Καμουφλαρισμένες αυξήσεις βασικών ειδών στα ράφια
Καταναλωτικά προϊόντα ευρείας κυκλοφορίας πωλούνται σε μικρότερες ποσότητες, αλλά στις παλιές μεγάλες συσκευασίες
Τη φράση «η κρίση γεννάει ευκαιρίες» την αποδίδουν στον οικονομολόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας Paul Romer, που έχει υποστηρίξει ότι «µία κρίση είναι µία πολύ μεγάλη ευκαιρία για να χαθεί».
Μια νέα τάση κάνει την εμφάνισή της στις διεθνείς αγορές και επιβεβαιώνει τις νέες αυτές ευκαιρίες.
Οι εταιρίες τροφίμων και άλλων βασικών ειδών (ζυμαρικά, όσπρια, απορρυπαντικά, ροφήματα) «προσαρμόζουν» τα προϊόντα τους στις συνθήκες της κρίσης και σταδιακά αλλάζουν ή και μειώνουν τις ποσότητες των προϊόντων.
Μια σειρά από προϊόντα κυκλοφορούν και πωλούνται πλέον σε μικρότερες ποσότητες, αλλά στις παλιές μεγάλες συσκευασίες.
Οι εταιρίες αναγράφουν την κανονική ποσότητα στις συσκευασίες η οποία είναι μικρότερη από την παλιά αλλά στο μέγεθος της παλιάς συσκευασίας.
Μάλιστα υπάρχει περίπτωση προϊόντος που η συσκευασία του έχει 50 γραμμάρια λιγότερα από την κανονική συσκευασία. Αυτά τα 50 γραμμάρια η εταιρεία που εμπορεύεται το προϊόν τα έχει βάλει σε ξεχωριστή συσκευασία και την παρουσιάζει ως δώρο.
“Δεν είναι παράνομο, αλλά πρέπει να γίνεται σαφές στον καταναλωτή. Να μην τον οδηγεί σε παραπλανητικές επιλογές, όπως ορίζει και το θεσμικό πλαίσιο με βάση το νόμο περί προστασίας του καταναλωτή (2251/1994)”, τονίζει ο δικηγόρος Παναγιώτης Γεωργιάδης, εκπρόσωπος του Νέου Ινστιτούτου Καταναλωτών (Ν. ΙΝΚΑ).
Τα προϊόντα με την ίδια εμφάνιση και τη διαφορετική ποσότητα διατίθενται στη λιανική αγορά από τις εταιρείες είτε κρατώντας τις ίδιες τιμές είτε σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυξάνοντας και τις τιμές. Διπλά χαμένος είναι ο καταναλωτής. Και στα δύο σενάρια αυτός που κερδίζει είναι η εταιρία παραγωγής των προϊόντων και όλοι οι ενδιάμεσοι μέχρι το ράφι.
Υπό κανονικές συνθήκες (ανταγωνισμού και αγοράς) θα έπρεπε οι νέες συσκευασίες να έχουν σήμανση για την αλλαγή της ποσότητας. “Πρόκειται στην ουσία για καμουφλαρισμένες αυξήσεις”, λέει ο εκπρόσωπος του Ν. ΙΝΚΑ.
Λίγοι καταναλωτές θα μπουν στη διαδικασία να συγκρίνουν τις συσκευασίες που μόλις αγόρασαν με παλαιότερες συσκευασίες των ίδιων προϊόντων. “Οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται κι έτσι εξηγείται και το γιατί δεν έχει φτάσει ακόμη σημαντικός αριθμός παραπόνων στις ενώσεις καταναλωτών”, εξηγεί ο κ. Γεωργιάδης.