Θα είναι η μετά-covid εποχή η χρυσή ευκαιρία του Ε.Σ.Υ.;
Οι ρεαλιστικές προτάσεις των ανθρώπων του συστήματος, πρέπει να μετουσιωθούν σε διαρθρωτικές αλλαγές προς όφελος του πολίτη.
Λέξεις Παναγιώτης Τουχτίδης*
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση της Μεταπολίτευσης για τον λαό μας.
Ήταν, είναι και μπορεί να παραμείνει το στήριγμα του απλού πολίτη στη δύσκολη στιγμή που δοκιμάζεται η υγεία του και συχνά η αξιοπρέπεια και η δυνατότητά του να κερδίζει τον βιοπορισμό του, ήταν, είναι και μπορεί να συνεχίσει να είναι η «ασφάλεια» του κάθε πάσχοντα ότι θα τηρείται η δέσμευση μιας αξιόπιστης Πολιτείας για το ύψιστο κοινωνικό αγαθό, αυτό της Υγείας.
Το γεγονός ότι το Ε.Σ.Υ. «στάθηκε» δίπλα στον πολίτη από την ίδρυσή του έως και σήμερα, δοκιμασμένο και σε συνθήκες Πανδημίας και με δυνατότητες που κάθε φορά ξεπέρασαν ακόμα και τις δημοσιονομικές δυσχέρειες, είναι αυταπόδεικτο. Καταγράφηκαν, όμως και πρέπει να μην περάσουν απαρατήρητες, αρκετές σπασμωδικές ενέργειες, νομοθετικές και αμιγώς οικονομικού περιεχομένου, που χρειάστηκε να γίνουν, προκειμένου να ανταπεξέλθει στη μεγάλη πίεση που γνώρισε στα δυο τελευταία χρόνια.
Κι όσο κι αν κάποιοι προτιμούν να πιστεύουν ότι αυτές οι πολιτικές αποφάσεις ήταν προσωρινές, η επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα αλλά και οι ρεαλιστικές προτάσεις των ανθρώπων του συστήματος, πρέπει κάποτε να μετουσιωθούν σε διαρθρωτικές αλλαγές, με ευρύτητα πνεύματος και πέρα από ιδεοληψίες, προς όφελος τελικά του πολίτη.
Νομοθετήθηκε και πολύ σωστά ταχύτατος μηχανισμός αναπλήρωσης ή συμπλήρωσης προσωπικού, ώστε να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες, τόσο σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό όσο και σε λοιπό. Ζητήθηκε το προσωπικό που προσλήφθηκε, να στελεχώσει νέες κλίνες ΜΑΦ και ΜΕΘ καθώς και να ενισχύσει τα σταδιακά μετατρεπόμενα απλά τμήματα σε covid19 κλινικές.
Πόσο απέχει αυτό, από το διαχρονικό αίτημα οι προσλήψεις να γίνονται με βάση τις πραγματικές ανάγκες των δομών υγείας, εξετάζοντας πληρότητες-ροές-χρόνους νοσηλείας, κι όχι απλά όπου υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις; Πόσο δύσκολο είναι να καταστούν ως δείκτης για τα αιτήματα νέων προσλήψεων, οι ανάγκες του πληθυσμού κι όχι η ανάγκη κάποιου που σπούδασε για εργασία; Το Ε.Σ.Υ. εν κατακλείδι φτιάχτηκε για να βρούμε οι υγειονομικοί δουλειά ή για να βρει ο κόσμος την υγειά του;
Θεσπίστηκαν οικονομικά κίνητρα σε ιδιώτες γιατρούς να καλύψουν εφημερίες και αυξημένες ανάγκες, αλλά και επιπλέον επιδόματα σε ειδικότητες πρώτης γραμμής που πραγματικά υπερέβαλαν εαυτούς για να ανταπεξέλθουν. Μήπως τελικά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποδεχτούμε ότι ένα ισοπεδωτικό, διά μιας στρεβλώς εννοούμενης «δικαιοσύνης» μισθολόγιο, δεν μπορεί να λύσει ούτε χρονίζοντα προβλήματα στελέχωσης, ούτε να κατευθύνει, με έξυπνο τρόπο, το απαραίτητο προσωπικό να κάνει τις επιλογές που θα ανταποκριθούν στα κρίσιμα κενά του συστήματος;
Είναι δυνατόν όλες οι ιατρικές ειδικότητες, ας αφήσουμε ίδιο τον βασικό κορμό του μισθολογίου, να αμείβονται με τα ίδια ακριβώς χρήματα για να εφημερεύσουν, ενώ η βαρύτητα των περιστατικών που αντιμετωπίζουν απέχει παρασάγγας; Πόσο λογικό ακούγεται οι ιατροί στην περιφέρεια, ενώ συχνά εφημερεύουν διαρκώς λόγω ελλείψεων στη στελέχωση, να αντιμετωπίζουν πλαφόν στις εφημερίες και ενίοτε να μένουν κενά τα προγράμματα εφημεριών;
Υπάρχει κανείς που θα διαφωνήσει με την παραδοχή, ότι κυρίως στα νοσοκομεία, ο νοσηλευτής, ο τεχνολόγος, ακόμα και το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό, δεν μπορεί να συνεχίσουν να αμείβονται με το Ενιαίο μισθολόγιο, γιατί απλά δεν ομοιάζουν σε τίποτα με τον κοινό «δημόσιο υπάλληλο»;
Αυτά και άλλα πολλά επιμέρους ζητήματα οδηγούν σε δυο βασικές επιλογές το επιστημονικό προσωπικό, οι οποίες μεταφράζονται με την τάση των ιατρών κυρίως να συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα, ώστε με τις δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα (πχ απογευματινά ιδιωτικά ιατρεία) να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, και φυσικά, το νοσηλευτικό και τεχνολογικό προσωπικό να τείνει να επιλέγει είτε περιφερειακά νοσοκομεία που προσφέρουν εργασία με λιγότερη εντατικοποίηση, είτε εξωνοσοκομειακές δομές υγείας όπου, ναι μεν ο μισθός παραμένει ο ίδιος, αλλά τουλάχιστον εργάζονται με αξιοπρεπέστερες συνθήκες.
Τοιουτοτρόπως τα περιφερειακά νοσοκομεία στενάζουν από έλλειψη ιατρικού προσωπικού, τα αστικά από έλλειψη νοσηλευτικού και λοιπού και όλα, από μια ανισοκατανομή ανά ειδικότητα, με αποτέλεσμα το «κόστος» λειτουργίας του συστήματος να μην ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της Κοινωνίας.
Μια αποτύπωση της κατάστασης στα νομαρχιακά νοσοκομεία, αναδεικνύει ζητήματα όπως, έλλειψη γυναικολόγων ή αναισθησιολόγων με αποτέλεσμα να μην διενεργούνται χειρουργεία, ή όπου υπάρχουν αυτές οι ειδικότητες να λείπουν παιδίατροι οπότε να αποφεύγονται οι τοκετοί, ή ακόμα και να είναι τέτοιες οι ελλείψεις σε χειρουργούς, ώστε να μην αισθάνονται οι ίδιοι ασφαλείς να πραγματοποιήσουν τίποτε περισσότερο από κάποιες μικροεπεμβάσεις ή χειρουργεία μικρής βαρύτητας.
Σε αυτή την ανισοκατανομή, χρόνια τώρα, κλείνει τα μάτια η Πολιτεία, εισπράττοντας όμως τελικά την αμφισβήτηση του κοινού προς Ε.Σ.Υ., που νομοτελειακά οδηγεί τους ασθενείς στην αναζήτηση λύσης για το πρόβλημά τους σε κάποιο μεγάλο αστικό ή πανεπιστημιακό νοσοκομείο, εκτινάσσοντας και τις αναμονές για όλους τους πολίτες. Ακόμα χειρότερα ενίοτε, στην αγκαλιά των ιδιωτικών κλινικών εκτινάσσοντας τις δαπάνες υγείας για τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Παρατηρούμε λοιπόν χαώδεις διαφορές στις αναμονές των νοσηλευτηρίων, τόσο σε τακτικά ραντεβού, αλλά ακόμη περισσότερο στα προγραμματισμένα χειρουργεία.
Η χωρίς δικλείδες ασφαλείας κινητικότητα των πασχόντων έχει καταφέρει, για παράδειγμα, τις αναμονές για ορθοπαιδικές επεμβάσεις στο νομό Θεσσαλονίκης να πλησιάζουν ή και να υπερβαίνουν το έτος, ενώ όλοι οι όμοροι νομοί παρέχουν διέξοδο στον μήνα, ταυτόχρονα, παρατηρούνται τεράστιες αποκλίσεις στις αναμονές μεταξύ ομοειδών κλινικών σε νοσοκομεία του ίδιου νομού, αφού για παράδειγμα οι πολίτες προτιμούν μια πανεπιστημιακή γυναικολογική κλινική έναντι αυτής του «Ε.Σ.Υ.» στο μικρό γειτονικό νοσοκομείο.
Και το πιθανότερο είναι ότι ακόμη κι ένα μέτριο πρόβλημα υγείας σε μακριά αναμονή, αποτελεί ρίσκο τόσο για ενδεχόμενη επιδείνωσή του, όσο και για την τελική πρόγνωση και τη διάρκεια αποθεραπείας και επανένταξης του πάσχοντα.
Η χρυσή ευκαιρία λοιπόν για το Ε.Σ.Υ. στην μετά-covid εποχή είναι να επιδιωχθεί μια προσεκτική καταγραφή στη στελέχωση, να επιχειρηθεί η στοχευμένη ενίσχυση των δομών με ουσιαστικά κίνητρα για το πάσης φύσεως προσωπικό και ακολούθως, μέσω της οργάνωσης ενός μηχανισμού ελέγχου της κινητικότητας του πληθυσμού στο οποίο μπορεί να συνεισφέρει μια ορθολογικά οργανωμένη ΠΦΥ, να επιμεριστεί το βάρος των αιτημάτων για υπηρεσίες υγείας, χωροταξικά και ουσιαστικά, ώστε να κατορθώνουν όλοι να βρίσκουν λύση στο πρόβλημα που τους ταλανίζει σε λογικό χρόνο προς όφελος της υγείας τους.
Στρεβλώσεις που προκαλεί η κατευθυνόμενη ζήτηση υπηρεσιών υγείας, η ιατρική φήμη, ακόμη κι αυτές οι ξενοδοχειακές υποδομές, αλλά και μιας κακώς εννοούμενης ελεύθερης επιλογής κάποιων τελικά εις βάρος κάποιων άλλων, πρέπει να ελεγχθούν στιβαρά.
Έτσι και τα περιφερειακά νοσοκομεία θα ξανακερδίσουν την αξιοπιστία τους και την εμπιστοσύνη των πολιτών με τεκμηριωμένες διακομιδές όπου και όταν χρειάζεται και τα Τριτοβάθμια νοσοκομεία θα απαλλαχθούν από το επιπλέον βάρος ώστε να επιτελέσουν τον πλέον ουσιαστικό τους σκοπό, το ερευνητικό τους έργο, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
* Ο Τουχτίδης Κ.Παναγιώτης, είναι νοσηλευτής, υγιεινολόγος Msc Γ.Ν.Θ. Παπαγεωργίου