Ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες: Το γάλα αντιμέτωπο με δίδυμη κρίση

Τι ακριβώς γίνεται με βιομηχανία γάλακτος στην Ελλάδα 

Parallaxi
ελληνικές-γαλακτοβιομηχανίες-το-γάλ-902470
Parallaxi

Σε τεντωμένο σκοινί ισορροπούν αυτή την περίοδο οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες, αντιμέτωπες με μια δίδυμη κρίση: 

Από τη μια πρέπει να διαχειριστούν το υψηλό λειτουργικό κόστος λόγω του ράλι στις τιμές του γάλακτος, της ενέργειας και των υλικών συσκευασίας, ενώ από την άλλη τη μειωμένη ζήτηση για επώνυμα προϊόντα, καθώς οι ανατιμήσεις έχουν βάλει φρένο στην ανάπτυξη, με τους καταναλωτές να στρέφονται στα φθηνότερα private label ή στα χαμηλότερης τιμής λευκά τυριά αντί για τη φέτα.

Στην κατηγορία του φρέσκου γάλακτος συνεχίζεται η πτώση στις πωλήσεις για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά (το 2021 η υποχώρηση έφθασε το 10,7%) ενώ μειωμένες είναι οι πωλήσεις στο γιαούρτι και στα τυριά.

Πτώση πωλήσεων

Με βάση τα στοιχεία των εταιρειών μετρήσεων στα γαλακτοκομικά, οι πωλήσεις σε όγκο εμφανίζονται μειωμένες κατά 6-11% το α’ εξάμηνο του έτους ανάλογα με το προϊόν.

Το αντίθετο συμβαίνει βέβαια στις πωλήσεις σε αξία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές στα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως και στα αβγά, στο ψωμί, στα δημητριακά, στα κρέατα, στα λάδια και στον καφέ σημειώνουν ταχύτερη άνοδο σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες παρότι τον Ιούλιο υπήρξε συγκράτηση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στο 11,6%.

Συγκεκριμένα, στα γαλακτοκομικά και στα αβγά τον Ιούλιο οι τιμές ανέβηκαν κατά 16,4% σε ετήσια βάση, όταν τον Ιούνιο είχαν ανέβει 15,5% και τον Μάιο 14,1%.

Η πίεση

Η πορεία των οικονομικών μεγεθών των μεγάλων παικτών της αγοράς γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων αποκαλύπτει το μέγεθος των πιέσεων.

Με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της ΦΑΓΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 ο τζίρος της στην ελληνική αγορά υποχώρησε κατά 9,7% παρά το γεγονός ότι προχώρησε σε αύξηση της μέσης καθαρής τιμής πώλησης των προϊόντων της κατά 15,7% σε όλες τις αγορές που δραστηριοποιείται. Σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις της σε όγκο υποχώρησαν το πρώτο εξάμηνο της εφετινής χρονιάς 16,3%.

Την ίδια ώρα τα κέρδη της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη εμφάνισαν κάθετη πτώση το 2021 και σε επίπεδο ομίλου διαμορφώθηκαν σε 1,25 εκατ. ευρώ από 5,02 εκατ. το 2020.

Η επιβάρυνση προέκυψε από τα έξοδα σε επίπεδο παραγωγής καθώς το 2021 είχαμε ιστορικά υψηλές τιμές στο πρόβειο γάλα, ενώ κατακόρυφη ήταν η αύξηση σε ενέργεια και υλικά συσκευασίας.

Εγχώρια αγορά

Σημειώνεται ότι η Δωδώνη τροποποίησε σημαντικά πέρυσι την τιμολογιακή πολιτική της, προκειμένου να προσαρμοστεί στις αυξημένες τιμές γάλακτος και να διασφαλίσει τον απαραίτητο όγκο γάλακτος για την προσεχή γαλακτοκομική περίοδο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το γάλα, το οποίο συνεχίζει να προμηθεύεται κατ’ αποκλειστικότητα από την εγχώρια αγορά, είναι το βασικό κόστος για τη Δωδώνη, καθώς ανέρχεται περίπου στο 85% του κόστους παραγωγής.

Τα μερίδια

Η πρωτόγνωρη συγκυρία είχε επίπτωση και στα μερίδια της Δέλτα (Vivartia). Στη συνολική κατηγορία του λευκού γάλακτος το μερίδιο της γαλακτοβιομηχανίας υποχώρησε πέρυσι κατά 0,4% σε αξία, και στο στραγγιστό γιαούρτι έχασε 1 ποσοστιαία μονάδα. Τα μερίδια στο γάλα έχουν επανακτηθεί εφέτος, σύμφωνα με κύκλους της εταιρείας, ενώ μια σχετική πίεση υφίσταται στο γιαούρτι.

Για την έναρξη της εφετινής χρονιάς η ΜΕΒΓΑΛ σημειώνει στις οικονομικές της καταστάσεις πως οι κλάδοι δραστηριότητας του ομίλου παρουσίασαν αύξηση των πωλήσεών τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021, ωστόσο καταγράφεται μείωση τόσο του μεικτού περιθωρίου κέρδους όσο και του λειτουργικού αποτελέσματος.

Ανεβαίνουν οι τιμές, κατεβαίνουν οι ποσότητες

Η μείωση των ποσοτήτων γάλακτος, αλλά και του αριθμού των παραγωγών σε σύγκριση µε πέρυσι, αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022 παραδόθηκαν 331.730 τόνοι αγελαδινού γάλακτος έναντι 346.504 τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2021, με το ποσοστό της μείωσης να φθάνει το 4,26%.

Η έλλειψη οδήγησε υψηλότερα τη μέση τιμή παραγωγού. Τον Ιούνιο του 2022 για το αγελαδινό γάλα ήταν 0,51 ευρώ ανά κιλό από 0,38 ευρώ ανά κιλό έναν χρόνο πριν, αυξημένη δηλαδή κατά 34% περίπου. Μεγαλύτερη ήταν η μείωση στο γίδινο γάλα το ίδιο διάστημα, καθώς άγγιξε ποσοστό της τάξεως του 5,62%, ενώ στο πρόβειο παραδόθηκαν 517.840 τόνοι έναντι 527.784 τόνων το πρώτο εξάμηνο του 2021, μείωση δηλαδή κατά 1,88%.

Τόσο στο πρόβειο όσο και στο γίδινο γάλα, τα δύο βασικά συστατικά της φέτας, οι τιμές παραγωγού εμφανίζονται αυξημένες κατά 30% συγκριτικά με πέρυσι.

Αναζητούν ισορροπίες βιομήχανοι και κτηνοτρόφοι

Παρότι η βιομηχανία δίνει αυξημένες τιμές για το γάλα, οι κτηνοτρόφοι δηλώνουν αγανακτισμένοι καθώς το επιπλέον έσοδο δεν καλύπτει το υπέρογκο πλέον κόστος παραγωγής. Ετσι αρκετοί επιλέγουν τη σφαγή των ζώων, αφού δεν μπορούν να τα ταΐσουν επαρκώς.

Προειδοποιούν μάλιστα ότι εάν δεν παρθούν συγκεκριμένα μέτρα, τότε τα επόμενα δύο χρόνια θα υπάρξει σοβαρή έλλειψη γάλακτος, ειδικά πρόβειου, με ό,τι συνέπειες μπορεί να επιφέρει αυτό στο εμβληματικό μας προϊόν, τη φέτα.

Περιμένοντας ακόμη την πληρωμή της δεύτερης ενίσχυσης για αγορά ζωοτροφών, την οποία «οι κτηνοτρόφοι την έχουμε απόλυτη ανάγκη», όπως αναφέρεται από την Ομοσπονδία Κτηνοτρόφων και Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας, οι κτηνοτρόφοι πληρώνουν το κριθάρι στα 40-45 λεπτά, ενώ στα 42 λεπτά έχει φθάσει το περσινό καλαμπόκι.

Πρόκειται για τιμές διπλάσιες συγκριτικά με το 2021, την ώρα που και οι υπόλοιποι ανελαστικοί παράγοντες του κόστους παραγωγής, όπως τα καύσιμα και η ενέργεια, έχουν αγγίξει ύψη δυσθεώρητα παρά τις κρατικές ενισχύσεις. Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση των συμβολαίων της γαλακτοβιομηχανίας με τους κατά τόπους κτηνοτρόφους για την τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος τη νέα γαλακτοκομική περίοδο.

Οι κτηνοτρόφοι για το πρόβειο γάλα έχουν βάλει τον πήχη στο 1,80 ευρώ ώστε να είναι σε θέση να καλύψουν το κόστος ζωοτροφών, που φαίνεται ότι διατηρείται στο… ύψος του παρά το άνοιγμα των λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα για τη διακίνηση σιτηρών. Από την πλευρά τους οι γαλακτοβιομήχανοι υποστηρίζουν ότι χρειάζεται σύνεση. Μάλιστα ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς φέτας επισημαίνει σε σχετική ερώτηση του «Βήματος» ότι «αφεντικό» όλων είναι ο καταναλωτής. «Εάν δεν προσέξουμε, η αγορά θα γυρίσει μπούμερανγκ και θα πάθουμε ζημιά όλοι».

Πηγή: Εντυπη έκδοση ΤΟ ΒΗΜΑ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα