος με διόρθωσε και μου είπε ότι είναι 17 οι πρωταγωνιστές, «Είναι και η καρέκλα του παππού!». Είχα φέρει μια καρέκλα ξύλινη στα γυρίσματα, που ήταν του πατέρα μου από το μαγαζί του γιατί είδα ότι στα χωριά έχουν πια άσπρες, πλαστικές καρέκλες και ήθελα να κάθονται σε μια ξεχωριστή καρέκλα. Αυτό του έμεινε και έκανε αυτό το σχόλιο.

Κείμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ

*Το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ “Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί” προβάλλεται την εβδομάδα από 31/12/2015 έως την 6/1/2016: – Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ στην αίθουσα ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ κάθε μέρα μια προβολή στις 5:15μμ – Στην ΑΘΗΝΑ στην ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κάθε μέρα μια προβολη στις 5:30μμ.

**Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη σε ειδική εκδήλωση την Κυριακή 1η Μαρτίου 2015 στον κινηματογράφο ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ. Ακολούθησε συζήτηση με τον σκηνοθέτη. Λίγες ημέρες αργότερα προβλήθηκε άλλες δυο φορές στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2015.

 ******Στις 5 και 6 Μαρτίου του 2016 ο Βασίλης Λουλές θα επαναλάβει στη Θεσσαλονίκη το Εργαστήριο Ντοκιμαντέρ που είχε κάνει και πέρυσι. Για το περιεχόμενο του Εργαστηρίου βλ. εδώ άρθρο για το περσινό του Εργαστήριο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα