ΠΓΔΜ: Ένα δημοψήφισμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον
Μερικές σκέψεις με αφορμή το αυριανό δημοψήφισμα.
Φάκελος: Δημοψήφισμα στην #ΠΓΔΜ 🗳️
.@lojzepeterle: Η χώρα περιμένει αυτή την ευκαιρία 25 χρόνιαhttps://t.co/Ljyr6Su1A3#FYROM #Skopje #referendum #NorthMacedonia pic.twitter.com/w2spr7r9NH
— ΑΠΕ-ΜΠΕ (@amna_news) September 28, 2018
Μία ημέρα πριν από το δημοψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, το οποίο θα καθορίσει εν πολλοίς το μέλλον του βορείου γείτονά σας, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η χώρα δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την αποτυχία αυτής της διαδικασίας. Είναι εν τούτοις πολύ πιο εύκολο να προβλέψει κανείς τις συνέπειες αυτής της διαδικασίας, είτε είναι το «ναι», είτε το «όχι», αυτό που θα επικρατήσει.
Το «ναι» θα ανοίξει τις πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για τη χώρα. Όλες οι δημοσκοπήσεις, από την ανεξαρτητοποίηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και μετά δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ονειρεύεται να γίνει τμήμα της Ευρώπης που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μας έχει κλειστές τις πόρτες.
Ο αστυνόμος των Βρυξελλών και η ασφάλεια του ΝΑΤΟ.
Η μακεδονική κοινωνία, αυτή που δεν έπεσε στην παγίδα της λαϊκιστικής «αρχαιοποίησης» της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, ελπίζει ότι το «ναι» – ανοίγοντας τις πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ – θα βοηθήσει να μπει ένα τέλος στην διαφθορά που ταλανίζει και φτωχαίνει τη χώρα, καθώς επίσης και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών από τους πολιτικούς παράγοντες. Γι’ αυτό το τμήμα του πληθυσμού οι Βρυξέλλες είναι ο αστυφύλακας που θα βάλει καταρχήν μία τάξη στη χώρα.
Ασφαλώς το να πει κανείς «ναι» στην αλλαγή του ονόματος της χώρας, ακόμα και αν πρόκειται για την πρόσθεση ενός επιθετικού προσδιορισμού στο όνομα Μακεδονία, είναι οδυνηρό. Ένα τμήμα του πληθυσμού αντιλαμβάνεται ωστόσο πως σε ένα συμβιβασμό δεν μπορεί κανείς ούτε να κερδίσει ούτε να χάσει τα πάντα και είναι έτοιμο να δεχτεί τη συμφωνία με την Ελλάδα και να ξεκινήσει τη μακρά πορεία προς την Ευρώπη.
Οι υπέρμαχοι του «ναι» έχουν επίσης συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό είναι να τεθούν τα σύνορα της χώρας υπό την προστασία του ΝΑΤΟ, σε μία περίοδο που το Βελιγράδι και η Πρίστινα κάνουν λόγο για ανταλλαγές εδαφών. Μία ζοφερή προοπτική που θα μπορούσε να έχει παράπλευρες απώλειες και για Δημοκρατία της Μακεδονίας.
VMRO – DPMNE η σιωπηρή έκκληση για αποχή.
Το στρατόπεδο του όχι δεν συμμερίζεται κανένα από αυτά τα επιχειρήματα. Πρόσκειται στο VMRO – DPMNE, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, για το οποίο η συμφωνία με την Ελλάδα συνιστά συνθηκολόγηση αντίθετη προς τα συμφέροντα της χώρας και οφείλεται στις διεθνείς πιέσεις. Μία προδοσία του πρωθυπουργού Ζάεφ ο οποίος πούλησε τη χώρα και την εθνική ταυτότητα.
Τα μηνύματα που έστειλε ενόψει του δημοψηφίσματος στα μέλη του VMRO – DPMNE ο πρόεδρός του Μιτσόσκι ήταν συγκεχυμένα. Τα κάλεσε να πράξουν κατά συνείδηση κάτι που για πολλούς αναλυτές ήταν μία σιωπηρή τοποθέτηση υπέρ του μποϊκοτάζ.
Αν πάντως επικρατήσει το «όχι» η πορεία της χώρας προς το ΝΑΤΟ και την ΕΕ θα σταματήσει και κατά πάσα πιθανότητα θα προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Αυτό ωστόσο δεν δίνει καμία εγγύηση στο VMRO – DPMNE ότι θα τις κερδίσει. Το κόμμα αυτό βρίσκεται σε κρίση. Είναι βαθιά διχασμένο ανάμεσα σε αυτούς που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον τέως πρωθυπουργό Γκρούεφσκι ελπίζοντας πως μέσω του δημοψηφίσματος θα επανέλθουν στην εξουσία και θα τον απαλλάξουν από τις κατηγορίες για διαφθορά που τον βαραίνουν, και τους μεταρρυθμιστές που δηλώνουν ότι επιθυμούν τον εκδημοκρατισμό του κόμματος. Αν το «όχι» επικρατήσει τότε εκ του ασφαλούς η χώρα δεν θα αργήσει να εισέλθει σε κρίση και σε πολιτική απομόνωση.
Το μποϋκοτάζ μπορεί να βοηθήσει το στρατόπεδο του «ναι».
Μέσα σε αυτό το σύνθετο πολιτικό περιβάλλον βρίσκουμε επίσης αυτούς που έχουν αποφασίσει να μη λάβουν μέρος στο δημοψήφισμα. Για αυτούς η αποχή είναι η μόνη απάντηση στα τελεσίγραφα της Ελλάδας και της διεθνούς κοινότητας. Θεωρούν πως πηγαίνοντας κάποιος στην κάλπη για να ψηφίσει «όχι», επί της ουσίας συμβάλλει στην επιτυχία της διαδικασίας του δημοψηφίσματος. Και αυτό διότι το ποσοστό της συμμετοχής είναι καθοριστικής σημασίας. Για να υπάρξει συμμετοχή μεγαλύτερη του 50% + 1 θα πρέπει να πάνε στις κάλπες 903.000 ψηφοφόροι. Προς το παρόν με βάση τις δημοσκοπήσεις η επίτευξη αυτού του ποσοστού είναι μάλλον δύσκολη.
Εξάλλου η νέα κυβέρνηση για να επικυρώσει την συμφωνία με την Ελλάδα θα χρειαστεί την υποστήριξη βουλευτών του VMRO – DPMNE. Το δημοψήφισμα ως γνωστόν είναι συμβουλευτικό. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα πρέπει να πείσει τουλάχιστον εννέα βουλευτές από τους 49 του VMRO – DPMNE να ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας στο κοινοβούλιο ούτως ώστε να επιτύχει την πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που απαιτείται για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Με βάση τα ισχύοντα σήμερα αυτό δεν θα είναι εύκολο. Ωστόσο ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι καμιά δεκαριά βουλευτές του VMRO – DPMNE θα ήταν διατεθειμένοι να γυρίσουν την πλάτη στον Γκρούεφσκι για να δώσουν μία νέα ζωή στο κόμμα τους.
Στους κόλπους της κυβερνητικής πλειοψηφίας επικρατεί λοιπόν η πεποίθηση ότι η διαδικασία του δημοψηφίσματος θα επιτύχει. Καταρχήν διότι θεωρούν πως η συμφωνία με την Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να μπει ένα τέλος στην αντιπαράθεση που τροφοδοτεί τον εθνικισμό τόσο στη μία όσο και στην άλλη πλευρά. Επίσης διότι εκτιμούν πως αν εισέλθουν σε νέες διαπραγματεύσεις επί της συμφωνίας (κατά πάσα πιθανότητα με τη Νέα Δημοκρατία που πολλοί θεωρούν ότι έχει ισχυρές πιθανότητες να επικρατήσει στις επόμενες ελληνικές εκλογές) είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Οι πάντες στην Δημοκρατία της Μακεδονίας παρακολούθησαν με προσοχή τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη οι οποίες δεν αφήνουν πολλές πιθανότητες για επιτυχή έκβαση μίας καινούργιας διαπραγμάτευσης.
Από την άλλη, όσο και αν φαίνεται αντιφατικό, είναι πιθανό, οι ποικίλες εκκλήσεις υπέρ του μποϊκοτάζ, να συμβάλλουν στην επιτυχία του δημοψηφίσματος. Αν η συμμετοχή φτάσει τα 600.000 ως 700.000 άτομα είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που θα πάνε να ψηφίσουν θα ταχθεί υπέρ του «ναι». Και αυτό διότι οι υπέρμαχοι του «όχι» θα προτιμήσουν να μείνουν αύριο στα σπίτια τους
Κύκλοι προσκείμενοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο αφήνουν να εννοηθεί ότι η διεθνής κοινότητα, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον πρωτίστως , θα χαιρετίσουν την επικράτηση του «ναι» αν η συμμετοχή φτάσει στους ανωτέρω αριθμούς. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Οσμανί δήλωσε ότι μία συμμετοχή μεγαλύτερη του 40% θα νομιμοποιούσε το δημοψήφισμα. Έφερε δε ως παράδειγμα την προεδρική εκλογή του 2014 όπου η συμμετοχή είχε πέσει στο 40%. Αν ο κυβερνητικός συνασπισμός αποφασίσει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικές αναταράξεις θα είναι αναπόφευκτες. Ωστόσο το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό και πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η αποτυχία της διαδικασίας του δημοψηφίσματος θα ήταν ανόητη.
Αυτό το δημοψήφισμα θα πρέπει να επιτύχει για να αφήσει το παρελθόν στους ιστορικούς, για να στραφεί η χώρα προς το μέλλον, για να συμφιλιωθεί με το νότιο γείτονα της και για να αποφύγει την διεθνή απομόνωση.
Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για έναν αγώνα ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς. Ένα πολιτικό αγώνα ανάμεσα σε αυτούς που προτιμούν τη συγκεκριμένη στιγμή να ακολουθήσουν τη συμφωνία που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ, δύο σαραντάρηδες φιλοευρωπαίοι πολιτικοί που είναι απαλλαγμένοι από τον εθνικισμό και ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους το παρελθόν είναι πιο σημαντικό από το μέλλον.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ Άρθρο της Σβετλάνα Γιοβανόφσκα, δημοσιογράφου-ανταποκρίτριας του τηλεοπτικού σταθμού της ΠΓΔΜ “NOVATV” στις Βρυξέλλες