Ρεπορτάζ

Θεσσαλονίκη: Η πόλη των φαντασμάτων

Του Γιώργου Καλιεντζίδη Λίγα ιστορικά βιβλία έχουν πιάσει τόσο εύστοχα τον παλμό μιας πόλης μέσα από την ιστορία της όσο το «Θεσσαλονίκη – Η πόλη των φαντασμάτων» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Αποκαλυπτικό για την ουσία του βιβλίου αποδεικνύεται το παρακάτω κείμενο που γεννήθηκε από τη συνέντευξη του συγγραφέα Μαρκ Μαζάουερ με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του […]

Parallaxi
θεσσαλονίκη-η-πόλη-των-φαντασμάτων-10155
Parallaxi
1.jpg

Του Γιώργου Καλιεντζίδη

Λίγα ιστορικά βιβλία έχουν πιάσει τόσο εύστοχα τον παλμό μιας πόλης μέσα από την ιστορία της όσο το «Θεσσαλονίκη – Η πόλη των φαντασμάτων» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Αποκαλυπτικό για την ουσία του βιβλίου αποδεικνύεται το παρακάτω κείμενο που γεννήθηκε από τη συνέντευξη του συγγραφέα Μαρκ Μαζάουερ με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του στο ραδιοφωνικό σταθμό 958 fm της ΕΡΤ3 στην εκπομπή «Βουστροφηδόν» του Γιώργου Καλεντζίδη, τον Ιανουάριο του 2007.

-Για μένα η ιστορία μοιάζει με τη μουσική. Έχεις μια δομή, ένα επιχείρημα και έχεις και αυτά τα στοιχεία, αυτές τις φωνές που θέλεις τελικά να ακουστούν. Γιατί, εκτός από σένα που μπήκες μέσα στο αρχείο των φωνών, κανείς άλλος δεν γνωρίζει αυτούς τους ανθρώπους, αυτές τις φωνές από το παρελθόν. Έτσι βλέπω τη συγγραφή ενός βιβλίου. -Είναι βρετανική παράδοση οι σπουδές στις κλασικές επιστήμες. Από εκεί ξεκίνησα και ήρθα στην Ελλάδα για να δω, να γνωρίσω τον αρχαίο πολιτισμό της. Τα όσα είδα από αυτόν ήταν πολύ ενδιαφέροντα αλλά μου φάνηκε πιο ενδιαφέρουσα η σύγχρονη κοινωνία. Ήρθα το 1981 πρώτη φορά στην Ελλάδα για να μάθω ελληνικά. Ήταν η πρώτη επαφή- επικοινωνία με τη νέα Ελλάδα, με τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ιστορία.

Είναι η πιο ενδιαφέρουσα πόλη στη χώρα. Δεν έχει αντίπαλο. Έχει μια συνεχή ιστορία. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι η εικόνα των εκκλησιών που μαρτυρά αυτή τη συνέχεια. Σου δίνει μια πλούσια ατμόσφαιρα ιστορικών στοιχείων Οπωσδήποτε μια ιστορία για μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη οφείλει να είναι πλούσια, γεμάτη ζωή, με τις φωνές των πρώην κατοίκων της.

-Το γράψιμο του βιβλίου μου πήρε 3 χρόνια, αλλά η συγκέντρωση του υλικού, των στοιχείων, πρωτοξεκίνησε το 1983. Τότε ήταν που έγραψα το πρώτο άρθρο.

Στην αρχή ασχολήθηκα ιδιαίτερα με την τύχη των Εβραίων στον πόλεμο και την κατοχή, αφού βρήκα αποσπάσματα από ένα αρχείο της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών. Αλλά ταυτόχρονα ασχολήθηκα και με την οθωμανική ιστορία της πόλης, τον 19ο αιώνα.

-Τελικά δεν ήθελα να γράψω για την τραγωδία που έζησαν οι Εβραίοι της πόλης, για το Ολοκαύτωμα, αφού τέτοιες ιστορίες έχουν γραφτεί και νομίζω ότι δεν χρειάζονται άλλες. Βρήκα τόσο πλούσια την ιστορία της Θεσσαλονίκης, γιατί όταν πηγαίνεις πίσω στο παρελθόν, τον 19ο αιώνα και πιο πίσω, ανακαλύπτεις αυτόν τον πλούτο της ιστορίας της. Και τελικά βρήκα αυτό το θέμα: πώς ήταν η πόλη, ποια ήταν η τύχη της στην οθωμανική αυτοκρατορία και ποια ήταν η μακρόχρονη πορεία της, από την οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι το νεοελληνικό κράτος.

-Το πλεονέκτημά της είναι ότι μοιάζει με καθρέφτη, στον οποίο μπορείς να δεις αν θέλεις όλες τις πλευρές στην καθημερινή τους πορεία. Σε μια πόλη όπου ο κανόνας δεν ήταν το έθνος, όπως είναι σήμερα, αλλά ένα κοσμοπολίτικο μωσαϊκό. Πώς λειτούργησε και πώς καταστράφηκε τέτοια πόλη; Αυτό μ΄ενδιέφερε. Και αυτό νομίζω ότι είναι το μεγάλο ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας της πόλης.

Πριν από 150 χρόνια η ζωή και οι κάτοικοι ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτό που υπάρχει σήμερα. Γιατί από τη μια μεριά υπάρχει η ιστορία ως συνέχεια και από την άλλη υπάρχει και η ιστορία ως ασυνέχεια, ένα απότομο κόψιμο από πόλεμο, πολιτικά γεγονότα, ανταλλαγή πληθυσμών.

-Υπάρχει μια πολύ γνωστή ιστορία των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης που είναι κι αυτή σημαντική, αλλά η άλλη ιστορία, η πιο πλούσια ιστορία –αληθινή ιστορία- δεν είναι η ιστορία μιας μόνο ομάδας, είναι η ιστορία μια ιστορία διαφόρων λαών. Είναι κι αυτό ασυνήθιστο. Διαβάζοντας κανείς τη δική μου ιστορία έχει την εντύπωση πως δεν είναι γραμμένη όπως πρέπει. Για παράδειγμα οι Έλληνες δεν είναι πάντα στο κέντρο της ενώ αν διαβάσεις άλλες γνωστές ιστορίες της πόλης, του Βακαλόπουλου για παράδειγμα, είναι πράγματι η ιστορία των Ελλήνων της πόλης. Στην πραγματικότητα για πολλούς αιώνες οι Έλληνες δεν ήταν το μόνο στοιχείο ή το πιο σημαντικό θα έλεγα. Είναι δύσκολο να πούμε ποιο ήταν το πιο σημαντικό. Πριν από την περίοδο που εξετάζω, πριν το 1850, ήταν. Και μετά την απελευθέρωση το 1912, ξανάγινε το κύριο στοιχείο. Όμως, από το 1850 μέχρι το 1912 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όλα αυτά είναι γνωστά στους ιστορικούς –και δε λέω ότι κάνω κάτι καινούριο- αλλά για το κοινό, σε σύγκριση με τα όσα έχει μάθει για παράδειγμα στο σχολείο, έχει ακόμα κάτι να προσφέρει. Μπορούμε να γράψουμε μιαν ιστορία του μέλλοντος, δηλαδή για το μέλλον όπως φάνηκε τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του αιώνα.

-Εδώ στην Ελλάδα πώς φάνηκε; Το μέλλον για πολλούς εδώ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά γενικά στην Ευρώπη, φάνηκε σαν ένα έθνος-κράτος. Και σ΄αυτό οι ιστορικοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Έδωσαν μιαν ιστορία του παρελθόντος κατάλληλη για ένα τέτοιο μέλλον. Αλλά τώρα βλέπουμε ότι αλλάζει το πρόσωπό του, όχι ότι είδαμε το τέλος του έθνους-κράτους, γιατί αυτό έχει μεγάλες ρίζες στην Ευρώπη. Τώρα έχουμε μετανάστευση, πρόσφυγες, που αποτελούν το 10% περίπου του πληθυσμού της Ελλάδος. Προφανώς δεν θα έχουμε την ίδια Ελλάδα, την ίδια ελληνική κοινωνία την οποία είχαμε ή που θα θέλαμε πριν από 100 χρόνια. Και σε σχέση με αυτό που αλλάζει και η μορφή της ιστορίας.

Μετά τον πόλεμο στη Βοσνία, ξαφνικά όλοι μας –κυρίως στη Δυτική Ευρώπη- θυμηθήκαμε τις μετακινήσεις πληθυσμών, ένα πολύ σπουδαίο θέμα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου δεν ασχολήθηκε κανένας ιστορικός με αυτό το θέμα. Μετά το 1990 πολλοί ασχολήθηκαν, γιατί έχει σύγχρονη σημασία και έγινε σημαντικό για τους ιστορικούς να εξηγήσουν πώς γεννήθηκε αυτό το φαινόμενο. Οι Έλληνες μαζί με τους Κινέζους έχουν τη μοναδικότητα να ψάχνουν μιαν πολιτισμική συνέχεια στην ιστορία. Αυτό είναι μια σπάνια περίπτωση. Όμως, απ΄αυτό δε σημαίνει ότι κάθε περιοχή του ελληνικού κράτους έχει αυτήν την ιστορική συνέχεια. Και η Θεσσαλονίκη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν μεγάλη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά μετά από αυτό, αν θέλουμε να γράψουμε την ιστορία  της πόλης σαν την ιστορία του ελληνισμού, θα βρούμε ένα μικρό μόνο μέρος της ιστορίας. Πρέπει να κινηθούμε έξω από αυτήν τη λογική.

-Το θέμα των εβραϊκών περιουσιών είναι πολύ ευαίσθητο σαν πιο πρόσφατο. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από ένα σκοτεινό κεφάλαιο του πολέμου. Μπορούμε να βρούμε και άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Το θέμα των εβραϊκών περιουσιών δεν έχει συζητηθεί ούτε στην Ουγγαρία, ούτε σε άλλα μέρη.

-Ως προς την ιστορία της πόλης και το τι έχει απομείνει από το κομμάτι της ιστορίας που περιγράφεται από την αρχιτεκτονική των κτιρίων, νομίζω ότι έχουμε μια διπλή ιστορία: έχουμε από τη μια τον εθνικιστικό παράγοντα. Οι Έλληνες θέλουν να δημιουργήσουν μια πόλη ελληνική που να μη θυμίζει την οθωμανική της περίοδο. Μερικά κτίριά της φαντάζουν σα σύμβολα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτά τα γκρεμίζουν όλα, με μια εξαίρεση. Και από την άλλη έχουμε τον εκσυγχρονισμό της και τη θέληση των κατοίκων της να φτιάξουν κάτι καινούριο, οπότε δεν πειράζει αν αυτό που γκρεμίζουμε είναι οθωμανικό, εβραϊκό ή ελληνικό. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης νομίζω ότι έχουμε και τους δυο αυτούς παράγοντες. Είναι φανερή αυτή η καταστροφή –για το καλό και για το κακό, αλλά για μένα ήταν για το κακό της πόλης. Αρκεί να δει κάποιος φωτογραφίες της πόλης του 1950 και ύστερα από το 1980. Μετά το σεισμό, το 1978, επήλθε μια αλλαγή στη νοοτροπία. Δημιουργήθηκε μια αίσθηση, ότι έχουμε μια κληρονομιά και ότι πρέπει να τη διατηρήσουμε.

-Βλέπω ότι σήμερα υπάρχει μια ανησυχία στην πόλη για το προς τα πού πηγαίνει και ποιο είναι το μέλλον της. Νομίζω ότι μπορεί να μπει σε θετική πορεία, αφού τώρα έχουμε και άλλα βαλκανικά κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό νομίζω ότι της δίνει μια ευκαιρία, ένα πλεονέκτημα. Μπορεί να τα αξιοποιήσει όλα αυτά, αρκεί να μην είναι «κλειστή». Μπορεί να γίνει η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στην περιοχή και γι΄αυτό θέλει μια αλλαγή διεύθυνσης, με την πολιτική της να μη φοβάται το μέλλον, το γείτονα. Τώρα έχει μια δύναμη, μια οικονομική δύναμη, μια οικονομική δύναμη, αλλά δεν συμπεριφέρεται σαν πόλη που έχει τη δύναμη αυτή.

* Ο Γιώργος Καλιεντζίδης είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα