Προσφυγή στο ΣτΕ για την «Αθ. Χρυσοχόου»

Τα μέλη του ΣΦΕΑ στρέφονται κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης για ακύρωση μετονομασίας της οδού σε «Αλμπέρτου Ναρ».

Parallaxi
προσφυγή-στο-στε-για-την-αθ-χρυσοχόου-911013
Parallaxi

Τα μέλη του Συνδέσμου Εξορισθέντων Φυλακισθέντων Αντιστασιακών (ΣΦΕΑ) 1967-74 Αλέξανδρος Γρίμπας, Σπύρος Σακκέτας και Αλέξανδρος Μηταφίδης στρέφονται κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης για ακύρωση μετονομασίας της οδού σε «Αλμπέρτου Ναρ».

Mε προσφυγή τριών πολιτών στο ΣτΕ για να ακυρωθεί η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης αλλά και με προσφυγές δημοτικών παρατάξεων του Δήμου Θεσσαλονίκης στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση κατά της απόφασης της Ε΄ Κοινότητας σχετικά με τη γνωστή υπόθεση μετονομασίας της οδού «Αθανασίου Χρυσοχόου» σε «Αλμπέρτου Ναρ» συνεχίζεται ο αγώνας να μείνει εν ισχύι η απόφαση της διοίκησης του Γιάννη Μπουτάρη να προχωρήσει σε αλλαγή του ονόματος στη συγκεκριμένη οδό.

Στο ΣτΕ κατέθεσαν προσφυγή τα μέλη του Συνδέσμου Εξορισθέντων Φυλακισθέντων Αντιστασιακών (ΣΦΕΑ) 1967-74, Αλέξανδρος Γρίμπας, Σπύρος Σακκέτας και Αλέξανδρος Μηταφίδης, στρεφόμενοι κατά της απόφασης 149/2022 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ακυρώθηκε η μετονομασία της οδού σε «Αλμπέρτου Ναρ». Στην αίτησή τους οι τρεις πολίτες σημειώνουν ότι κατόπιν αιτήματος των αντιδίκων είχε απορριφθεί η παρέμβασή τους στο Εφετείο υπέρ του δήμου και του ελληνικού Δημοσίου κι αυτό συνιστά «εσφαλμένη κρίση σχετικά με τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος στα πρόσωπα των αιτούντων», ήταν «απαράδεκτος ο έλεγχος τεχνικών κρίσεων της διοίκησης και παραβίαση των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου» και εν τέλει «εσφαλμένη η ερμηνεία του άρθρου 19.2 ν. 4071/2012».

Οι τρεις επικαλούνται «την πάγια και πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σας (ΣτΕ) ότι για την άσκηση αίτησης ακύρωσης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον∙ με άλλα λόγια, απαιτείται η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη, από την οποία υφίσταται υλική ή ηθική βλάβη», την οποία οι τρεις προσφεύγοντες διαθέτουν σε αντίθεση με τους αντιδίκους συγγενείς Χρυσοχόου οι οποίοι, «όπως προκύπτει από τα δικόγραφά τους, περιορίστηκαν αποκλειστικά στην αναφορά της συγγενικής τους σχέσης με τον εκλιπόντα Αθανάσιο Χρυσοχόου και της προσβολής της μνήμης του που δήθεν επιφέρουν οι προσβαλλόμενες, από αυτούς, πράξεις, ενώ ουδέν διέλαβαν για οιαδήποτε προσωπική βλάβη τους προκλήθηκε από τη μετονομασία της οδού, ούτε και επικαλέστηκαν συνέπειες σε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον από την έκδοση των προσβαλλομένων».

Υποστηρίζοντας ότι, εκτός από τα ιστορικά ζητήματα που υπάρχουν η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου έρχεται σε αντίθεση με την πάγια σχετική νομολογία του ΣτΕ, οι τρεις σημειώνουν ότι στην υπόθεση αυτή «δεν είναι η διοικητική πράξη της μετονομασίας που ανέδειξε την ιστορική πορεία του Αθ. Χρυσοχόου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της πόλης, αλλά η συζήτηση για τη συνεργασία του με την κατοχική διοίκηση και για τη σταθερή στήριξη που παρείχε στον σφαγέα της Θεσσαλονίκης Μ. Μέρτεν και γενικότερα στους πρωταγωνιστές της εξόντωσης των εβραίων συμπολιτών μας, που οδήγησε το Δημοτικό Συμβούλιο να εκκινήσει τη σχετική διαδικασία».

Μάλιστα, όπως τονίζουν, το Διοικητικό Εφετείο «υπερέβη τη δικαιοδοσία του κατά την εξέταση της ένδικης αίτησης ακύρωσης αφού προέβη σε τεχνικές κρίσεις, μη σεβόμενο τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου», καθώς «αξιολόγησε ένα (1) μόνο από τα τεκμήρια που είχε χρησιμοποιήσει το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης». Δηλαδή «αντί να ελέγξει αν υπήρχε επιστημονική τεκμηρίωση που θεμελίωσε την ορθολογικότητα της απόφασης για τη μετονομασία και αποτέλεσε τη ratio έκδοσης της διοικητικής πράξης, αναφέρθηκε επιλεκτικά σε μελέτες του φακέλου και με την αυθεντία που διαθέτει η κρίση του επέλυσε τα εκκρεμή ερωτήματα της επιστήμης της ιστορίας» (!!!), ενώ «δεν δίστασε να απευθύνει συστάσεις προς ένα αμιγώς πολιτικό όργανο και να καταγράψει την εκτίμησή του για τη διαχρονική μεταχείριση της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης σε μία σκέψη που δεν θυμίζει ακυρωτικό δικαστή», οπότε «κατάφερε να πρωτοτυπήσει απόλυτα και να καταγράψει έναν “δικανικό” συλλογισμό με χαρακτηριστικά πολιτικής παρέμβασης, που ουδέποτε έχει απαντηθεί σε απόφαση του ΣτΕ».

Πηγή: efsyn.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα