Κινηματογράφος

Enforcer: Σαν το Μαϊάμι των Βαλκανίων δεν έχει

Πως μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη μπορεί να «μεταμορφωθεί» σε Μαϊαμι και αν αυτό τελικά επιτυγχάνεται.

Γιάννης Γκροσδάνης
enforcer-σαν-το-μαϊάμι-των-βαλκανίων-δεν-έχει-901985
Γιάννης Γκροσδάνης

Από τα ασπρόμαυρα νουάρ μέχρι τον Σκορτσέζε και από εκεί αμέτρητες άλλες ταινίες από δεκάδες σκηνοθέτες μέχρι το σήμερα προσπάθησαν να προσφέρουν μέσα από το γκανγκστερικό – μαφιόζικο έγκλημα ιστορίες που μπορεί να δημιουργήσουν έκσταση και δέος στους σινεφίλ θεατές. 

Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις το είδος αυτών των ταινιών, που δεν αποτελούν αναγκαστικά υψηλή τέχνη αλλά σίγουρα καθαρόαιμη ψυχαγωγία, προσφέρει σασπενς, μυστήριο με ανατροπές, δράση. Το Enforcer φιλοδοξεί να μπει σε αυτό τον κύκλο και παρά την τιμιότητα του δεν το επιτυγχάνει απόλυτα. 

Το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι ο πρωταγωνιστής της, Αντόνιο Μπαντέρας, που υποδύεται έναν εκτελεστή της νύχτας στο Μαϊάμι, ο οποίος στην πορεία ξεστρατίζει από τον αρχικό στόχο του και προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τις τύψεις από προηγούμενες λάθος προσωπικές επιλογές του (όπως το ότι έχασε την αληθινή επαφή με την 16χρονη κόρη του).

Παρά την φιλοτιμία της η βασική αδυναμία της ταινίας βρίσκεται στο σενάριο. Επενδύοντας σε μια σειρά από κακογραμμένους διαλόγους και διάφορες ατυχείς επιλογές, που δίνουν ώθηση σε αναμασήματα από κλισέ (γύρω από τις γκανγκστερικές ταινίες) και ανεξήγητα αφηγηματικά άλματα που οδηγούν στο χάος, ο Αντόνιο Μπαντέρας και η Κεϊτ Μπούσγουορθ προσπαθούν με αξιοπρέπεια να σταθούν on camera. Ειδικότερα ο Μπαντέρας, που ως ηθοποιός έχει αποδείξει πολλές φορές το βαρύ μέταλλο του ταλέντου του και τα τελευταία χρόνια κατάφερε να επιβεβαιώσει την στόφα του με ερμηνείες σε ταινίες, όπως το δραματικό Pain and Glory (που του χάρισε μια οσκαρική υποψηφιότητα). Στο Enforcer ο Μπαντέρας δίνει μια συμπαθητική – κατά τ’ άλλα – ερμηνεία και αποδεικνύει πως πέρα από σταρ είναι και εξαιρετικός επαγγελματίας πετυχαίνοντας να δώσει βάρος σε έναν σεναριακό χαρακτήρα με ελάχιστη έως ανύπαρκτη ανάπτυξη σε βάθος. Τα ίδια ισχύουν και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες αλλά αυτό είναι ίσως το πλέον ενδεικτικό παράδειγμα αναφοράς. Και μπορεί σεναριακά το Enforcer να παίζει αρκετά με τα στερεότυπα του είδους – χωρίς να προσθέτει κάτι πρωτότυπο – αλλά και σκηνοθετικά η ματιά παραμένει λίγο πολύ ίδια.

Αφού ξεπετάξει με ευκολία την αρχική νεονουάρ διάθεση του το Enforcer μπλέκει σε μια σειρά (όμορφων είναι η αλήθεια) εικόνων που έχουν να κάνουν κυρίως με τη νυχτερινή ζωή, το λαϊφσταϊλ της νύχτας, το χιπ χοπ και τα χαμαιτυπία του Μαϊαμι για να καταλήξει με κάποιες μικρές ανατροπές σε ένα θρίλερ με αρκετή ένταση. Σκηνοθετικά ο πρωτοεμφανιζόμενος Ρίτσαρντ Χιούζ δείχνει να έχει διάθεση να στήσει αυτόν τον κόσμο όσο πιο πιστά γίνεται. Στυλιστικά – όπως είπαμε – κλείνει το μάτι σε αρκετές ταινίες του είδους (όπως ο Σημαδεμένος του Ντε Πάλμα) χωρίς ωστόσο να φτιάξει κάτι ολότελα δικό του. Αφηγηματικά προσπαθεί να καλύψει τις όποιες σεναριακές αδυναμίες όσο πιο προσεκτικά γίνεται με την βοήθεια της φωτογραφίας και του μοντάζ. Ο βασικός ήρωας του είναι ένας κακός καλός (αντιφατικό σχήμα) που αγωνίζεται τελικά να σώσει την ψυχή του από τα μοιραία λάθη που έπραξε κατά το παρελθόν. Αν και αποτελεί έναν αδίστακτο δολοφόνο, χτίζει σχεδόν από το πουθενά μια σχέση πατέρα – κόρης με μια 16χρονη, που επιβιώνει στον δρόμο με μικροκλοπές (στη Νέα Μηχανιώνα του… Μαϊαμι) και προσπαθεί να την προστατέψει με πατρικό ενδιαφέρον (η αναφορά στον Ταξιτζή του Σκορτσέζε ευδιάκριτη). Ωστόσο δεν θα σκάψει ποτέ πιο μέσα για να αναδείξει δραματικές πτυχές ούτε σε αυτή την σχέση επειδή ρίχνει υποχρεωτικά το βάρος τελικά στην καθαρόαιμη περιπέτεια, στις σκηνές βίας και εν τέλει στο θρίλερ. Για αυτό και σε κάποιο βαθμό όλοι αυτοί οι χαρακτήρες μένουν επιφανειακές καρικατούρες ενός είδους.

Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο παραμένει το πως μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη μπορεί να «μεταμορφωθεί» σε Μαϊαμι και αν αυτό τελικά επιτυγχάνεται. Δεν ξέρω πως μπορεί να δει τα τοπία της πόλης ένας άσχετος θεατής από το εξωτερικό και πόσο τον πείθει η Θεσσαλονίκη ως ντεκόρ για Μαϊαμι. Για τον ντόπιο θεατή πάντως (όσους τελοσπάντων μπορεί να μαζέψει η ταινία καθώς δεν προωθήθηκε σχεδόν καθόλου και αυτό είναι άξιο απορίας) ίσως να αποτελεί αληθινή διασκέδαση να μαντέψει σε ποιες τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης γυρίστηκε το Enforcer.

Ακόμα και σε αυτό όμως η παραγωγή της ταινίας δεν φρόντισε αρκετά ώστε να «προστατέψει» τα σημεία των γυρισμάτων κάνοντας με εμφανή προχειρότητα τον χειρισμό τους. Το καμουφλάρισμα των τοπίων στο φακό είναι αποκαλυπτικό: διαρκές φλουτάρισμα στο βάθος των πλάνων (σε βαθμό που σου βγάζει τα μάτια), εμμονή σε ένα διαρκές σκηνικό μοτίβο με φοίνικες που προσπαθούν να καλύψουν ως ντεκόρ κάθε πλάνο και να πείσουν για την αληθοφάνεια της χλωρίδας του μακεδονικού… Μαϊάμι, εμφάνιση του… Ήλιου της Βεργίνας στην πόρτα του… αμέρικαν μοτέλ αλλά και μια επική σκηνή στην Οδό Εθνικής Αμύνης με τον Μπαντέρας να βγαίνει από μια υποτιθέμενη γκαλερί (η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών είναι αυτή) και το πλάνο να τραβάει φαρδιά πλατιά την ελληνικότατη σε γράμματα μαρκίζα του πάλαι ποτέ Σινέ Αλέξανδρου αλλά και τον οδοδείκτη προς… Χαλκιδική, μοιράζουν το κέφι και το γέλιο σε όσους θεατές «διαβάζουν» τα τοπόσημα. Ηθικό δίδαγμα από όλα αυτά είναι πως δεν αρκούν κάποιοι φοίνικες και ένα φλου κάδρο από πίσω για να πείσεις ότι το Μαϊάμι βρίσκεται στα Βαλκάνια. Χρειάζεται μάλλον λίγη περισσότερη φροντίδα και προσοχή.

Πέραν αυτών το Enforcer δεν φιλοδοξεί να πείσει ότι είναι κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική δημιουργία αλλά ότι αποτελεί μια τίμια δουλειά που εκπροσωπεί ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος όσο πιο αξιοπρεπώς μπορεί. Το αν το καταφέρνει επαφίεται στην καλή διάθεση των θεατών του.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα