Featured

Ψωνίζοντας θέατρο

Οι μεθοδεύσεις της νέας (παμπόνηρης) αγοράς στοχεύουν στην αδρανοποίηση της λογικής και στην ανάδειξη του θεάματος (χωρίς το περιεχόμενο) σε ύψιστη πηγή ηδονής.

Σάββας Πατσαλίδης
ψωνίζοντας-θέατρο-557006
Σάββας Πατσαλίδης

Ως κριτικός και ως δάσκαλος αντιμετώπισα το θέατρο πιο πολύ με όρους που μου υποδείκνυε η λογική παρά το συναίσθημα. Επιλογή που φαίνεται να συγκρούεται πλέον με τις πολύ σύγχρονες τάσεις του νέου lifestyle που έχουν αναγάγει τη φράση «Ζήσε την εμπειρία» (live the experience) σε πλοηγό και τρόπο ζωής.

Τη συναντάς παντού: Στις τηλεοπτικές διαφημίσεις που πουλάνε πραγματικές και εικονικές εμπειρίες, στους τουριστικούς οδηγούς που πουλάνε εξωτικούς προορισμούς και άγνωστους πολιτισμούς, στους κτηματομεσίτες που πουλάνε τις δικές στους «Ντίσνεϋλαντ», στις διαδραστικές και συμμετοχικές μεθόδους διδασκαλίας, στα διάφορα  motto, όπως του Λας Βέγκας  που μας θυμίζει πως «Ό,τι γίνεται εδώ μένει εδώ» What Happens Here, Stays Here ―άρα: έρχεσαι και το ζεις από κοντά ή δεν το ζεις ποτέ―, στα διαφημιστικά τσιτάτα εταιρειών όπως της Nike “Just do it” (δράση=εμπειρία), της Coca Cola “Taste the feeling”,  της Pepsi” “The Joy of Cola”, μεταξύ άλλων.

Παντού, λοιπόν, η παρότρυνση «ζήσε την εμπειρία»: του ράφτινγκ, των καταδύσεων, της ορειβασίας, της περιπλάνησης, των ταξιδιών. Και όσοι δεν έχουν τα χρήματα προσφέρεται ο εικονικός κόσμος του διαδικτύου.

Ο κόσμος ως «σημείο»

Η εποχή της millennial generation χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από έντονη κινητικότητα και αναζήτηση ερεθισμάτων. Όλοι (και πρωτίστως οι νέοι, φυσικά) κυνηγούν μετά μανίας την ιδιαίτερη εμπειρία που μένει στη μνήμη, που ξεχωρίζει, που πυροδοτεί έντονα συναισθήματα. Και ο κόσμος προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Όπως λένε οι σημειολόγοι, όλα πλέον «πωλούνται», αλλά προσέξτε: πωλούνται ως σημεία και μόνο, δηλαδή χωρίς το περιεχόμενό τους, έτσι ώστε να διακινούνται και να καταναλώνονται πιο εύκολα (και απροβλημάτιστα).

Μια σκληρή εικόνα από τον πόλεμο στη Συρία, λ.χ., μπορεί να είναι πολύ οδυνηρή εάν διαβαστεί «κάθετα», όμως η συνεχής, η επαναλαμβανόμενη εμφάνισή της στις τηλεοπτικές οθόνες, ο τρόπος που παρουσιάζεται και η οριζόντια ανάγνωσή της την αποκόπτουν από το περιεχόμενό της (αφαιρούν δηλ. τον «κίνδυνο» που κουβαλά), υποκινώντας έτσι τον παραλήπτη/υποδοχέα της να την αντιμετωπίσει με την ησυχία του ως απλή περιφερόμενη εικόνα (σημείο), χωρίς τίποτα από κάτω και παραπέρα.

Ψευδο-δημοκρατία

Μολονότι οι θιασώτες της υψηλής τεχνολογίας διατείνονται ότι ζούμε τον απόλυτο εκδημοκρατισμό του πολιτισμού και της διακίνησης των αγαθών του, κατά βάθος ζούμε μια ψευδή εικόνα δημοκρατίας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς παρακολουθώντας τον τρόπο που μεθοδεύεται η συμμετοχή του πολίτη-καταναλωτή σε διάφορα οργανωμένα θεάματα. Δείτε λ.χ. τι γίνεται με τα  τηλεοπτικά παιχνίδια και τα reality shows που καλούν τους θεατές να συμμετάσχουν με ένα απλό τηλεφώνημα. Δείτε τι γίνεται στο ίντερνετ, όπου κάθε ανάρτηση δίνει τη δυνατότητα του like.

Σε όλες πλέον τις εκφάνσεις της ζωής οι διαμορφωτές και διακινητές του πολιτισμού κάνουν τον δέκτη/θεατή/καταναλωτή να αισθανθεί πολύ ιδιαίτερος, μια αυτόνομη οντότητα εντελώς αποκομμένη από τους άλλους. Μια οντότητα που έχει λόγο στον τρόπο «γραφής» του τελικού κειμένου.

Αγοράζοντας εμπειρίες

Όπως είχα γράψει σε ένα πρόσφατο άρθρο μου επάνω σε ένα παραπλήσιο θέμα, ζούμε σε μια παγκόσμια κουλτούρα όπου δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς για να κερδίσει την εμπειρία. Την αγοράζει. Πληρώνει για να επισκεφτεί τις φαβέλες του Ρίο και να ζήσει, ως ηδονοβλεψίας-θεατής, τη φτώχεια των άλλων. Πληρώνει για να ζήσει την εμπειρία του πολέμου σε ποικίλα μέτωπα (υπάρχουν τουριστικά γραφεία που ειδικεύονται σε αυτό).

Όσο πιο διαφορετική ή ακραία είναι η εμπειρία τόσο πιο «εξωτική», θελκτική, εμπορεύσιμη και ευπώλητη είναι. Απόλυτα λογικό. Η διαφορετικότητα, οποιασδήποτε μορφής, πωλείται πιο εύκολα από τη (βαρετή) ομοιότητα. Κάπως έτσι το Σύστημα διατηρεί τη φρεσκάδα του: «υπονομεύοντας» χωρίς τίμημα  τον εαυτό του.

Οι ηττημένοι της ζωής

Και για να μιλήσουμε λίγο και για το θέατρο. Δείτε την ιστορία του, ιδίως των τελευταίων περίπου 200 ετών. Ποιοι πρωταγωνιστούν; Μα φυσικά οι «ηττημένοι» και οι «παροπλισμένοι» της ζωής, οι άστεγοι, οι άνεργοι, οι αδικημένοι, οι πληγωμένοι, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι κατατρεγμένοι. Αναμενόμενο, θα έλεγε κανείς. Άλλωστε, τι πιο ιδανικό μέρος φιλοξενίας της ετερότητας από το ίδιο το θέατρο, που είναι ο ορισμός της ετερότητας.

Ανεβάζοντάς τους, λοιπόν, στη σκηνή, το θέατρο τους δίνει όνομα —απάντηση, κατά κάποιον τρόπο, στην κοινωνική τους ανωνυμία ―αλλά παράλληλα, δίνοντάς τους ορατότητα, «ιντριγκάρει» και τη φαντασία της (κυρίως) μεσοαστικής του πελατείας που ενδιαφέρεται (κι ας μην το ομολογεί δημόσια) να δει πώς ζει το αόρατο «άλλο» από μια απόσταση ασφαλείας. Η ετερότητα, όπως είπα πιο πάνω, έχει κάτι εξωτικό. Όπως ένα εξωτικό νησί: πυρπολεί τη φαντασία.

Σήμερα, ο Πίπο Ντελμπόνο, ο Ρομέο Καστελούτσι, ο Ροντρίγκο Γκαρσία, οι Ρίμινι Προτοκόλ, οι  Forced Entertainment, οι She She Pop και πολλοί άλλοι συνεχίζουν αυτή την παράδοση αναζήτησης της κρυμμένης όψης των πραγμάτων. Εκμεταλλεύονται τη δυναμική των ποικίλων θεμάτων που ταλανίζουν την εποχή μας (κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, παιδική δουλεία, πορνεία, σκοτεινό διαδίκτυο κ.λπ), για να κάνουν το σχόλιό τους και παράλληλα να  διευρύνουν την τράπεζα εμπειριών του θεατή (που, σημειωτέον, συνεχίζει να προέρχεται κυρίως από τα μεσαία στρώματα).

Και πολύ καλά κάνουν, από την άλλη όμως αξίζει να δει κανείς πώς  η καινοτομία ή η υπέρβασή τους μπορεί εύκολα να απορροφηθεί από την αγορά και την ολοένα διογκούμενη «βιομηχανία της εμπειρίας» (the experience industry) και από πολιτική θέση να πάρει τη μορφή απλής ψυχαγωγίας.

Εμπορευματοποίηση της εμπειρίας

Η νέα οικονομία έχει όλα τα μέσα μετατροπής και της πλέον επώδυνης εμπειρίας σε επιχειρηματικό δόλωμα. Υπ’ αυτή την έννοια, η μεγάλη δημοτικότητα που απολαμβάνει το φλερτ με τη διαφορετικότητα δεν είναι υποχρεωτικά ένδειξη ιδεολογικής αναθεώρησης των θέσεων των φορέων της αγοράς και του Συστήματος, αλλά πιο πολύ άλλη μια απόδειξη του βασικού νόμου της αγοράς που λέει ότι: εκεί όπου υπάρχει ζήτηση υπάρχει και προσφορά.

Οι διακινητές του πολιτισμού, από τη στιγμή που βλέπουν ότι η διαφορετικότητα του όποιου εγχειρήματος μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε προσφορά νέων τόπων εμπειριών στους καταναλωτές που διατίθενται να αγοράσουν, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επενδύσουν σε αυτό. Και για του λόγου το αληθές, αξίζει να δει κανείς ποιοι ιστορικά στήριξαν τα επαναστατικά οράματα του Πισκάτορ, του Μπρεχτ, των Αφρικανο Αμερικανών ακτιβιστών τη δεκαετία του 1960 ή ποιοι φορείς προώθησαν στην Ευρώπη την αμερικανική πρωτοπορία των 50s κ.λπ.

Θέλω να πω πως όλα αυτά τα ανοίκεια εγχειρήματα που συχνά αντιμετωπίζουμε ως «πρωτοπορία», διατηρούνται (κατά κανόνα)  εν ζωή και διακινούνται από τα ίδια οικονομικά κέντρα που, έμμεσα ή άμεσα, τα ενθαρρύνουν (και τα χρηματοδοτούν) ώστε να διεγείρουν τις αισθήσεις των αγοραστών μέσα από την προσφορά έντονων και αλλιώτικων εμπειριών. Τα οικονομικά αυτά κέντρα έχουν κάθε λόγο να στηρίξουν τους καλλιτέχνες που  ρισκάρουν,  γιατί το ρίσκο πουλάει, και κυρίως πουλάει όταν δεν απειλεί να πληγώσει, να τιμωρήσει αυτόν που το επιχειρεί ή που το υποδέχεται.

Ο κίνδυνος είναι σέξι

Πιο πάνω ανέφερα εν τάχει τα γραφεία τουρισμού που ειδικεύονται στις εκδρομές σε επικίνδυνα σημεία του πλανήτη. Είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις γιατί ακριβώς αφαιρούν ή περιορίζουν τον κίνδυνο, κάνοντας έτσι το προϊόν τους πιο γοητευτικό και εμπορεύσιμο. Γνωρίζουν πως δεν μπορείς να πουλήσεις κίνδυνο. Κανείς δεν θα τον αγοράσει. Όμως πολλοί θα αγοράσουν την ψευδαίσθηση ή τη φαντασίωση του κινδύνου. Αυτό που αγοράζουν ικανοποιεί την επιθυμία τους να υποδεχτούν τον κίνδυνο σε μορφή ηδονικής εμπειρίας. Άλλωστε ο «ακίνδυνος» κίνδυνος είναι σέξι. Και όπου υπάρχει η επιθυμία του σεξουαλικού υπάρχει και μια βιομηχανία παραδίπλα για να το προωθήσει.

Με δυο λόγια, τέτοιες εμπειρίες που προκαλούν το δίκτυ ασφαλείας ανάμεσα στο θέαμα και τον θεατή/καταναλωτή —είτε αυτό το δίκτυ αφορά τη χωρική σχέση των δύο πλευρών ή την ιδεολογική, την αισθητική κ.λπ— απαιτούν θεατές  έτοιμους να συμμετάσχουν, δηλαδή θεατές αρκετά περίεργους να δουν πώς λειτουργούν όλα αυτά ώστε να τα προσθέσουν στην τράπεζα  των εμπειρικών τους αναμνήσεων.

Φαβέλες Ριο 

Ασκημένος θεατής-καταναλωτής

Ας μην ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος θεατής είναι πρωτίστως ένας πιστός και ενημερωμένος ακόλουθος της αγοράς, που τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τις προτάσεις της. Είναι ένας καλά ασκημένος αθλητής του καταναλωτισμού. Το θέατρο στο μυαλό του δεν είναι κάτι πέρα από την καθημερινότητά του, τις αγοραστικές του συνήθειες. Δεν είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο (κι ας τρέφουμε εμείς του χώρου την ψευδαίσθηση ότι είναι). Είναι και αυτό ένα προϊόν που το συμπεριλαμβάνει στη λίστα με τα ψώνια του. Δοκιμάζει θεατρικές εμπειρίες με την ίδια λογική που δοκιμάζει ρούχα. Όσο πιο ασυνήθιστη η εμπειρία, τόσο το καλύτερο, γιατί ακριβώς θα ξεχωρίζει όταν θα την αφηγείται στην παρέα. Όπως θα ξεχωρίζει και με τα ιδιαίτερα ρούχα ή με τα ιδιαίτερα τατουάζ.

Όλα έχουν να  κάνουν στο τέλος με την προσωπική αφήγηση. Την εικόνα της επιτέλεσης. Την περιφερόμενη αυτοβιογραφία μας. Και το θέατρο είναι το αλατοπίπερο. Προσφέρει και ψήγματα πνευματικότητας.

Η εποχή της απιστίας

Καταλαβαίνω απόλυτα τη μάχη που δίνουν οι καλλιτέχνες του θεάτρου μας για να φέρουν κόσμο στις παραστάσεις τους. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η σχέση που αναπτύσσει ο σύγχρονος θεατής με το θέατρο δεν είναι πλέον σχέση σταθερή και κυρίως σχέση αγάπης (τουλάχιστο για τους περισσότερους).

Η εποχή της πίστης σε πρόσωπα, τόπους, αφηγήματα, σταθερές αξίες, κοινώς αποδεκτά σημεία αναφοράς, έχει παρέλθει. Κάποτε το Θέατρο Τέχνης λ.χ. είχε τους πιστούς του. Το Αμφιθέατρο το ίδιο. Το Ανοικτό Θέατρο το ίδιο. Πάνε όλα αυτά.

Τώρα ζούμε την εποχή της καχυποψίας (και της απιστίας), της σχετικότητας και των ατομικών επιλογών. Ούτε ονόματα ούτε τόποι είναι ικανά να σταματήσουν τη συνεχή μετατόπιση των επιλογών και των αρχών μας. Στη θέση του σταθερού Υποκειμένου έχει μπει ο διαλυτικός Πρωτέας. Και μολονότι απόλυτα θεατρικός (και ευμετάβλητος), κανένα θεατρικό σχήμα δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτόν, αφού σήμερα είναι εδώ και αύριο εκεί. Άπιστος, ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό του. Ό,τι πιο μεταμοντέρνο το κουβαλά επάνω του.

Όπως οι λοιποί καταναλωτές αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα που αγοράζουν και τις εμπειρίες που βιώνουν σαν μια προέκταση του επιτελεστικού τους εαυτού (performative self), έτσι και οι «πρωτεϊκοί» καταναλωτές θεαμάτων: τα «φοράνε» κατά πώς βολεύονται. Κάποιοι στρέφονται σε πιο mainstream θεάματα γιατί θέλουν την ησυχία τους. Τους αρκεί το γνώριμο ερέθισμα.

Είναι όμως και οι φίλοι του εναλλακτικού θεάτρου, το οποίο, όπως είπα πιο πάνω, προσφέρει πιο δυνατές εμπειρίες γιατί είναι αλλιώτικο, χωρίς να είναι επικίνδυνο. Γιατί εάν ήταν επικίνδυνο σίγουρα όλα αυτά τα sold out που διαφημίζονται κάθε άλλο παρά sold out θα ήταν.

(Και εδώ ανοίγω μια σύντομη παρένθεση να πω πως θα ήταν μια καλή αφετηρία να προβληματιστούν οι καλλιτέχνες του συγκεκριμένου χώρου κατά πόσο οι προσπάθειές τους έχουν κάποιο ουσιαστικό ιδεολογικό εκτόπισμα, κατά πόσο τα sold out στην ουσία ακυρώνουν αυτό που θέλουν κατά βάθος να πετύχουν).

Η μόδα της συμμετοχής

Με αφορμή το εναλλακτικό θέατρο που ανέφερα θα ήθελα να κάνω ένα τελευταίο σχόλιο που αφορά γενικά το συμμετοχικό θέατρο, μια επιλογή με αρκετούς φίλους.

Τοποθετούμαι εξαρχής και λέω πως στο μυαλό μου ο πιο ευάλωτος θεατής-καταναλωτής είναι εκείνος που συμμετέχει στο δρώμενο και όχι εκείνος που παρακολουθεί από απόσταση (το γνωστό και όχι ιδιαίτερα πειστικό αφήγημα του «παθητικού θεατή»). Από τις «Βάκχες» κιόλας ο Ευριπίδης προειδοποιεί για τους κινδύνους της συμμετοχής. Ο Πενθέας θυσιάζεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Εκείνος που συμμετέχει (ως δρων πρόσωπο πλέον) δεν είναι πάντα σε θέση να εκλογικεύσει τους όρους και τη φύση της δράσης, δεδομένου ότι ακολουθεί το ένστικτο, το συναίσθημα, την παρόρμηση, δηλαδή το γενικό ρεύμα, το οποίο, χωρίς να αποκλείει την κριτική εγρήγορση και την απομυθοποίηση πραγμάτων, στο σύνολό του είναι ένα παιχνίδι, που δεν υπόκειται σε καμιά μορφή κριτικής.

Εάν τη δεκαετία του 1960 και λίγο αργότερα μια τέτοια συμμετοχή αποσκοπούσε  να οδηγήσει το άτομο σε κάποια μορφή δράσης πέρα από την περφόρμανς, τώρα οι πιο πολλές από αυτές τις απόπειρες παροπλίζουν την κριτική ανάλυση και απλώς προσφέρουν ένα καταφύγιο μακριά από τη βιαιότητα της καθημερινότητας.

Όπως αντιλαμβάνομαι τον χώρο αυτό, για να πετύχει το συμμετοχικό πείραμα πρέπει να θέσει ως στόχο του να θέλξει και να γοητεύσει αυτόν που συμμετέχει ώστε να αναπτύξει την κρίση του και όχι να τον «απορροφήσει», να τον «ενσωματώσει». Απορροφώντας τον του προσφέρει μια εμπειρία που δεν διαφέρει από την εμπειρία που προσφέρουν τα θεματικά πάρκα, για παράδειγμα. Δηλαδή,  μια εμπειρία φυγής. Και έτσι το θέατρο γίνεται άλλη μια μηχανή συντήρησης της εικόνας του θεατή-καταναλωτή του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που «πακετάρει» και πουλάει αυθεντικές και βιωμένες εμπειρίες.

Σίγουρα κάτι παραπάνω γνωρίζουν οι παμπόνηρες πολυεθνικές εταιρείες που καταφεύγουν πλέον σε αυτή τη στρατηγική προώθησης των προϊόντων τους. Επί τούτου υποβιβάζουν, σε μια πρώτη φάση,  το θέμα της κατανάλωσης των προϊόντων τους και στη θέση του δημιουργούν περιβάλλοντα εμπειριών, όπου ο καταναλωτής-επισκέπτης βιώνει συναισθηματικά και σωματικά τον αντίκτυπο του  συγκεκριμένου brand. Και αφού γίνει αυτό εννοείται ότι κάποια στιγμή θα αγοράσει το προϊόν.

Πρόχειρο, ωστόσο ενδεικτικό παράδειγμα, το μεγάλο κατάστημα της Κόκα Κόλα στο Λας Βέγκας, το οποίο περιλαμβάνει στις εγκαταστάσεις του και ένα μικρό θέατρο, όπου οι επισκέπτες μπορούν να μοιραστούν προσωπικές ιστορίες που αφορούν τη σχέση τους με την Κόκα Κόλα. Τους δίνεται δηλαδή η ευκαιρία να πρωταγωνιστήσουν στη δική τους περφόρμανς, μπροστά σε κοινό. Με αυτό κατά νου, γιατί να μας ξαφνιάζει που η εταιρεία Λουί Βουιτόν κάλεσε την αγγλική συμμετοχική (immersive) ομάδα Punchdrunk να δώσει μια παράσταση για τους  VIP πελάτες της στα εγκαίνια του καταστήματος της επιχείρησης στο Λονδίνο;

Μολονότι αντιλαμβάνομαι και σέβομαι τις πιο βαθιές προθέσεις των καλλιτεχνών, η ένστασή μου με τα συμμετοχικά θεάματα είναι ότι μας φυλακίζουν στα όριά τους και στις προθέσεις τους. Αισθάνομαι ότι τέτοιες απόπειρες, που υποτίθεται στοχεύουν στη ριζοσπαστικοποίησή ή στην αφύπνισή μας, τις περισσότερες φορές επιτυγχάνουν το διαμετρικά αντίθετο (κι ας επικαλούνται ονόματα όπως του Μπρεχτ, του Μπόαλ κ.λπ).

Εάν οι συμμετοχικές δοκιμές των νέων των 60s και των  70s ήταν μέρος μιας πιο μεγάλης κίνησης χειραφέτησης από το καπιταλιστικό αφήγημα, τώρα οι αντίστοιχες δράσεις κινδυνεύουν να μετατραπούν σε δοκιμές παροχής υπηρεσιών. Δεν χρειάζεται κόπος να το τεκμηριώσει κάποιος. Δείτε στο θεατρικό χάρτη της Αθήνας πού και πώς συντελούνται όλα αυτά. 2000 θεάματα μας λένε για το 2020. Αυτό κι αν δεν είναι μαζική παροχή υπηρεσιών.

Ο δραστήριος πολίτης: πού πήγε;

Είναι προφανές πως το ιδανικό της νέας οικονομίας είναι να απορροφήσει/εξαφανίσει  τη δυναμική του δραστήριου πολίτη. Συνέχεια τον πολιορκεί. Τον βομβαρδίζει με λογής-λογής ερεθίσματα που τον καλούν να καταναλώσει. Δεν του αφήνει χώρο μα ούτε και χρόνο να δραστηριοποιηθεί και να παίξει κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας και της ιστορίας (του).  Ο ρόλος που του έχει δοθεί είναι συγκεκριμένος: να επιλέγει προϊόντα που εκτίθενται και με αυτά να κάνει επίδειξη της εαυτότητάς του. Και πολύ φοβάμαι πως αυτή η λογική πάει να κυριαρχήσει και στον τρόπο που αντιμετωπίζει το  θέατρο. Όπως αγοράζει και φοράει τα ρούχα του έτσι και με το θέατρο: το «αγοράζει» και το «φοράει» και μετά το κρεμάει στη γκαρνταρόμπα των εμπειριών του. Θα έχει να λέει.

Ο δραστήριος και υποψιασμένος θεατής παραχωρεί ολοένα και πιο πολύ τη θέση του στον καταναλωτή-θεατή που ψωνίζει θεάματα και εμπειρίες: όσο πιο ακραία και ασυνήθιστα τόσο πιο καλοδεχούμενα. Ο θεατής-καταναλωτής της νέας αγοράς τα βλέπει όλα αυτά ως προέκταση του εαυτού του και των φαντασιώσεών του.

Συμπέρασμα

Οι μεθοδεύσεις της νέας (παμπόνηρης) αγοράς στοχεύουν στην αδρανοποίηση της λογικής και στην ανάδειξη του θεάματος (χωρίς το περιεχόμενο) σε ύψιστη πηγή ηδονής. Και νομίζω πως, σε ό,τι αφορά τουλάχιστο το θέατρό μας, για να βρει τον δρόμο του πρέπει να ξανασκεφτεί τις σχέσεις ανάμεσα στις φόρμες που προτείνει και στο περιεχόμενό τους. Πολύ καλά κάνει και πειραματίζεται. Αλοίμονο εάν δεν το ΄κανε. Όμως, τις περισσότερες φορές η φόρμα (ανοίκεια ή όχι), είναι κενή περιεχομένου. Είναι απλώς ένα σημείο, όπως είπα στην αρχή του κειμένου. Γι’ αυτό βλέπουμε πως στο τέλος κάθε σεζόν ελάχιστα είναι τα θεάματα που θυμόμαστε. Και αυτό σίγουρα το επιζητεί η λογική της αγοράς: τη λήθη. Η δική μας όμως λογική γιατί να το επιζητεί και να το πληρώνει (ποικιλοτρόπως);

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα