ΕΛΣΤΑΤ: 13,9% του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις
Στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών
Σε 13,9% ανέρχεται το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις), ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις) ανέρχεται σε 14,8%.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική και κοινωνική στέρηση (εισοδήματα 2020), σύμφωνα επίσης με την οποία:
Παρατηρείται σημαντική μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών η οποία ανέρχεται σε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (13,4%) σε σχέση με το 2020 (19,9%). Η μείωση αυτή είναι η μεγαλύτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.
Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (10,3%) σε σχέση με το 2020 (10,6%) που είναι η μικρότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.
Στις ηλικίες 18- 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών ανέρχεται σε 14,6%, μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
Με βάση τα στοιχεία, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (56,9%), να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (48,6%) καθώς και να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (46,3%).
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,5% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,7% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2021 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,6% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 33,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.
Το 81,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 37,6% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 410 ευρώ.
Το 79,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 41%.
Το 36,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 12,8%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,8%, ενώ το ποσοστό για τα φτωχά και για τα μη φτωχά νοικοκυριά είναι 76,7% και 17,1%, αντίστοιχα.
Το 36,2% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το 49,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.λπ. Το 80,8% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
Το 28,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51% και 23,3%.
Το 36,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 62,8% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 29,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Υγεία πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω.
Το 6,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 15,3% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το 24,3% του πληθυσμού αυτού έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας. Το 9,4% για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,9% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
Το 24% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 36,2% και 21,8%, αντίστοιχα (Πίνακας 11).
Το 9,4% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας του COVID-19. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 11% και 9%.
Το 28,3% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 42,1% και 25,9%. Το 5,6% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.
Τέλος, το 74,9% δήλωσε ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχική του υγεία/ευεξία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών από την πανδημία COVID-19, ενώ το 0,6% δήλωσε ότι επηρεάστηκε θετικά και το 24,5% ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.