Ραμζάν Καντίροφ: Ο ηγέτης των Τσετσένων αποσύρεται επ’ αόριστον
Το ανακοίνωσε μέσα από ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο Telegram.
Ο Ραμζάν Καντίροφ, ηγέτης των Τσετσένων της Ρωσίας, ανακοίνωσε, μέσα από ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο Telegram το Σάββατο, 3 Σεπτεμβρίου, ότι τού αξίζει ένα «επ’ αόριστον διάλειμμα». Οι ανακοινώσεις Καντίροφ, σε μία περίοδο που ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία μαίνεται, πυροδοτούν εικασίες σχετικά με το εάν πράγματα έχει αποφασίσει να παραιτηθεί ή ασκεί κάποιου είδους πιέσεις προς το Κρεμλίνο.
Ο 45χρονος Τσετσένος κυβερνά την ομοσπονδία της περιοχής του Καυκάσου από το 2007 και είναι ο μακροβιότερος ηγέτης της περιοχής. «Συνειδητοποίησα ότι κάθομαι σε αυτή τη θέση πολύ καιρό. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα μου», λέει γελώντας ο Καντίροφ στο βίντεο ενώ παραμένει ασαφές, στην περίπτωση που όντως αποσυρθεί, ποια θα είναι τα επόμενα βήματά του. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος είναι μία από τις πιο ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες στη Ρωσία.
Οι σχέσεις με τον Πούτιν
Ο Καντίροφ διατηρεί στενές σχέσεις με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, με τον οποίο συναντώνται τακτικά. Η τελευταία συνάντησή τους πραγματοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου στο Σότσι. Ωστόσο, η δήλωσή του, πυροδοτεί ερωτήματα σχετικά με το εάν πρόκειται για ένα τέχνασμα ώστε να ασκήσει πίεση στο Κρεμλίνο. Ο ηγέτης των Τσετσένων έχει και στο παρελθόν ανακοινώσει ότι αποχωρεί, για να παραμείνει, εντέλει, στη θέση του.
Αναλυτές εικάζουν ότι, υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για κάποιο μήνυμα προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν – αυτό θα μπορούσε να είναι και κάποια δημόσια έκφραση υποστήριξης, ωστόσο, η χρονική στιγμή της δήλωσης, εν μέσω του μεγαλύτερου πολέμου στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι περίεργη.
Ο Καντίροφ έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και έχει στρατολογήσει μαχητές για να πολεμήσουν στο πλευρό των ρωσικών στρατευμάτων, τα οποία έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες στην Ουκρανία.
Σύμφωνα, πάντως, με τον διευθυντή σύνταξης του Riddle Russia, Αντόν Μπαρμπάσιν, η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης είναι όντως «περίεργη». Όπως ανέφερε ο ίδιος στο Twitter, η αποχώρηση Καντίροφ θα ήταν «ενάντια στη γενική ατμόσφαιρα της Ρωσίας τώρα. Το μήνυμα ολόκληρου του συστήματος είναι “παραμείνετε στη θέση σας” λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Αν είναι αλήθεια και όντως ο Καντίροφ αποχωρεί, και μάλιστα οικειοθελώς, θα είναι κάτι που κυριολεκτικά κανείς δεν περίμενε», σημείωσε.
Το who is who του Καντίροφ Για περισσότερο από μια δεκαετία το Κρεμλίνο βασίστηκε σε αυτόν για να διατηρήσει την τάξη στην Τσετσενία – τη ρωσική δημοκρατία του Βόρειου Καυκάσου, την οποία κυβερνούσε σαν προσωπικό φέουδο.
Ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα τον έχουν κατηγορήσει για μια σειρά από καταχρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων αντιπάλων, των βασανιστηρίων και των διώξεων των ομοφυλοφίλων.
Οι επικριτές έχουν συνδέσει τον Ραμζάν Καντίροφ με διάφορες δολοφονίες, ορισμένες από αυτές στην Ευρώπη, αλλά ο ίδιος αρνείται την ανάμειξή του. Το 2015 επαίνεσε έναν Τσετσένο αξιωματικό ασφαλείας που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Μπόρις Νεμτσόφ στη Μόσχα, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες επικριτές του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.
Του απονεμήθηκε το Τάγμα Τιμής για «επιτεύγματα στο έργο, επίπονες κοινωνικές δραστηριότητες και μακροχρόνια ευσυνείδητη υπηρεσία». Η συμμαχία του με τον Πούτιν χρονολογείται από πολύ παλιά.
Το 2007, ο κ. Πούτιν τον διόρισε πρόεδρο της Τσετσενίας. Ο πατέρας του, Αχμάντ, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος σε μια αμφισβητούμενη ψηφοφορία το 2003, δολοφονήθηκε λίγους μήνες αργότερα σε έκρηξη βόμβας. Ο Ραμζάν Καντίροφ είχε ήδη μια ισχυρή, πάνοπλη ιδιωτική πολιτοφυλακή που ονομάζεται «Kadyrovtsy». Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους κατηγορούν για βασανιστήρια, απαγωγές και δολοφονίες στην Τσετσενία, μια κυρίως μουσουλμανική δημοκρατία που έμεινε κατεστραμμένη από τον πόλεμο της δεκαετίας του 1990.
Από επικριτής του Κρεμλίνου, φανατικός σύμμαχος
Δεν υποστήριζε πάντα την ηγεσία της Μόσχας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο ίδιος και ο πατέρας του εντάχθηκαν στους αντάρτες που πολεμούσαν τις ρωσικές δυνάμεις στον πρώτο πόλεμο για την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Άλλαξαν στρατόπεδο με την έναρξη του δεύτερου πολέμου το 1999.
Οι ανελέητες μέθοδοί του κατά των ένοπλων ισλαμιστών ήταν χρήσιμες για τη Ρωσία καθώς προσπαθούσε να ειρηνεύσει ολόκληρη την περιοχή του Βόρειου Καυκάσου, υποστήριξε ο Murad Batal Shishani στο BBC, Τσετσένος πολιτικός αναλυτής, σε συνέντευξή του το 2020.
Περιφρόνηση για τους επικριτές
Το 2018 ο Στιβ Ρόσενμπεργκ του BBC ρώτησε τον Καντίροφ σχετικά με τις κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που του αποδίδονται.
Εκείνος απάντησε περιφρονητικά: «Ο σκύλος γαβγίζει, αλλά το καραβάνι προχωράει. Οι άνθρωποι που γράφουν αυτά τα πράγματα για εμάς: Δεν τους θεωρώ καν ανθρώπους».
Ο Ρόσενμπεργκ θυμάται το σκοτεινό χιούμορ του ισχυρού άνδρα, από την πρώτη τους συνάντηση το 2005. Καθώς ο κ. Καντίροφ έπαιζε μια κιθάρα, ο ανταποκριτής του BBC του είπε: «Παίζω κι εγώ ένα όργανο, το πιάνο». «Τότε θα παίξεις το πιάνο μου, και αν παίξεις άσχημα, θα σε βάλω στη φυλακή μου», αστειεύτηκε ο Καντίροφ.
Συνεργασία με το Ισλάμ
Ο κ. Καντίροφ συνέχισε το επιτυχημένο έργο του εκλιπόντος πατέρα του στη συνδιαλλαγή με την κύρια μουσουλμανική αδελφότητα των Σούφι της Τσετσενίας, της Qadiriya. «Η αδελφότητα ήταν πάντα εχθρική προς τη Ρωσία, αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία μετατράπηκε σε σύμμαχο κατά των ισλαμιστών», σύμφωνα με τον Shishani.
Ο Καντίροφ ανέπτυξε μια άμεση σχέση με το Κρεμλίνο, παρακάμπτοντας τους γραφειοκρατικούς κρατικούς θεσμούς της Ρωσίας – άλλη μια βολική ρύθμιση και για τις δύο πλευρές.
Αυτό απέδωσε καρπούς για τον κ. Καντίροφ, καθώς η Ρωσία χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση των υποδομών στην Τσετσενία, συμπεριλαμβανομένων νέων δρόμων και ενός γιγαντιαίου τζαμιού στην πρωτεύουσα της δημοκρατίας, το Γκρόζνι. Τέτοια έργα είναι καλές δημόσιες σχέσεις για τον κ. Καντίροφ, αλλά κάνουν ελάχιστα για να δημιουργήσουν τις αναγκαίες τοπικές θέσεις εργασίας, λέει ο Shishani.
Προηγούμενες δολοφονίες Ο Cerwyn Moore, ειδικός στον Βόρειο Καύκασο στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, λέει ότι οι δεσμοί του κ. Καντίροφ με τη ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) χρονολογούνται τουλάχιστον από το 2000, όταν ο κ. Πούτιν έγινε πρόεδρος.
Μια κορυφαία ερευνητική δημοσιογράφος που καταδίκασε τις μεθόδους του – η Άννα Πολιτκόφσκαγια – πυροβολήθηκε έξω από το διαμέρισμά της στη Μόσχα το 2006. Δύο άνδρες φυλακίστηκαν ισόβια, αν και οι ερευνητές απέτυχαν να προσδιορίσουν ποιος διέταξε τη δολοφονία.
Το 2009, η Ρωσίδα ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ναταλία Εστεμίροβα πυροβολήθηκε στον Βόρειο Καύκασο – άλλη μια εξέχουσα επικρίτρια της σκληρής καταστολής του Καντίροφ.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ