Πρόσωπα

Ο Τζότζος και η δόξα της Άνω Πόλης

Ο «Τζότζος» δεν ήταν απλά μια ταβέρνα, για όσους την έζησαν, ήταν μια εμπειρία, ένα καπηλειό παλαιάς κοπής που σφράγισε τη ζωή της Θεσσαλονίκης.

Θωμάς Κοροβίνης
ο-τζότζος-και-η-δόξα-της-άνω-πόλης-168602
Θωμάς Κοροβίνης

Ο «Τζότζος» δεν ήταν απλά μια ταβέρνα, για όσους την έζησαν, ήταν μια εμπειρία, ένα καπηλειό παλαιάς κοπής που σφράγισε τη ζωή της Θεσσαλονίκης. Σκαρφαλωμένη σε ένα γκρέμνι στην Άνω πόλη, ήταν δημιούργημα του Γιώργου Καφετζίδη, πιο γνωστού με το χαϊδευτικό του «ΤΖΟΤΖΟΣ». Ο Τζότζος έφυγε μεσοστρατίς στα 77 του, προδωμένος απ’ την καρδιά του, στις 21 Νοεμβρίου. Ο Θωμάς Κοροβίνης τον αποχαιρετά με ένα αφήγημα για το ατόφιο παιδί της προσφυγιάς, της Αριστεράς, του λαϊκού τραγουδιού, της γλυκιάς αλητείας, του έρωτα και της αυθεντικής ζωής, του θρυλικού ταβερνιάρη της Άνω Πόλης.

Ο Γιώργος Καφετζίδης, πιο γνωστός με το χαϊδευτικό του «ΤΖΟΤΖΟΣ» υπήρξε με την αξία του, κι ένα παραπάνω, ένας ζωντανός, μοναδικός, θρύλος της πρόσφατης Θεσσαλονίκης που η μυθολογία της έχει περάσει πια στην παράδοση. Όσο βρίσκονται ακόμη αλλοτινοί μερακλήδες, και όσοι απ’ αυτούς έζησαν και θυμούνται ή έχουν αφουγκραστεί από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες τις ιστορίες που έχτισαν το νεότερο πρόσωπό της πόλης μας, έχει εξαιρετική σημασία να τις «περάσουν», με τις αναμνηστικές αφηγήσεις τους στους τωρινούς ή μέσα σε κάθε μορφής έργο τους, εφόσον υπηρετούν την τέχνη ή «πρεσβεύουν» τον έγκυρο δημόσιο λόγο.

Ο Τζότζος έστησε στην Άνω πόλη μια ταβέρνα που σημάδεψε μια από τις πιο εμβληματικές εποχές στη Θεσσαλονίκη κι αυτή ειναι η ιστορία της.

Ψηλός, δυνατός, γλυκύτατος, με εκφραστικότατα μάτια (μια πονεμένη, τσακισμένη, θα ’λεγα ματιά, ανάμεικτη με την πονηριά που κομίζουν η θητεία στην πιάτσα και οι συσσωρευμένες κοινωνικές εμπειρίες) και χείλη «γραμμένα» -μια ελληνική εκδοχή χολιγουντιανού γόη του παλιού καιρού-, με μια χαρακτηριστική «κρασοκοιλιά», που με την ηλικία όλο και γέμιζε από λίγο αλλά του «πήγαινε» πολύ, ένα κράμα ντόμπρου και κιμπάρη (οι εξηγήσεις του ήταν μπεσαλίδικες), χαρισματικού προφορικού αφηγητή (απ’ το στόμα του ακόμη και αιμοβόρες ιστορίες ακούγονταν σαν όμορφα παραμύθια), περπατημένου ήπιου μάγκα (ήξερε απέξω και είχε ζήσει ο ίδιος τα μουσικά στέκια της νύχτας με όλο τον θίασο απ’ τους πρωταγωνιστές ως τους κομπάρσους τους), με το αριστερό φρόνημα ως παράσημο ανδρείας (οι ασφαλίτες και οι ρουφιάνοι τον είχαν σημαδεμένο και δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί από πιτσιρίκο, μέχρι νεαρό εργάτη στις αγορές κι όταν δούλευε κατόπι στους Μπενσουσάν και αργότερα ως ταβερνιάρη), συνειδητού εκφραστή της προσφυγικής παράδοσης (οι Τουρκομερίτες «ματζίρηδες» πέριξ της Ακροπόλεως ορκίζονταν στ’ όνομά του), έγκυρου γνώστη και φανατικού λάτρη του λαϊκού τραγουδιού και προσωπικού φίλου του Καζαντζίδη τον οποίο τιμούσε ως θεό (στο αθάνατο ηλεκτρόφωνο της ταβέρνας όλοι οι τίτλοι τραγουδιών του Στέλιου επιγράφονταν «ΑΡΧΟΝΤΑΣ»), αξεπέραστου σαρκαστή όταν εύρισκε αφορμή να στολίσει κάποιον με μπινελίκια («Γιώργο, γιατί είναι τόσο ξανθός αυτός που μπήκε τώρα στο μαγαζί;», «γιατί το ’41 τον πηδούσαν οι Γερμανοί, εγώ γλύτωσα απ’ αυτούς, γι’ αυτό βγήκα μελαχρινός»), «δάσκαλου», με τον τρόπο του, πολλών, κυρίως νεότερων θαμώνων του καπηλειού, περαστικών, φοιτητών, μουσικών («παιδιά, αυτή είναι η τελευταία ρετσίνα γι’ απόψε, κι αύριο μέρα είναι» συμβούλευε την παρέα του Δημήτρη Σφίγγου της «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑΣ» ή «μη μπερδευτείτε μ’ εκείνα τα μαστούρια απέναντι, είναι μούτρα, αλάργα», ορμήνευε για να φυλάξει απ’ τις κακοτοπιές την συντροφιά του Λάρυ –κι οι δυο τους, Λάρυ και Σφίγγος, όπως και τόσοι άλλοι, εκεί μέσα έμαθαν την τέχνη του μπουζουκιού).

Παραβλέπω τα εμμονικά ηθικοπλαστικά σύνδρομα που τον διέκριναν, -αυτή είναι η κατ’ έθος νοοτροπία των παλαιότερων, μην τυχόν και κινδυνέψουν τα πατροπαράδοτα θέσφατα. Όχι, δεν συμφωνούσα με τέτοια «κολλήματα» από μικρός. Το δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση της προσωπικότητας είναι για μένα το πρώτιστο. Καλώς έζησε, όπως έζησε η Σεβάς χανούμ, γλέντησε τα νιάτα της, χάλασε τα φράγκα της, και δεν στεφανώθηκε μ’ ένα καλό παιδί. Κι ας τέλειωσε στην ψάθα. «Τόσοι την γύρευαν». «Ε, και; Τι θα ’πρεπε δηλαδή να γίνει, ρε Τζότζο;» Το σώμα μας είναι το ρούχο της ψυχής μας. Τι να κάνουμε; Να ζήσουμε στα ψεύτικα; «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», που θα ’λεγε κι ο Ταχτσής.

Τα τελευταία χρόνια είχε τραβηχτεί. Δεν πολυκατέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Είχε «χαλάσει» πια για κείνον, είχαν ρημάξει τα στέκια της, έφευγαν ένας ένας οι «παλιοί», είχαν χαθεί οι αναφορές του. Αντίθετα από μένα, ή άλλους (αν υπάρχουν), που, σαν κυνηγημένα φαντάσματα, επιμένουμε εις μάτην, να αναζητάμε όλα όσα μας έχει κλέψει η νέα τάξη πραγμάτων, πρόσωπα, καταστάσεις, λημέρια. Βρήκε την θαλπωρή κοντά στην γυναίκα του, την Καίτη, και τα δυο παιδιά του, στο χωριό μου, τη Νέα Μηχανιώνα. Κατέβαινε στον γιαλό, χρόνια τώρα, και έφτιαχνε με τα χέρια του πέτρινα σκαλοπάτια και λιμανάκια, κομψοτεχνήματα που κάποιοι τυχάρπαστοι πήγαιναν και τα χαλούσαν. Ο κόσμος εκεί τον αγαπούσε πολύ. Απορώ με τις αντοχές του. Το διάστημα πριν βάλει λουκέτο στο μαγαζί, στη στερνή και πιο παρακμιακή του φάση, ανέβαινε απογεματάκι στα Κάστρα και έπαιρνε χαράματα το πρώτο πρωινό αστικό για επιστροφή και ύπνο στη Μηχανιώνα.

Στην κηδεία του, που έγινε το μεσημέρι της 21ης Νοεμβρίου στην εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης, δεν αποχαιρετούσα μόνο έναν ηλικιακά μεγαλύτερο φίλο που αγαπηθήκαμε πολύ και μου (και μας) έμαθε ένα σωρό κρυμμένες αλήθειες και ξεχασμένα λημέρια της πόλης μας αλλά –στο πρόσωπό του- ένα ζεστό, δυναμικό και αλησμόνητο κομμάτι της λαϊκής της ζωής και ευρύτερα της πρόσφατης ιστορίας της Θεσσαλονίκης.

Γιατί η ιστορία δεν γράφεται μόνο με τα, -αποκρουστικά- σημάδια που αφήνουν οι επιδραστικές και επικυρίαρχες εξουσίες ούτε με απρόσωπες απαριθμήσεις της σούμας των καραβανιών των χαμένων και της ασύδοτης ελίτ των κερδισμένων, με εποποιίες και με ήττες. Αλλά και δια των προσωπικών διαδρομών, με τα στίγματα που αποτυπώνουν στον κοινωνικό χάρτη αλλά και στον καμβά της ψυχής μας οι βελονιές που κεντούν οι ιδιαίτεροι και αξιομνημόνευτοι συνάνθρωποί μας.

Ο Γιώργος ήταν από εκείνους, τους σπάνιους, που δε έχουν σπουδάσει σε πανεπιστήμια αλλά παίζουν στα δάχτυλα τις κοινωνικές σπουδές και την ιστορία του τόπου τους. Δημιουργούσε μια προσωπική ανθρώπινη ατμόσφαιρα που σε αφόπλιζε, διέθετε το χάρισμα να σε μπάζει σ’ ένα κλίμα οικειότητας και ασφάλειας, να τον νιώθεις άμεσα σαν παλιόφιλο ή στενό συγγενή σου. Τον πονούσα γι’ αυτά που είχε τραβήξει σαν μεγαλύτερο πληγωμένο αδερφό. Τον πήγαινα γιατί είχαμε τα ίδια γούστα : αγαπούσαμε τρελά το λαϊκό τραγούδι, το κρασί και το αριστερό κίνημα και τιμούσαμε τον έρωτα. Τον θαύμαζα, και γιατί ήταν, σαν πιο παλιός, πιο νυχτοπερπατημένος και μπερμπαντεμένος από μένα και τη σειρά μου στα λαϊκά μονοπάτια και στις μπουρδελότσαρκες της Θεσσαλονίκης. Με έφτιαχναν η απίστευτη ευρεσιτεχνία του στα πονηρά μα αθώα πειράγματά του (μπιζ μπιζέ -ανάμεσά μας- μεταξύ ανδρών) και οι ζηλευτοί του αυτοσχεδιασμοί σε ιδιότροπα καλαμπούρια.

Έτσι, με το φιλικό, θελξικάρδιο κλίμα που δημιουργούσε εντελώς φυσικά και άμεσα ο ίδιος, η παλιά μακρόστενη, σαν πούλμαν, ιδιόκτητη ταβέρνα, που ανέλαβε, μαζί με τον αδερφό του τον Λευτέρη, απ’ τον πατέρα του, με μακρά ήδη παράδοση, αφού ανάμεσα σε πολλούς σπουδαίους και σπουδαίους, πέρασαν από κει ως και ο Βαμβακάρης και ο Λαύκας, μετατράπηκε με τον καιρό, μέσα στη χούντα και στην μεταπολίτευση, ένα διαταξικό –πλην της σνομπ και ανεπιθύμητης μπουρζουαζίας- στέκι, όπου η κουλτούρα συνδιαλεγόταν και έσμιγε με τον λαό. Όμως «άλλο κουλτούρα και άλλο κουλτουριαρισμός» είχε επισημάνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

Την μεταδικτατορική περίοδο, όταν η Θεσσαλονίκη είχε αφήσει κατά πολύ πίσω της την πρωτεύουσα, -περνώντας μια περίοδο αναγέννησης (την οποία δυστυχώς διαδέχτηκε, με την σύμπραξη του λαού και των ταγών της, ένας οπισθοδρομικός νεομεσαίωνας) με το δυναμικό φοιτητικό κίνημα, την θεατρική και κινηματογραφική άνθιση, την αναβίωση του ρεμπέτικου, την δημιουργία πολλών μουσικών σκηνών και την άνθιση λαϊκών ταβερνείων, την πανεπιστημιακή πρωτοπορία (το Πανεπιστήμιό μας είχε συγκεντρώσει τότε το ανθό της προοδευτικής πνευματικής ζωής της χώρας), τον καλπασμό του ερωτισμού, συμβατικού και αγοραίου, και άλλων δαιμονίων, -και ενώ οι εμβληματικοί, πανελλήνιας εμβέλειας ποιητές μας βρίσκονταν ακόμη στη ζωή, ο Τζότζος μάζευε κάθε βράδυ και σύντομα καθιερώθηκε σαν το πιο αγαπημένο στέκι ανθρώπων της κουλτούρας, όπως οι σπουδαίοι δάσκαλοι και φίλοι μας Μαρωνίτης, Σαββίδης, Μοσκώφ, Φατούρος, κ. α., γνωστών Θεσσαλονικιών Λαμπράκηδων, όπως η παρέα του Σακέτα, φιλοξενούμενων ηθοποιών και μουσικών εξ Αθηνών, των καλύτερων μουσικών της πόλης, -όπως πάντα- της παλαιάς και νέας φρουράς, (ο αείμνηστος αδερφός Νίκος Παπάζογλου έχει γράψει ένα τραγούδι για το μαγαζί του Τζότζου, αλλά δεν το ηχογράφησε, ίσως λόγω «ακατάλληλων» στίχων), εκκολαπτόμενων λαϊκών καλλιτεχνών, και ενός φελινοπαζολινικού θιάσου από ερωτιάρες γκόμενες, φαντάρια, φοιτηταριό, τύπους της γειτονιάς, παροπλισμένους λαϊκούς αρτίστες, λογιώ λογιώ παρίες, σακάτηδες και χρήστες, ενίοτε πεταλούδες της νύχτας, παρτουζιάρες και παρτουζιάρηδες και άλλους εκλεκτούς. Αυτά είναι τα καλά τα μαγαζιά, εκεί που χωράμε όλοι. Εννοώ κουλτούρα και λαός. Όχι «λαός και Κολωνάκι». Αλλά : Αντίσταση και λαγνεία. Ποίηση και αλητεία. Λαϊκό τραγούδι και αμαρτία. Ένα αχτύπητο χαρμάνι, λοιπόν, έφτιαχνε εκεί μέσα η πελατεία του. Απ’ τις ατμόσφαιρες που δεν γίνεται να περάσουν ποτέ απολύτως πιστά στην τέχνη. Το έκαναν αριστοτεχνικά -στήνοντας παρόμοιες ατμόσφαιρες- ο Κακογιάννης με την «Στέλλα» και ο Δαμιανός με την «Ευδοκία». Μα η αυθεντικότητα της ζωής δεν μπορεί να αναπαρασταθεί απόλυτα στις ιδιότροπες λεπτομέρειές της. Ο Καφετζίδης μαζί με την θρυλική «Δόμνα», κάτω απ’ τον Πύργο του Τριγωνίου, δέσποζε στην ιεραρχία μιας σειράς εμβληματικών μαγαζιών της εποχής στην Άνω Πόλη –και συνεκδοχικώς σε ολόκληρη την Σαλονίκη-, που οι δόξες τους έχουνε –φευ- παρέλθει ανεπιστρεπτί, όπως ο «Μακεδονικός», ο «Πλασταράς» και ο «Χιώτης», πίσω απ’ την μεγάλη πορτάρα των Αγίων Αναργύρων, ο «Ανάπηρος», του «Κουφού», κ.α.

Στην τελευταία του δημόσια σκηνή, ο Τζότζος, το ατόφιο παιδί της προσφυγιάς, της Αριστεράς, του λαϊκού τραγουδιού, της ωραίας αλητείας, του μπερμπάντικου έρωτα και της αυθεντικής ζωής, και λατρεμένο παλικάρι της Άνω Πόλης, θρυλικός ταβερνιάρης του καπηλειού που μας ανάθρεψε στα ατέρμονα συμπόσια και τα τραγουδιάρικα νυχτέρια της ερωτιάρας και πολιτικοποιημένης νιότης μας, έμοιαζε να κοιμάται, ωραίος και γαλήνιος, όπως τον γνώρισα στα ντουζένια του.

Για δεκαετίες ήταν η κορυφή στη μυθολογία της Μικρής Θεσσαλονίκης («Κιουτσούκ Σελανίκ» έλεγαν οι Οθωμανοί την Άνω Πόλη), αυτός κρατούσε τα σκήπτρα. Η παρουσία του και το γλεντοκομείο του, ένα μοναδικό κίνητρο για να ανηφορίσει η παρέα προς τα Κάστρα. Οι γειτονιές της Ακρόπολης έχουν μιαν άλλη μαγεία. Ομορφιά, ταπεινοσύνη μα και μυστήριο δέος κάτω απ’ τον όγκο του κολαστηρίου του Γεντί κουλέ. Περπατούσες στα καλντερίμια, έβλεπες με την ευκαιρία το Τσαούς Μοναστίρ (κατά κόσμον Μονή Βλατάδων), τα καστρόσπιτα, νοικοκυρές να πλένουν τις αυλίτσες και τα πεζοδρόμια και σουρωμένους φαμελιάρηδες να τ’ ακούνε απ’ την κυρά τους στο γυρισμό για το σπίτι. Που και που καβγάδες και σιχτιρίσματα. Πάμε στου Τζότζου, στην οδό Ακροπόλεως, δίπλα στα Κάστρα, πάνω ακριβώς απ’ την πλατεϊτσα που, χάρη σε αγώνα του Χριστιανόπουλου τής δόθηκε το όνομα του Τσιτσάνη, όπου και η προτομή του αθάνατου λαϊκού βάρδου.

Δε σε πείραζε καθόλου να βρισκόσουν και σολαρία στο μαγαζί, πάλι όμορφα θα περνούσες. Παρέα με τον Καφετζίδη –τα μισά κερασμένα-, το θεϊκό τζουκ μποξ με τα διαλεγμένα λαϊκά και ρεμπέτικα και το χάζι μ’ ένα σωρό μυστήριους που μπαινόβγαιναν. Κάποτε πετύχαινες την παιδική φίλη του Τζότζου Μαριάνθη Κεφάλα, ή τον ίδιο τον Κεφάλα, τον Χοντρονάκο, άλλοτε τον Μητρέτζη, κι άλλοτε τον γείτονα του μαγαζιού τον Στρουθόπουλο ή «Τσιτσάνη». Ιδού ένα πρότυπο φροντιστήριο κοινωνικής αγωγής, ένα γνήσιο λαϊκό πανεπιστήμιο, ιδού η πραγματική δωρεάν παιδεία.

Τα τελευταία χρόνια, πριν το κλείσει το μαγαζί, ο Τζότζος περιέθαλπε μαζί με διάφορους παρίες, παροπλισμένους καλλιτέχνες και ιδίως απόμαχους μουσικούς, σαν τον μαγευτικό μπουζουξή Καμπουρέλο που εύρισκε εκεί στα γεράματα να απαγκιάζει και να ξημερώνει τις πενιές του (στο «Μινουί» συνέχιζαν ακόμη η Λιλή –μέχρι το φινάλε της- και ο Σωκράτης, ο τελευταίος της παλαιάς φρουράς των μπουζουξήδων μας, -καλή του ώρα). Εωθινόν: ακολουθούσαν οι ζαριές, αλά παλαιά.

Η κουζίνα του –συνήθως μπριζολοκαταστάσεις- δεν ήταν υγειονομικώς ό,τι καθαρότερο μπορούσε να προταθεί. Νοστιμότατα όμως τα πάντα. Εξάλλου, τα περισσότερα κουτούκια ήταν παρόμοιας υφής (στο Βόλο δοξάστηκε όσο κανένα εκείνο με την χειρότερη μάσα, η «Σκάλα του Μιλάνου», όπου ξημερωνόμασταν όχι από μαζοχισμό αλλά γητεμένοι απ’ τις πενιές του Κάρολου και του Νίκου). Αλλά τότε δεν βγαίναμε τόσο για το φαί. Βγαίναμε για την αίσθηση, για να πάρουμε μέρος στο αλλιώτικο πάρτι ως μαθητευόμενοι μάγοι. Και χίλιες φορές προτιμότερα τα «βρόμικα» εκείνου του καιρού από την σύγχρονη ψευτογκλαμουράτη, άψυχη και τσουχτερή κουζίνα που έγινε πανελλήνιος συρμός και που συντέλεσε κι αυτή με τη σειρά της στην ολοκλήρωση της ορφάνιας μας απ’ τα καυλιάρικα στέκια μας.

Αχ, και πώς να ξεχαστεί μια ξεθεωτική απ’ το γλεντοκόπι χειμωνιάτικη νύχτα που πήραμε την μεγάλη κατηφόρα για να φτάσουμε, καμιά εικοσαριά νεολαίοι, και να ξεγυμνωθούμε, ωραίοι ως Έλληνες (αρχαίοι) χορεύοντας ξέφρενα με δύο υπό του μηδενός Φαρενάιτ γύρω απ’ τον τουρμπέ του Μουσά Μπαμπά (τότε ήταν ένας φασκιωμένος σκουπιδότοπος) επιδιδόμενοι σε χειροποίητες βακχολαγνείες; Μοιάζουν μασάλια; Κι όμως παίζαμε και τέτοια παιχνίδια, τέτοιου είδους φτιάξη είχαμε «άφτερ Τζότζος» που δεν τα ελέγχαμε κι όλα! Και ευτυχώς!

Ο μύθος του Τζότζου κρατήθηκε και μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. Η απώλεια όμως αυτής της ζεστής φωλιάς, -κι ας είχε στα στερνά της ξεπέσει-, ήταν και είναι μια βαθιά πληγή στη μνήμη μας και στη ζωή μας, για μας τουλάχιστον τους χαροκόπους εκείνου του καιρού.

Νιώθω τρισόλβιος που μου έλαχε να ζήσω στο φουλ και, με την τόλμη μου, να απολαύσω στα βαρβάτα, αντάμα με άλλους, φίλους και συνοδοιπόρους, ερωμένες και εραστές, συμπότες και σύντροφους, χαροκόπους, μπουζουξήδες και αοιδούς, αλάνια και χαρμάνια, τα καλά τα νιάτα μου, σαν παραμύθι (από κει αντλώ ακόμη αρκετά θέματα της προσωπικής μου μυθολογίας, πέρα απ’ αυτά που ανέδειξα σε αφηγήματά μου, όπως το “Κανάλ Ντ’ Αμούρ» και το μυθιστόρημα-χρονογραφία «Όμορφη νύχτα» κ.α.

Μακάρι οι καραβιές των νεότερων μουσαφιραίων αυτής της πολύπαθης και δοξασμένης πολιτείας να ζήσουν άλλα κόλπα με ζέση και με πάθος. Πού να φανταστεί κανείς τι λογιώ παραμύθια θα ’χουν να αφηγηθούν έπειτα από τριάντα και σαράντα χρόνια στους κατοπινούς μέσα από τις καθηλωμένες συναναστροφές και μέσα απ’ τους πολλαπλασιασμένους καθρέφτες του απέραντου θερμαϊκού καφενέ μας; Να ’ταν τουλάχιστον νέου τύπου καφέ-αμάν; («Καφέ-γαμάν» μου τα ’λεγε ο Χριστιανόπουλος).

Ο Γιώργος Καφετζίδης, γεννημένος την πρώτη χρονιά της Κατοχής, «μαζί είμαστε ρε με την Πόλυ Πάνου, μια ηλικία», μου ’λεγε, «συμμαθήτριες δηλαδή», τον πείραζα, και ξεκαρδιζόταν μ’ εκείνο το ξελιγωτικό χαρακτηριστικό του γέλιο) έφυγε μεσοστρατίς στα 77 του, προδομένος απ’ την καρδιά του. Ένας υπέροχος δερβίσης ήταν ο Τζότζος μιας κερωμένης πια με εφτασφράγιστο βουλοκέρι εποχής της Θεσσαλονίκης. Καλύτερα που «την έκανε» έτσι. Τους άντρες που έζησαν με ψυχή δεν τους πρέπουν διασωληνωμένες εγκαρτερήσεις και ψυχοβγάλτρες παρατάσεις του μοιραίου. Τον μακαρίζω. Δεν θα πλήξει. Θα ’χει να κάνει την ωραία και γεμάτη του ζωή του Χάρου του διήγημα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα