Featured

4 συγγραφείς, 1 διήγημα για τη Θεσσαλονίκη: Πήρε τα φιλιά της

Γράφουν αποκλειστικά για την parallaxi οι: Άκης Δήμου, Ισίδωρος Ζουργός, Σοφία Νικολαΐδου, Σάκης Σερέφας.

Parallaxi
4-συγγραφείς-1-διήγημα-για-τη-θεσσαλονί-521387
Parallaxi

Η ιδέα μιας συγγραφικής σκυταλοδρομίας δεν είναι καινούργια. Το 1958, 4 κορυφαίοι συγγραφείς της εποχής (Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβήλης, Ηλία Βενέζης και Μ. Καραγάτσης) έγραψαν στην εφημερίδα Ακρόπολη σε συνέχειες ένα μυθιστόρημα χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής.

70 χρόνια μετά, 4 αγαπημένοι Θεσσαλονικείς συγγραφείς, μας κάνουν ένα αναπάντεχο δώρο με αφορμή τα γενέθλια της Parallaxi. Ένα διήγημα εμπνευσμένο από την Θεσσαλονίκη και το σύμβολο της. Τους ευχαριστούμε.

Γράφουν οι: Άκης Δήμου, Ισίδωρος Ζουργός, Σοφία Νικολαΐδου, Σάκης Σερέφας

*Το παρακάτω κείμενο είναι προϊόν καθαρής συγγραφικής μυθοπλασίας

Η Βιβή Πατρικαρέα θυμάται

Το 1974 −επί Φαίδωνος Γκιζίκη, αν σου λέει κάτι− δούλευα στη βιοτεχνία γυναικείων εσωρούχων «Το Φίνο» επί της οδού Καθολικών. Για να πιάσω τη δουλειά είχα σκοτωθεί με τον πατέρα μου που επέμενε να δουλέψω στην κουζίνα του Κρικέλα, αφενός για να είμαι δίπλα στο προικώο μου στην Καλαμαριά, όπου κατοικούσαμε οικογενειακώς, αφετέρου γιατί στου Κρικέλα έτρωγε η Βουγιουκλάκη όποτε ερχόταν εδώ, στην οποία ο πατέρας μου είχε μεγάλη αδυναμία. Πλην εγώ ούτε δίπλα στο σπίτι μας ήθελα να είμαι ούτε η Βουγιουκλάκη μου πολυάρεσε −εκτός από τις βλεφαρίδες της στην «Κόρη του Ήλιου»−, οπότε μόλις διάβασα την αγγελία του κυρίου Μίμη αποφάσισα να πάω στα εσώρουχα «Φίνο» −από το να μυρίζω κοντοσούβλι καλύτερα να περνάω δαντέλες στα κομπινεζόν, δεν είναι καλύτερα; Μια Τετάρτη, που λες, πήγαινα στην Τσιμισκή να παραδώσω μια παραγγελία, κυρίως μπέιμπι ντολ και ρομπάκια. Περπάταγα αλλά ήσυχη δεν ήμουν. Εκείνος έφταιγε. Με είχε πάρει από πίσω και με ακολουθούσε σαν βλαμμένο σκυλί κι όλο δεσποινίς και δεσποινίς, μέχρι που, φτάνοντας στην Αριστοτέλους, δεν άντεξα και γύρισα. Γιώργος, μου συστήθηκε. Για να είμαι ειλικρινής άσχημο δεν τον έλεγες. Ώριμος ήταν αλλά εμένα οι ώριμοι πάντα μου ασκούσαν μια ιδιαίτερη έλξη, εκτός απ’ τον πατέρα μου που μου ασκούσε μόνο μια σύγχυση κάθε φορά που μ’ έψελνε επειδή άφησα την ευκαιρία στου Κρικέλα για να στριφώνω κιλότες. Τέλος πάντων, πάμε πάλι Αριστοτέλους. Το πώς εκείνος ο Γιώργος κατάφερε και μ’ έψησε να δώσουμε, το ίδιο απόγευμα, ραντεβού μπροστά στον Λευκό Πύργο δεν το κατάλαβα. Ούτε πώς φτάσαμε να φιλιόμαστε κατάλαβα. Ούτε πώς ξαναβρεθήκαμε την άλλη μέρα και την παράλλη και την παράλλη της παράλλης −το πεπρωμένο; Η βαρεμάρα; Που μόλις είχε παντρευτεί ένας πρώην μου και το ’μαθα απ’ τα κοινωνικά της «Μακεδονίας»; Πού άκουγα τα μπουμπούκια να σκάνε στα δέντρα −Απρίλιος γάρ− και φούντωνα εξ ολοκλήρου; Τι να πω! Κάτι απ’ όλ’ αυτά τέλος πάντων (μπορεί κι όλ’ αυτά μαζί) με σπρώξανε κι ενέδωσα. Κι εκτός ότι ενέδωσα, έφτασα να τον ψιλοερωτευτώ εκείνον τον Γιώργο, ίδρωνε ο λαιμός μου κάθε που έμπαινα στο ξενοδοχείο Αμαλία, έχοντας διασχίσει την Ερμού με σκυμμένο κεφάλι και σκούρα γυαλιά λες κι ήμουνα καταζητούμενη, ενώ στην πραγματικότητα κανείς δε νοιαζόταν να με αναζητήσει, εγώ μονάχα αναζητούσα εκείνον τον Γιώργο, ξέροντας πως στο τέλος θα τον βρω πίσω απ’ την πόρτα του δωματίου 16 να με περιμένει με το κασκορσέ ανάμεσα στα τσαλακωμένα σεντόνια κι ένα μπουζούκι υπτίως στην πολυθρόνα δίπλα του. «Σ’ αρέσουν οι πενιές;» με ρώτησε ένα απόγευμα, οι σεράνο μ’ αρέσουνε, άλλαξα την κουβέντα. Τι να του έλεγα; Ότι μου άρεσε μόνο ο Κώστας Τουρνάς κι ότι με τα μπουζούκια έπληττα;

Φύγανε έτσι δύο βδομάδες. Την τρίτη γύρισε στην Αθήνα −υποχρεώσεις, μου είπε. Τι είδους δεν μου διευκρίνισε. Τις πρώτες μέρες ξεροστάλιαζα στο τηλέφωνο, μ’ είχανε πάρει χαμπάρι τ’ άλλα κορίτσια στη βιοτεχνία (του σπιτιού δεν του το είχα δώσει, ένεκα που ο πατέρας μου με κατασκόπευε) και κάθε φορά που κουδούνιζε κρατάγανε σιγή. Πλην κανένας δε με ζήτησε. Μια δυο φορές μόνο χτύπησε και το κλείσανε και είπε η Τιτίκα «μπορεί να είναι εκείνος και να ντράπηκε», αλλά εγώ το ήξερα, σιγά μην ήταν εκείνος, εδώ είχαμε βγάλει τα μάτια μας τώρα τον πιάσανε οι ντροπές;

Πέρασε ένας μήνας, πέρασαν δύο, τρεις, τσακίστηκε ο Γκιζίκης, ήρθε ο Καραμανλής, ένας μακρινός ξάδερφος του πατέρα μου βρέθηκε ιδιαίτερος του Λούρου στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας −θα πάω να τον βρω, δήλωσε ο πατέρας μου, τι θα πει έφυγε νήπιο απ’ τα Γρεβενά; Τους συγγενείς σου δεν τους ξεχνάς ποτέ, εγώ, δηλαδή, πώς τον θυμάμαι; Ήρθαν τα πάνω κάτω τέλος πάντων αλλά για μένα, απ’ την πρωτεύουσα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Στην αρχή μ’ ένοιαξε λίγο, μετά συνήθισα. Έτσι γίνεται πάντα: εκεί που νομίζεις ότι δεν πρόκειται να συνέλθεις ποτέ, εκεί ξυπνάς ένα πρωί και μόνο κάτι ψίχουλα από τις αναμνήσεις έχουνε μείνει, αδύνατο να χορτάσεις. Πλην η ζωή μού έμαθε ότι κάθε έρωτας είναι πρόβα για τον επόμενο, οπότε δεν το πήρα επί πόνου και αφέθηκα στον Ισίδωρο που με πολιορκούσε απ’ το Γυμνάσιο: καστανός, μαλλί μέχρι τους ώμους, βοηθός αναισθησιολόγου στο ΑΧΕΠΑ, με δικό του Opel (δώρο του νονού του) ολόιδιο μ’ εκείνο που οδηγούσε ο Ομάρ Σαρίφ στους «Διαρρήκτες»… Άσχημα δεν πέρναγα μα και ωραία δεν ήταν, τι, ψέματα να πω; Όπως και να’ χει πάντως, ξεχάστηκα.

Ώσπου ένα βράδυ −θα ’χε περάσει ένας χρόνος, μεσουρανούσε πλέον η Δημοκρατία− γυρνώντας απ’ τη δουλειά, μπαίνω στο σαλόνι κι ακούω στη διαπασών «Στο Λευκό τον Πύργο πήρα τα φιλιά της/είχε κι ένα σπίτι στην Καλαμαριά…» και τον πατέρα μου μερακλωμένο –θα ’χε πιει κι έξι ούζα– να βαράει παλαμάκια στον εαυτό του. «Μπαμπάκα, να σου κάνω παρέα στο ούζο;» λέω στον πατέρα μου, που κρατούσε μια τηγανητή κουτσομούρα για μικρόφωνο και τραγούδαγε. «Σερτενεμάν!» μου κάνει και μου βάζει τη μποτίλια μπροστά μου. Ένα μυστήριο πράμα αυτός ο άνθρωπος, κάθε που έπινε το γύρναγε στο γαλλικό. Κι αρχίζω η καλή σου και πλακώνομαι στα ούζα, που από ποτά μόνο το «Κούβα» το λικέρ ήξερα, που το κερνάγαμε κάθε του Αγίου Αθανασίου στα σόγια που έρχονταν για επίσκεψη στον μπαμπά μου. Και πολλά να σου πω δεν θυμάμαι από κείνη την ώρα και μετά, θυμάμαι μόνο το άλλο το πρωί τη μάνα μου να μου φέρνει χαμομήλια στο κρεβάτι μπας και στρώσει το στομάχι μου απ’ τους εμετούς που έκανα όλη τη νύχτα. «Μα κι εσύ βρε κορίτσι μου, αφού δεν το σηκώνεις το πιοτί, τι σε έπιασε στα καλά καθούμενα, που το πήρες το ούζο και το ’ριξες μέσα στην κοτόσουπα και το ρούφαγες με το κουτάλι; Τι λωλαμάρες είναι τούτες;» έλεγε και με κοίταγε λοξά. Μούγκα εγώ. Εσύ θα μίλαγες, δηλαδή;

Ο Ισίδωρος Τούλης θυμάται

«Βούλγαροι και ραπτομηχαναί! Βούλγαροι και ραπτομηχαναί!». Θυμάμαι είχε ξεσηκώσει τον θάλαμο η γριά, με το που άρχισε να ξυπνάει από τη νάρκωση. Με φωνάξανε άρον άρον οι νοσοκόμες μέσα στη νύχτα. «Θα της περάσει» τους είπα και πήγα να τελειώσω το τοστ που είχε γίνει μπετόν αρμέ. Ξέρεις τι παλαβομάρες λέει ο άνθρωπος όταν αρχίζει και του περνάει η αναισθησία; Ξέρεις τι έχουν ακούσει εμένα τ’ αυτιά μου; Να σου τα πω μια μέρα να γράψεις εγκυκλοπαίδεια. Οπότε, μαθημένος είμαι να ακούω χαζαμάρες. Την ξέρω καλά τη μούρλα, την έχω ζήσει χρόνια, κάνει μπαμ από μακριά. Από την υποξία του εγκεφάλου προκαλείται, όπως έρχεται έτσι φεύγει, μόλις απορροφηθεί το φάρμακο. Αλλού είναι το θέμα. Άμα ο άλλος την κουβαλάει την παλαβομάρα κάτω από την πέτσα του και την βγάζει λίγη-λίγη, στα μουλωχτά. Τι κάνεις τότε, μου λες; Για τη Βιβή σου μιλάω τώρα, αφού με ρώτησες. Ζόρικο περιστατικό, τι να λέμε τώρα, από αυτά που δεν το πιάνουν τα ραντάρ. Εγώ τη Βιβή την ήξερα από το Γυμνάσιο, στο μπροστινό θρανίο καθότανε. Ένα θα σου πω και κατάλαβε ό,τι θες. Κάθε φορά που ήμουν επιμελητής, παραμόνευα πότε θα κολλήσει την τσίχλα της κάτω από το θρανίο, να πάω να την ξεκολλήσω στο διάλειμμα να τη μασήσω και να την ξαναβάλω στη θέση της μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε; Εκείνη όμως ούτε να γυρίσει να με δει. Απούσα ολοτελώς στο σύμπαν της. Οπότε αποφοιτήσαμε κι ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Και στον δρόμο ξαναβρεθήκαμε. Εγώ έβγαινα από τον «Καρύδα» στην Εγνατία, είχα πάει να πάρω δώρο παντόφλες στη μαμά μου, απόγευμα ήταν. Έπεσα πάνω της. Είπαμε τα τυπικά, από πάνω μας γύρναγε το γοβάκι τίγκα στα λαμπιόνια, την έβλεπα να αναβοσβήνει έγχρωμη μπροστά στα μάτια μου με το μπλουζάκι της το έξωμο, πήρα ανάσα, πάμε να σε κεράσω κάτι; της λέω. Πήγαμε παραδίπλα σε ένα μπουγατσατζίδικο, τα είπαμε, βγήκαμε και την άλλη μέρα, στο «Κορφού» στην παραλία για φραπέ, εκείνη πήρε και μια σεράνο, τα ξαναείπαμε, έγειρα εγώ από πάνω της στον καναπέ, στο πατάρι καθόμασταν, «μωρέ τι μου θυμίζει αυτή η γεύση;» είπε εκείνη όταν τελείωσα το φιλί.

Τράβηξε μήνες αυτή η ιστορία. Δεν αφήσαμε καφετέρια για καφετέρια. Λαϊκή απογευματινή η παράστασις. Πρώτα καφετέρια, μετά στα γρασίδια, στην παραλία, πίσω από τους θάμνους, ύστερα να την πάω νωρίς στη στάση να πάρει το λεωφορείο για Καλαμαριά. Σα να είχε σηκώσει το χειρόφρενο ήταν. Για τα χάδια λέω και τις πράξεις στα χορτάρια. Όλα να τα κάνω εγώ, εκείνη ούτε χέρι να απλώσει, να δείξει ότι το θέλει. Ούτε θέλω ούτε δεν θέλω ήτανε. Ουδετερότης ελβετική. Άσε δε το άλλο. Εκείνον τον καιρό είχε ανοίξει αναψυκτήριο πάνω στον Λευκό τον Πύργο. Χρυσή την έκανα να πάμε. Με τίποτα εκείνη. Ούτε από κάτω του να περάσω, μου έλεγε. Γιατί, βρε καλό μου; Μα δεν διάβασες στις εφημερίδες που πέφτουνε και αυτοκτονάνε αβέρτα από πάνω; μου έλεγε. Τις προάλλες δεν γράφανε ότι ανέβηκε μία απάνω και έβγαλε τα ρούχα της και φούνταρε πάνω στα πεύκα και παραλίγο να πλάκωνε μια μάνα με το παιδάκι της που περνούσανε από κάτω; Α, πα, πα, μην επιμένεις Ισίδωρε, ούτε να τον κατουρήσω τον παλιόπυργο. Τι θέλεις, δηλαδή; Να πάμε αδιάβαστοι; Εντάξει, δεν λέω, ένα δίκιο το είχε, πράγματι, εκείνοι την εποχή πέφτανε πολλοί. Μάλιστα, για ένα διάστημα απαγορέψανε να ανεβαίνει ο κόσμος πάνω στον εξώστη, εις τας επάλξεις, αλλά μετά έπαψε το πράμα. Ανένδοτη εκείνη. Άκουγε Λευκό Πύργο και γυάλιζε το μάτι της, παραμίλαγε, λες και τής πέρναγε η αναισθησία.

Στο πρώτο πρώτο το ραντεβού που βγήκαμε με την Ελένη, τη γυναίκα μου, την πήρα και την πήγα πάνω στον Πύργο και βγήκαμε και φωτογραφίες. Να σου δείξω;

Ο Γιώργος Πατρικαρέας θυμάται

Ούτε Βιβή ούτε μάνα. «Μα», τη φωνάζω, όπως το ακούς. Μία συλλαβή. Ήρθα, Μα. Φεύγω, Μα. Έχει φαΐ, Μα; Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, όταν με γέννησε. Το 1975, άλλες εποχές. Όλοι φορούσαν παντελόνια καμπάνα και με νανούριζε με Κώστα Τουρνά. Αγνώστου πατρός, έτσι έγραφαν τότε. Στο γόνατο θα την έσφαζε ο παππούς. Κατέβαζε καντήλια, απειλούσε θεούς και δαίμονες, στο τέλος το κατάπιε κι ησύχασε. Γιατί ονειρευόταν γάμο στο προικώο, στην αυλή, να έρθει όλη η Καλαμαριά και να χορέψει. Το έπαθε το έμφραγμα ο Πόντιος. Κανείς δεν το είπε όμως όλοι το σκέφτηκαν, τον έφαγε η Βιβή και το ρεζίλι της. Πώς θα κυκλοφορήσει στην Καλαμαριά που του μαγάρισαν την κόρη. Αλλά το έμφραγμα έκανε τη δουλειά του. Έσπασε η καρδιά του παππού, κουνήθηκε το μυαλό, δεν ξέρω. Η Μα λέει πως, μόλις συνήλθε κι άνοιξε τα μάτια, ακούμπησε πρώτη φορά το χέρι του στην κοιλιά της. «Ένα μωρό είναι ζωή», είπε. Και δεν την ξαναρώτησε ούτε ποιος ούτε τι.

Τώρα γιατί με βάφτισε Γιώργο η Μα, αυτό παρέμεινε πάντα μυστήριο. Σπύρο τον λένε τον παππού. Αλλά σαν είπε, «Γιώργο θα τον βγάλουμε», στύλωσε τα πόδια. Κι όταν στυλώνει τα πόδια η Μα, όταν λέει, αυτό ήταν και τελείωσε, καλύτερα να το βουλώσεις και να κάνεις πίσω. Μου φόρτωσε αυτό το χαζο-όνομα, που δεν είναι σπουδαίο να πεις, δεν είναι Οδυσσέας που κάνει εφέ. Άσε που ποτέ δεν ξέρεις πότε γιορτάζεις, κάθε χρόνο αλλάζει −ευτυχώς το θυμάται η Μα.

Η μέρα της γιορτής είναι ιεροτελεστία, την περνάμε μαζί με τη Μα. Μπορεί στη δικιά της γιορτή να ξεχαστεί, αλλά του Αγίου Γεωργίου βάζει πρόγραμμα. Θα βγούμε τη βόλτα μας το απογευματάκι, θα κατεβούμε με τα πόδια ως τον Λευκό Πύργο. Απ’ την Καλαμαριά με τα πόδια. Εγώ κουράζομαι, βαριέμαι κιόλας, εκείνη ποτέ. Ευτυχώς το κόβουμε από παραλία που όλο και έχει κάτι να κοιτάς. Ιδίως στις ομπρέλες που φωτογραφίζονται οι νύφες, κάνουμε στάση, κοιτάει η Μα, «α, τις καημένες», κουνάει το κεφάλι, «α, τις καημένες που θα τους γηροκομήσουν». Τίποτα δεν λέω. Όταν η Μα κοιτάει έτσι, κάνεις πίσω. Αν θέλεις το σκαλπ σου δηλαδή, ειδάλλως το παίζεις άνετος, λες τη γνώμη σου και περιμένεις τη Δευτέρα Παρουσία.

Κατεβαίνουμε, που λες, ως τον Λευκό τον Πύργο, που ανάθεμά με αν κατάλαβα ποτέ γιατί πηγαίνουμε. Καθόμαστε στο πεζούλι και τρώμε πιτόγυρο. Η Μα με πατάτες, εγώ με απ’ όλα. Και μετά τρώμε πάστα σεράνο. Μία πάστα με δύο κουτάλια. Στο πεζούλι κι αυτή, το πεζούλι πεζούλι. Μόνο μία χρονιά, πολύ παλιά που είχα κοκκύτη, δεν πήγαμε. Και να πεις ότι της αρέσει ο Λευκός Πύργος; Όλο πφφφ και πφφφ είναι κάθε φορά. Φέτος που πήγαμε, είχε μαζί της το καινούριο κινητό που της αγόρασα, βγάλαμε και σέλφι. Με τα πιτόγυρα στο χέρι, άντε στην υγειά μας. Κι έβαλε κι ένα τραγούδι να ακούμε όσο τρώγαμε, από αυτά που αρέσουν στους τουρίστες. Γνωστό μου φάνηκε, κάτι με τον Λευκό Πύργο και την Καλαμαριά, δεν ξέρω αν το έχεις ακουστά, στη Σαλονίκη το παίζουν στις ταβέρνες. Δεν έδινα και πολλή σημασία, γιατί μας κοιτούσαν και κρίντσαρα, ρε φίλε. Όμως δεν άνοιξα το στόμα μου, γιατί έκανε κέφι η Μα. Κι όταν κάνει κέφι η Μα, γελάει ο ουρανός. Τότε όλα θα πάνε καλά και το ξέρω.

Μετά γυρνάμε πίσω, στο πατρικό. Ο παππούς περιμένει στο παράθυρο. Κι η Ουκρανή έχει μαγειρέψει λαζάνια, που τα κάνει χάλια. Και ο παππούς γελάει στο καροτσάκι του και η μαμά λέει, «μμμ τι ωραία, αλλά δεν πεινάω, φάγαμε έξω με το παιδί». Και ο παππούς με πιάνει από το χέρι, «είσαι ο καλύτερος», λέει. Το μόνο ελάττωμά σου είναι που σε έβγαλε Γιώργο, που εμείς στο σόι μας Γιώργο δεν έχουμε, αλλά ποιος μας ρώτησε. Και τώρα που έγινες διάσημος και σε χειροκροτάνε, κρίμα να μην έχεις ωραίο όνομα.

Η Μα του τρίβει την καράφλα και δε λέει τίποτε. Γιατί ο παππούς το πούλησε το προικώο, το έδωσε αντιπαροχή και σήκωσαν στον μπαξέ πολυκατοικία. Που ο παππούς χωρίς τον μπαξέ δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια του, αλλά να, τσιμέντο να γίνει, είπε, να έχει το παιδί το κατιτίς, να πορευτεί στη ζωή που δεν έχει προστάτη.

Η Μα δούλευε δύο δουλειές και μια φορά δεν είπε, «είμαι κουρασμένη, δεν έχει αυγόφετες σήμερα». Που αν δεν έχεις φάει αυγόφετες από την Μα, δεν έχεις πάει στον παράδεισο και δεν ξέρεις πώς είναι. Τόσα χρόνια στην Αμερική κι ακόμα έχω τη γεύση τους στο στόμα μου. Είκοσι χρονών έφυγα. Με τους καλύτερους έπαιξα, πάντα τους καλύτερους διάλεγα. Κιθάρα. Όχι ηλεκτρική, την κανονική, αυτή που σου σπαράζει την καρδιά. Δεν ξέρω να αναπνέω χωρίς την κιθάρα.

Με πήραν στο Κολλέγιο και έμεινα. Υποτροφία στη Βοστώνη, εκεί που πίνουν μπέρμπον μαζί με το φαΐ. Κάθε χρόνο έρχομαι μία φορά στη γιορτή μου. Η Σαλονίκη φαίνεται όμορφη από ψηλά. Η Μα με περιμένει στο αεροδρόμιο. Με αγκαλιάζει σφιχτά και δεν λέει τίποτα. Έτσι είναι η Μα, δεν λέει πολλά.

Όπως τότε. Με έβαλε στο αεροπλάνο και είπε, μη γυρίσεις πίσω. Φοβόμουν κι ήμουν έτοιμος να κλάψω. Όλα θα πάνε καλά, μου κούμπωσε την τσέπη από το μπουφάν. Να έρχεσαι στη γιορτή σου, να μας βλέπεις.

Στη Νέα Υόρκη πρόσεξα πως μού είχε κρύψει στην τσέπη μια φωτογραφία. Στην παραλία ήμασταν, εγώ στο καρότσι, με μία κόκκινη πλαστική κιθάρα. Κι από πίσω έγραφε: Στον Γιωργάκη, όλα θα πάνε καλά, η μαμά.

Μη σε καθυστερώ όμως, έχεις δουλειές, βλέπω κοιτάς το ρολόι σου.

O Τάκης Σερίφης θυμάται

Δεν είχα δουλειές, όμως η αλήθεια ήταν πως το ρολόι το κοίταγα κάθε τόσο. Ήταν κάπως περίεργος αυτός ο Αμερικάνος, μαλλιά μακριά, μαντίλι στον λαιμό, μπότες καουμπόικες και δεν ήταν, βρε αδερφέ, και κανένα νιάνιαρο, τα σαράντα τα είχε πατημένα. Έτσι ντυνόμουν εγώ το ’80, όταν πηγαίναμε στο Αχίλλειο και στο Ματζέστικ και πίναμε τις μπύρες απ’ την ποτίστρα. Το μάτι του είχε κολλήσει σε κάποιες απ’ τις φωτογραφίες του κυρ Σταύρου, όχι σε όλες, μόνο σε κείνες που έδειχναν μια γυναίκα μόνη κάτω απ’ τον Πύργο. Η μάνα μου είναι αυτή, μου είπε χωρίς περιστροφές και με αιφνιδίασε, γιατί εκείνη την ώρα μιλούσα με κάποιον απ’ τα πολιτιστικά του Δήμου.

Εγώ από εκθέσεις φωτογραφίας και τα τοιαύτα δεν σκαμπάζω, ας όψεται το χαρτοκιβώτιο του κυρ Σταύρου, του πατέρα μου που το βρήκαμε στην αποθήκη της ταράτσας, όταν αδειάζαμε το σπίτι μετά τα σαράντα. Ήταν ένα κιβώτιο από Νουνού, τίγκα στα αρνητικά και στις φωτογραφίες. Ο γέρος μου είχε κλείσει μισόν αιώνα στο πλακόστρωτο κάτω απ’ τον Πύργο να βγάζει φωτογραφίες με τη μηχανή στον τρίποδα και τη λευκή ποδιά πάντα σιδερωμένη, ατσαλάκωτος. Μέχρι και τους Γερμανούς είχε προλάβει να φωτογραφίσει κάτω απ’ τον Πύργο, που ήταν τότε βαμμένος. Οι Φρίτσιδες έστελναν φωτογραφίες στις ξανθιές τους πίσω στην πατρίδα.

Η κόρη μου η Σταυρούλα, τιμής ένεκεν το όνομα, ήταν αυτή που κινήθηκε κι έκανε αυτήν την έκθεση εδώ στο λιμάνι κι έτσι βρέθηκα να έρχομαι κι εγώ κάθε απόγευμα και να στέκομαι, λελέκι όρθιο και σιωπηλός φίκος. Τι να λέω τώρα, ένιωθα έξω απ’ τα νερά μου. Η τέχνη του πατέρα μου με άφηνε πάντα αδιάφορο. Προτιμούσα να κάνω δουλειές του ποδαριού και αγαπούσα πολύ τη ρόδα. Πιτσιρικάς ήθελα να γίνω ραλίστας, αυτά ήταν όμως για τους κονομημένους, γι’ αυτό κατέληξα σοφεράντζα. Τα πρώτα χρόνια με το φορτηγάκι μιας εταιρείας μοίραζα σαλάμια και μορταδέλες στα μπακάλικα της επαρχίας. Φόρτωνε, ξεφόρτωνε, κρύο, ζέστη… Φόραγα και μια ζώνη στη μέση να μην αφήνει τον πόνο να με δαγκάνει. Δεν ήταν καμιά ροκ ζωή, διάολε, μεροκάματο ήταν. Δεν έγινα ούτε κιθαρίστας, όπως ο κύριος τάδε που με έπιασε στην κουβέντα, ούτε ραλίστας κι ας πετάριζε προς τα κει η ψυχή μου. Το μόνο που έγινα λίγα χρόνια μετά ήταν γαμπρός και πήρα ολόκληρη άδεια ταξί, προικώο.

Ήρθαν στο κατόπι καλές εποχές γιατί κονομούσαμε. Όταν βγήκα στη σύνταξη είχα κλείσει είκοσι χρόνια στο ταξί. Να ξέρεις είχα γεννηθεί στην Επτάλοφο και δεν το κούνησα ποτέ από κει, μετά τον γάμο έμεινα σε ένα δυάρι στον ημιώροφο, προικώο κι αυτό. Θα μου πεις τι τα ’κανες τα λεφτά που κονόμησες όλα αυτά τα χρόνια; Όπως έλεγε στην πιάτσα κι ένας συνάδελφος απ’ τους περπατημένους: «Άλλοι τα κάνουν επενδύσεις, εμείς τα κάναμε αναμνήσεις». Τι τα θες, η ζωή ανήκει στους άλλους, αυτούς που τα πράγματα δεν τους ζορίζουν, αυτούς που αργούν να μεγαλώσουν και να γίνουν άντρες, όπως ο Αμερικάνος που τέτοιος μου φαίνεται. Μουσικός, μου είπε, έφυγε απ’ τη Σαλονίκη στα είκοσι. Με έπιασε ψιλοκουβέντα σα να με ήξερε χρόνια.

Γιατί είναι η μάνα μου πάντα μόνη μπροστά στον Πύργο; Σήκωσα τους ώμους, πού να ’ξερα εγώ, τη μάνα του και τον πατέρα του μέσα…

Τη βλέπω να έχει στηθεί πολλές φορές, χειμώνες, καλοκαίρια. Εδώ φοράει ταγιέρ, εκεί παλτό, στην άλλη κοντομάνικα… Σου είχε πει μήπως ο πατέρας σου κάτι γι’ αυτήν; Τελικά ήταν πελάτισσά του…

Λίγα πράγματα ξέρω, του απάντησα και ξανακοίταξα το ρολόι.

Αυτό το ρούχο το θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρός τότε που το φορούσε. Πείτε μου, κύριε Σερίφη, ο πατέρας σας φαντάζομαι θα της έπιασε κουβέντα, η μάνα μου ήταν πάντα λιγομίλητη.

Δεν ήταν κανένας κορτάκιας ο κυρ Σταύρος, του απάντησα, να ξέρεις…

Δεν είπα αυτό…

Κοίταξε να δεις, ερχόταν πάντα μόνη της, αυτό είναι ένα απ’ τα λίγα που ξέρω. Δεν είχε στάνταρ ώρες, δεν καθόταν ποτέ στο παγκάκι, μόνο βολτάριζε γύρω απ’ τον Πύργο και καμιά φορά ακούμπαγε και το χέρι της στα ντουβάρια. Έδειχνε σα να είχε ραντεβού με τον Πύργο κι όχι με άνθρωπο. Τις πρώτες φορές ο κυρ Σταύρος νόμιζε ότι θα είχε με κάποιον συνάντηση αλλά αυτός την έστηνε με σύστημα. Αν ήταν όμως έτσι, θα ’δειχνε κάποια οργή, ένα εκνευρισμό… Η μάνα σου όμως, κύριε Γιώργο, ήταν ανέκφραστη. Ξέρω ότι την πρώτη φορά τη φωτογράφησε στα κρυφά. Εκείνη το ’πιασε και τον πλησίασε ζητώντας του τον λόγο. «Χάριν καλλιτεχνίας», της απάντησε.

Είχε έξυπνο πρόσωπο ο πατέρας μου και το πιο βασικό δεν έδειχνε σερσερής ούτε σαλιάρης. Δεν ξέρω πολλά, κύριε Γιώργο, μόνο ότι η γυναίκα αυτή εμφανιζόταν στη χάση και στη φέξη. Σίγουρα προτιμούσε τις ήσυχες ώρες, ποτέ ας πούμε Κυριακές απογεύματα, τότε που γίνεται υποστολή σημαίας με άγημα και μουσική κι ο κοσμάκης πλημμυρίζει τον τόπο και το πλακόστρωτο είναι γεμάτο φλούδια από σπόρια. Απογεύματα με αναδουλειά ήταν που λες, όταν άρχισαν, δειλά δειλά κάποιες κουβέντες μεταξύ τους, άντρας με γυναίκα δεν ήταν τόσο εύκολο τότε, άλλα χρόνια εκείνα… Κάποια στιγμή του ζήτησε να τη φωτογραφίσει. Έγινε αρκετές φορές, κάτι θα της άρεσε στη μηχανή του ίσως πάλι να ήταν και ο Πύργος η αιτία. Στηνόταν πάντα όρθια και πίσω της ο Πύργος, είχε μια μανία απ’ ό,τι φαίνεται. Τον κυρ Σταύρο τον πλήρωνε κανονικά χωρίς παζάρια, κιμπάρισσα γυναίκα, εξόν την ομορφιά δηλαδή. Του ζήταγε μάλιστα και φάκελλα, κάπου θα τις έστελνε τις φωτογραφίες, έτσι φαίνεται.

Ύστερα από καιρό τον πατέρα μου τον βρήκε εγκεφαλικό, παράτησε τη μηχανή, τον τρίποδα, την άσπρη μπλούζα και φόρεσε το σεντόνι στο κρεβάτι του, από άσπρο σε άσπρο, κύριε Γιώργο. Έμεινε κατάκοιτος, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, αν θέλεις το πιστεύεις… Έβγαλε τότε με τα μάτια χιλιάδες φωτογραφίες στο ταβάνι…

Τις φωτογραφίες της μάνας μου τις θέλω όπως και τα αρνητικά, μου είπε ξαφνικά και με έκοψε την ώρα που εγώ του έλεγα τα βάσανα του Σταύρου Σερίφη. Βλέπεις ο καθένας τον δικό του άνθρωπο πονάει και δεν τον νοιάζει ο καημός του αλλουνού. Του απάντησα ότι δεν ξέρω, δεν κοιτούσα πια το ρολόι.

Είναι για τις χαράδρες της ψυχής μου, συνέχισε, θα πληρώσω καλά.

Το ’πε έτσι, ας πούμε καλλιτεχνικά. Θα πλήρωνε με δολάρια κι αυτό μου το τόνισε. Του είπα να το σκεφτώ, τάχα, γιατί ήθελα να κερδίσω χρόνο, να βρω και τι θα ζητήσω αφού η σύνταξη η ρημάδα δεν φτάνει. Ζει η μάνα σου; Τον ρώτησα, έτσι να πω και μια κουβέντα παραπάνω να μη φαίνεται το όλον σκέτο ανατολίτικο παζάρι.

Πέταξα από την Βοστώνη και την πρόλαβα. Πήγα στη νευρολογική κλινική που την είχαμε χρόνια. Δεν επικοινωνούσε εδώ και μέρες, σφυγμός χαμηλός. Της κρατούσα το χέρι. Σήκω, Μα, της έλεγα σήκω να μου κάνεις αυγόφετες, θα αργήσω στο σχολείο, σήκω! Παλαβομάρες, δεν ντρέπομαι να στο πω. Προχθές στο φινάλε της την φωτογράφησα με το κινητό. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη της έβαλα ανάμεσα στις παλάμες ένα σουβενίρ απ’ αυτά που πουλάνε στους τουρίστες, λίγο σαχλό, έναν μικρό Λευκό Πύργο με κολλημένα επάνω του κοχύλια. Μάνα, της είπα, να τον πάρεις μαζί σου στο μεγάλο ταξίδι. Δεν ξέρω αν εκείνη την ώρα με άκουγε. Λοιπόν, κύριε Τάκη, είσαι;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα