Η σκοτεινή πλευρά του να είσαι influencer
Το να είσαι influencer είναι μία από τις κορυφαίες επιλογές σταδιοδρομίας για τους νέους σήμερα.
Μία δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 2019 έδειξε ότι τα παιδιά προτιμούν να γίνουν YouTubers παρά αστροναύτες. Η είδηση αυτή έγινε πρωτοσέλιδο και έφερε πολλή γκρίνια για «παιδιά αυτές τις μέρες». Όμως στην πραγματικότητα δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι οι νέοι – έως και 1,3 εκατομμύρια στο Ηνωμένο Βασίλειο – θέλουν να αποκτήσουν το εισόδημα τους δημιουργώντας περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το 2021 εκτιμήθηκε ότι η παγκόσμια αγορά των influencer αξίζει 13,8 δισ. δολάρια. Μεμονωμένα άτομα όπως η Zoella και η Deliciously Ella αξίζουν 4,7 εκατ. και 2,5 εκατ. δολάρια, αντίστοιχα. Αυτή τη στιγμή περίπου 300.000 άτομα ηλικίας 18 έως 26 ετών χρησιμοποιούν ήδη τη δημιουργία περιεχομένου ως μοναδική πηγή εισοδήματος.
Οι ζωές που βλέπουμε να διαφημίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι δελεαστικές αλλά εξασφαλίζουν μία βιώσιμη καριέρα; Κάτω από τα φανταχτερά προφίλ κρύβεται ένα επισφαλές εισόδημα, ανισότητα στις αμοιβές με βάση το φύλο, τη φυλή κλπ. Στην έρευνα μου με τους travel influencers και τους δημιουργούς περιεχομένους, έχω παρατηρήσει αυτές τις επιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να γνωρίζουν οι νέοι που θέλουν και ελπίζουν να γίνουν influencers.
Οι πρώτοι που θα ισχυριστούν ότι ο καθένας μπορεί να τα καταφέρει στον κλάδο είναι οι ήδη πετυχημένοι influencers. Μία διαγωνιζόμενη στο Love Island και η Molly-Mae Hague επικρίθηκαν επειδή είπαν ότι όλοι «έχουν τις ίδιες 24 ώρες την ημέρα», επειδή στην πραγματικότητα, λίγοι άνθρωποι «τα καταφέρνουν» οικονομικά ως influencers.
Η ειδικός της οικονομίας στα social media, Brooke Erin Duffy, ερευνά τις καριέρες fashion bloggers, beauty vloggers και σχεδιαστών. Στο βιβλίο της «(Not) Getting Paid to Do What You Love», αποκάλυψε ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ εκείνων που βρίσκουν προσοδοφόρες καριέρες ως influencers και όλων των άλλων. Για τους περισσότερους ανθρώπους που προσπαθούν να γίνουν influencers, τα έργα του πάθους τους για τη δημιουργία περιεχομένου συχνά γίνονται δωρεάν δουλειά για εταιρικές επωνυμίες.
Σε μια έκθεση τον Απριλίου του 2022, η επιτροπή Ψηφιακού, Πολιτισμού, Μέσων και Αθλητισμού (DCMS) του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνώρισε την ανισότητα στις αμοιβές ως βασικό ζήτημα στη βιομηχανία των influencer. Υπάρχουν μισθολογικές διαφορές με βάση το φύλο, τη φυλή και την αναπηρία. Η έκθεση DCMS αναφέρθηκε σε μια μελέτη του 2020 από τον όμιλο MSL, μια παγκόσμια εταιρεία δημοσίων σχέσεων, η οποία διαπίστωσε ότι υπάρχει φυλετική διαφορά αμοιβών 35% μεταξύ λευκών και μαύρων influencer.
Ο Adesuwa Ajayi, επικεφαλής ταλέντων και συνεργασιών στο AGM Talent, ξεκίνησε έναν λογαριασμό στο Instagram που ονομάζεται Influencer Pay Gap για να τονίσει αυτές τις ανισότητες. Ο λογαριασμός παρέχει μια πλατφόρμα όπου οι influencers μοιράζονται ανώνυμα ιστορίες σχετικά με τις εμπειρίες τους από τη συνεργασία τους με επωνυμίες. Εκτός από τις φυλετικές ανισότητες, ο λογαριασμός έχει επίσης αποκαλύψει κενά στις αμοιβές που αντιμετωπίζουν άτομα με ειδικές ανάγκες και LGBTQ+ influncers.
Επίσης διαπίστωσε μία «διάχυτη έλλειψη υποστήριξης και προστασίας της απασχόλησης». Οι περισσότεροι influencers είναι αυτοαπασχολούμενοι και συχνά έρχονται αντιμέτωποι με την έλλειψη προστασίας που συνοδεύει τη μόνιμη απασχόληση – όπως το δικαίωμα σε αποδοχές ασθενείας και διακοπές. Επίσης πρέπει να διαχειριστούν το ζήτημα του μη σταθερού εισοδήματος.
Οι κίνδυνοι της αυτοαπασχόλησης επιδεινώνονται στον συγκεκριμένο κλάδο λόγω της απουσίας προτύπων του κλάδου και της μικρής διαφάνειας στις αμοιβές. Οι influencers συχνά αναγκάζονται να αξιολογήσουν τη δική τους αξία και να καθορίσουν αμοιβές για την εργασία τους. Ως αποτέλεσμα, οι δημιουργοί περιεχομένου συχνά υποτιμούν τη δική τους δημιουργική εργασία και πολλοί καταλήγουν να εργάζονται δωρεάν ή για πολύ λίγα χρήματα.
Οι influencers βρίσκονται επίσης συχνά στο έλεος των αλγορίθμων – των παρασκηνιακών προγραμμάτων υπολογιστή που καθορίζουν ποιες αναρτήσεις εμφανίζονται, με ποια σειρά, στους χρήστες. Οι πλατφόρμες μοιράζονται ελάχιστες λεπτομέρειες σχετικά με τους αλγόριθμούς τους, ωστόσο τελικά καθορίζουν ποιος και τι αποκτά ορατότητα (και επιρροή) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στη δουλειά της με τους influencers του Instagram, η ειδικός σε αλγόριθμους Kelley Cotter υπογραμμίζει πώς η επιδίωξη της επιρροής γίνεται «ένα παιχνίδι ορατότητας». Οι influencers αλληλεπιδρούν με την πλατφόρμα (και τον αλγόριθμό της) με τρόπους που ελπίζουν ότι θα ανταμειφθούν με ορατότητα. Στην έρευνά μου, διαπίστωσα ότι οι influencers μοιράζονταν όλο και πιο οικεία και προσωπικές στιγμές της ζωής τους, κάνοντας δημοσιεύματα σε μια προσπάθεια να παραμείνουν σχετικοί και επίκαιροι.
Η απειλή της αορατότητας είναι μια συνεχής πηγή ανασφάλειας για τους influencers, οι οποίοι βρίσκονται υπό συνεχή πίεση να τροφοδοτούν τις πλατφόρμες με περιεχόμενο. Εάν δεν το κάνουν, μπορεί να «τιμωρηθούν» από τον αλγόριθμο – έχοντας τις αναρτήσεις κρυφές ή εμφανισμένες χαμηλότερα στα αποτελέσματα αναζήτησης.
Κρίση ψυχικής υγείας
Η συνεχής παρουσία στο διαδίκτυο οδηγεί τελικά σε ένα από τα πιο διάχυτα ζητήματα της βιομηχανίας των influencer: ανησυχίες για την ψυχική υγεία. Οι influencers μπορούν να συνδεθούν με τους χώρους εργασίας και το κοινό της πλατφόρμας τους οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας – για πολλούς, δεν υπάρχει πλέον σαφής διαχωρισμός μεταξύ εργασίας και ζωής. Σε συνδυασμό με τον φόβο της απώλειας της ορατότητας, αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να εργάζονται υπερβολικά και να αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως η επαγγελματική εξουθένωση.
Επίσης η προβολή στο διαδίκτυο θέτει τους δημιουργούς περιεχομένου σε κίνδυνο σημαντικής διαδικτυακής κατάχρησης – τόσο σε σχέση με την εμφάνιση του όσο και με το τι δημοσιεύουν (ή δεν δημοσιεύουν), αλλά και με αρνητικές αντιλήψεις που υπάρχουν για τους influencers ως επάγγελμα. Η πιθανότητα διαδικτυακής κακοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας, όπως κατάθλιψη, άγχος, σωματική δυσμορφία και διατροφικές διαταραχές.
Παρ’ όλο που το να γίνει κάποιος influencer μπορεί να φαίνεται ελκυστικό σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, το σκοτεινό κάτω μέρος του κλάδου πρέπει να γίνει ορατό και να βελτιωθεί μέσω της βελτιωμένης νομοθεσίας για την απασχόληση και της πολιτιστικής αλλαγής που καθοδηγείται από τη βιομηχανία.
*Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο The Conversation και έπειτα αναδημοσιεύθηκε. Συγγραφέας είναι η Nina Willment, επιστημονική συνεργάτις στο Πανεπιστήμιο του York.
Πηγή: BBC