Εκδήλωση με θέμα: «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής»
«Aν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη και αν δεν υπάρξει διαφάνεια και λογοδοσία στο ζήτημα των υποκλοπών, τότε η υπόθεση θα διαιωνίζεται και η βαριά της σκιά θα επικάθεται στο δημόσιο βίο»
Το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή πραγματοποίησε την Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου, εκδήλωση με θέμα «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής».
Σε αυτήν συμμετείχαν ο αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του York, Δημήτρης Τσαραπατσάνης, o καθηγητής Δημόσιου Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, Ξενοφών Κοντιάδης, η δικηγόρος – μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Δρ. Αικατερίνα Παπανικολάου και ο διευθυντής του Eteron, Γαβριήλ Σακελλαρίδης.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με την ομιλία του Δημήτρη Τσαραπατσάνη, ο οποίος είναι ο συγγραφέας της νομικής μελέτης «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής» που δημοσίευσε το Eteron, στο πλαίσιο του project του Eteron «Απόρρητο | Υποκλοπές – Προσωπικά Δεδομένα – Δημοκρατία».
Ο κ.Τσαραπατσάνης αφού παρουσίασε τη σχετική μελέτη, εξηγώντας το νομικό πλαίσιο, επισήμανε ότι «αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν έχουμε πλαίσιο προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά στενός και για να προχωρήσει η άρση του απορρήτου να χρειάζονται ειδικοί, συγκεκριμένοι επιτακτικοί λόγοι. «Εδαφική ακεραιότητα, εθνική άμυνα, προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και τίποτε άλλο. Αυτό θα έπρεπε να είναι ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας. Η λεγόμενη κυβερνοασφάλεια περιλαμβάνεται σε αυτά. Γίνεται συζήτηση σα να συμφωνούμε για το τί είναι εθνική ασφάλεια. Δεν ισχύει όμως, η διαφωνία εδώ έχει βαθιά ιδεολογικές προκείμενες» σημείωσε ο καθηγητής, συμπληρώνοντας ότι το αντεπιχείρημα περί διαφύλαξης της μυστικότητας του κράτους αποτελεί μια συζήτηση που πρέπει να γίνει κάποια στιγμή. «Δεν μπορεί να είναι μόνο η αιτιολογία ακριβώς για να απαλειφθεί. Κάποιος θα πει, μα ξεδοντιάζεις την ΕΥΠ. Θα μαθαίνουν όλοι ποια είναι η αιτιολογία; Θα μαθαίνουν όλοι ποιοι είναι οι λόγοι για εθνική ασφάλεια; Ναι, θα μαθαίνουν. Κι αυτό έχει ένα κόστος. Μπορεί να έχει κάποιο κόστος για την εθνική ασφάλεια, αλλά είναι σημαντικό να μην παραβιάζει τα δικαιώματα μας. […]. Υπάρχουν ρίσκα που πρέπει να αναληφθούν και να προστατεύσουν τα δικαιώματα», είπε μεταξύ άλλων.
Στο Στρογγυλό Τραπέζι που ακολούθησε η δρ. Αικατερίνα Παπανικολάου ανέφερε την ανησυχία της σχετικά με την επικαιροποιημένη εκδοχή του νομοσχεδίου για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν βλέπω το νομοσχέδιο να αλλάζει στη διάταξη που θα εκδίδει ο εισαγγελέας, δηλαδή και πάλι θα έχουμε μια πράξη της εισαγγελικής αρχής στην οποία δεν θα υπάρχει αιτιολογία. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε όλα τα υπόλοιπα έχουν πολύ μικρότερη αξία και σημασία. Πρόβλημα είναι και η διεύρυνση του ορισμού της εθνικής ασφάλειας, αλλά είναι πολύ σοβαρότερο πρόβλημα η έλλειψη αιτιολογίας. Εάν δηλαδή έχουμε και πάλι διάταξη για άρση του απορρήτου όπου κανείς δεν θα μαθαίνει ποτέ – και σημειώνω εδώ, άλλο το ζήτημα της αιτιολογημένης διάταξης και άλλο της δημοσιοποίησης – ή να μην υπάρχει στο σώμα της διάταξης αιτιολογία, νομίζω ότι δεν έχει νόημα να συζητήσουμε για τίποτα άλλο. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να συζητήσουμε για όλα τα υπόλοιπα όσο δεν θα υπάρχει αιτιολογία στη διάταξη. Εκεί χτυπά το κράτος δικαίου. Χωρίς αιτιολογία ποιος είναι αυτός ο ειδικότερος λόγος της εθνικής ασφάλειας και της κυβερνοασφάλειας που οδηγούν τον εισαγγελέα στη στάθμιση που θα επιχειρήσει μεταξύ των δύο εννόμων αγαθών, του ατομικού και του συλλογικού, να προκρίνει, δηλαδή θυσιάσει, το ατομικό αγαθό;».
Ο Ξενοφών Κοντιάδης αναφέρθηκε στο σημαντικό έργο της ΑΔΑΕ σε ένα αντίξοο – όπως τόνισε – περιβάλλον, επισημαίνοντας ότι χάρη σε αυτήν την υπηρεσία αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μολονότι έχει στη διάθεσή της λίγα μέσα. «Η ΑΔΑΕ έσωσε την τιμή της ελληνικής δημοκρατίας, λειτουργώντας ως το μοναδικό αντίβαρο» ανέφερε ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και παρομοίασε το σκάνδαλο των υποκλοπών με ένα θεατρικό δράμα που έχει τρεις πράξεις. Από αυτές προκύπτει, κατά τον ίδιο, ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της ΕΥΠ ενσωματώθηκε μέσα στο θεσμό του λεγόμενου επιτελικού κράτους, στο πλαίσιο ενός σχεδίου υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας σε ένα ιδιότυπο κέντρο διακυβέρνησης, καθώς και ότι τα σημαντικά αντίβαρα στην κυβέρνηση, δηλαδή η δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά. Το τρίτο, πρόσθεσε ο κ. Κοντιάδης, είναι ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη διαφάνεια της κρατικής δράσης απαξιώθηκε.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης αναφέρθηκε στην κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία εκπονήθηκε η νομική μελέτη, δεδομένου ότι χθες εισήλθε στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής το σχετικό νομοσχέδιο, και υπογράμμισε πως «αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη και αν δεν υπάρξει διαφάνεια και λογοδοσία στο ζήτημα των υποκλοπών, τότε η υπόθεση θα διαιωνίζεται και η βαριά της σκιά θα επικάθεται στο δημόσιο βίο». Ο διευθυντής του Eteron τόνισε ακόμη ότι αν δεν βρεθούν οι υπεύθυνοι και δεν καταστραφούν τα στοιχεία από τις υποκλοπές, τότε το πολιτικό προσωπικό, δημοσιογράφοι αλλά και άλλοι θα μπορούν να εκβιάζονται και το πολιτικό σύστημα να βρίσκεται σε ομηρία από «άγνωστα» κέντρα για πολύ καιρό. Τέλος, πρόσθεσε, ότι η κοινή γνώμη στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται πολύ για το θέμα και επιδεικνύει υγιή δημοκρατικά αντανακλαστικά, παρά τα αφηγήματα για το αντίθετο.
Πηγη : eteron.org