Featured

Η Έφη Σταμούλη γράφει την θεατρική ιστορία της πόλης 40 χρόνια τώρα

Η Έφη Σταμούλη, ένα δημιουργικό πρόσωπο, του οποίου η θεατρική παρουσία, η καλλιτεχνική προσφορά, ολόκληρη η ζωή, είναι αλληλένδετα με την Θεσσαλονίκη, ανοίγει τα νοερά χαρτιά της.

Χριστίνα Παρασκευοπούλου
η-έφη-σταμούλη-γράφει-την-θεατρική-ιστ-528331
Χριστίνα Παρασκευοπούλου

Συνέντευξη στην Χριστίνα Παρασκευοπούλου | Εικόνες: Δημήτρης Τσίπας

Η Γρούσα. Η Ντόλι Ντάλας. Η Ιοκάστη. Και φυσικά η Σωτηρία Μπέλλου.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα εμβληματικά πρόσωπα που έχει φορέσει ανά τα χρόνια η μοναδική Έφη Σταμούλη, ένα δημιουργικό πρόσωπο, του οποίου η θεατρική παρουσία, η καλλιτεχνική προσφορά, ολόκληρη η ζωή, είναι αλληλένδετα με την Θεσσαλονίκη.

Έχοντας μεγαλώσει στην πόλη, σε ένα «γιατρόσογο», όπως σημειώνει η ίδια, παρόλο που «προοριζόταν» να ακολουθήσει κι εκείνη τα βήματα των γονιών της, το θέατρο ήταν απροσδόκητα αυτό που από μικρή ηλικία την κέρδισε, στο σημείο που να είναι απόλυτα αυτονόητο μέσα της ότι θα ακολουθούσε την κατεύθυνση του σανιδιού.

Έχοντας ολοκληρώσει την θεατρική της εκπαίδευση στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, κι έχοντας εργαστεί για έναν χρόνο σε αυτό σαν ηθοποιός, ήταν το 1979 που έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη ενός θεσμού που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην θεατρική ιστορία της Θεσσαλονίκης, κι αυτός δεν ήταν άλλος από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης. Ένας θεσμός που φέτος συμπλήρωσε τα 40 χρόνια επιδραστικότητας στην πόλη, με πάνω από 100 παραστάσεις αλλά και ισάριθμους δημιουργικούς συντελεστές να περνούν από την σκηνή του ανά τα χρόνια.

Ήταν στην Πειραματική Σκηνή που ακονίστηκε το θεατρικό «είναι» της Έφης Σταμούλη, η οποία από νεαρή ηλικία ήρθε αντιμέτωπη με ρόλους τεράστιους, κλασικούς και σύγχρονους, με τον μοναδικό ελεύθερο και δημιουργικό τρόπο που χάρισε σε εκείνη, αλλά και σε όλα τα μέλη του θεσμού, η θεατρική εξέλιξη μέσα από έναν θίασο ιδιαίτερο στο ότι είχε στο επίκεντρό του τους ηθοποιούς. Η πορεία της έχει σημειώσει φυσικά σταθμούς και εκτός του θεσμού, με συνεργασίες και ρόλους δυναμικούς που έχουν αφήσει το στίγμα τους, όμως είναι η Πειραματική Σκηνή που αποτέλεσε δημιούργημά της και λόγο περηφάνιας.

Με τις δυσκολίες που επήλθαν τα τελευταία χρόνια, με την έλευση της κρίσης και το τέλος των θεατρικών επιχορηγήσεων, η Πειραματική Σκηνή έχασε το 2012 την έδρα δεκαετιών της στο ιστορικό Θέατρο Αμαλία, συνεχίζοντας όμως την πορεία της με μια παράσταση ετησίως. Σήμερα, βρίσκουμε τον θεσμό στο μεταίχμιο, καθώς η πιο πρόσφατή του παράσταση, με την Έφη Σταμούλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη, ενδέχεται να είναι και η τελευταία του, που έπεται να φανεί αν θα κλείσει αυτόν τον τεράστιο δημιουργικό κύκλο των 40 χρόνων παρουσίας και προσφοράς στην πόλη.

Με αφορμή αυτή την μεγάλη επέτειο, η Έφη Σταμούλη μας άνοιξε το σπίτι της, μια ανάσα από τον Λευκό Πύργο, αλλά και τα νοερά χαρτιά της, μιλώντας εφ’ όλης της ύλης για την καλλιτεχνική της πορεία στα θεατρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης, αλλά και για το τι της έχει χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια το θέατρο.

Το σαλόνι της, μια βιβλιοθήκη όλο, γεμάτη βιβλία από τοίχο σε τοίχο και από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. «Κάπως έτσι σου βγαίνει το όνομα», σχολιάζει χιουμοριστικά το γεγονός ότι κρατά και η ίδια ένα βιβλίο στο χέρι. Η γωνιά επιλογής της για διάβασμα και μελέτη του πιο πρόσφατου θεατρικού σεναρίου, τους αναμενόμενους «Στυλοβάτες της κοινωνίας» του Ίψεν από το ΚΘΒΕ, ο καναπές, με τους ρόλους που έχει ενσαρκώσει ανά τα χρόνια να κρέμονται σαν συμβολικά από πάνω της. Ρόλοι δυναμικοί κι αλλοτινοί, με εκφράσεις που συγκινούν και στοιχειώνουν, παγωμένες στον χρόνο. Την βλέπεις σε όλους και ταυτόχρονα δεν την βλέπεις.

Αυτονόητη αρχή, το ξεκίνημά της. Ήταν η υποκριτική κάτι που ήθελε να επιδιώξει εξαρχής;

Οι γονείς μου ήταν και οι δύο γιατροί και η φυσική μου κατάληξη θα ήταν η ιατρική. Αλλά είχα και μια πολύ θεατρόφιλη γιαγιά, η οποία από μικρό παιδί με έπαιρνε μαζί της στο θέατρο. Για κάποιον λόγο, που πραγματικά δεν μπορώ να τον εξηγήσω, από μικρή έλεγα ότι θα γίνω ηθοποιός. Το έχω ξαναπεί και είναι πολύ αστείο: Η πρώτη φορά που είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, ήμουν στο νηπιαγωγείο, 4-5 χρονών, και ήθελα πολύ να γίνω βασίλισσα. Κι εκείνη την εποχή η Γκρέις Κέλι είχε παντρευτεί τον Ρενιέ του Μονακό ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα είχε με τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Οπότε εγώ θεώρησα ότι ο δρόμος προς την βασιλεία περνάει από το θέατρο.

Πάντως από πολύ μικρό παιδί έλεγα ότι θα γίνω ηθοποιός, πήγαινα σε ένα δημοτικό σχολείο που είχε θέατρο, εκείνη την εποχή ήταν εντελώς σπάνιο αυτό, στα εκπαιδευτήρια Κοραής, με συμμαθήτρια, και φίλη από τα νήπια μέχρι σήμερα, τη Λυδία Φωτοπούλου. Θυμάμαι να παίζω το αγγελάκι πολύ μικρή, και μετά την Παναγία, στα Χριστουγεννιάτικα σκετς. Συνέχισα στο Κολλέγιο «Ανατόλια», όπου υπήρχε το περιβόητο Drama Club. Και ήταν για μένα, χωρίς να ξέρω πραγματικά πώς, αυτονόητο ότι εγώ θα ασχοληθώ με το θέατρο.

Όταν στην ηλικία των 15-16 χρόνων χρειάστηκε να πω στους γονείς μου ότι δεν θα γίνω γιατρός, η μεν μαμά μου, η οποία ήταν πολύ ανοιχτό πνεύμα για εκείνα τα χρόνια, μου είπε «θα κάνεις ό,τι θέλεις». Αλλά ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει συγκοπή. Εγώ όμως ήμουν αποφασισμένη, κι έτσι, τελειώνοντας το σχολείο, ήταν δεδομένο για μένα ότι θα πάω σε δραματική σχολή. Έδωσα βέβαια εξετάσεις και στο Πανεπιστήμιο. Πέρασα στη Γαλλική Φιλολογία. Έκανα ταυτόχρονα τις σπουδές μου. Όχι ακριβώς ταυτόχρονα, το Πανεπιστήμιο το τελείωσα σε 7 χρόνια, γιατί οι σπουδές στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου απορροφούσαν όλο τον χρόνο μου. Και μόλις τελείωσα τη Σχολή, προσλήφθηκα στο Κρατικό. Έτσι γινόταν τότε, οι δύο πρώτοι στη βαθμολογία έμπαιναν στο Κρατικό. Εκείνη τη χρονιά, ήμασταν η Φιλαρέτη Κομνηνού κι εγώ.

Έμεινα έναν μόνο χρόνο στο Κρατικό τότε, τη σεζόν 1978-79, γιατί πολύ γρήγορα έπεσε η ιδέα της ίδρυσης μιας θεατρικής ομάδας από τον Νικηφόρο Παπανδρέου, που τότε ήταν διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Κρατικού. Κι έτσι δύο φουρνιές αποφοίτων, δηλαδή η δική μου και κυρίως η επόμενη από τη δική μου, όπου ήταν τότε ο Χρήστος Αρνομάλλης, ο Νίκος Σεργιανόπουλος, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ιδρύσαμε την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» το καλοκαίρι του 1979. Μετά, τα πράγματα ακολούθησαν τη δική τους πορεία, χωρίς κανείς να καταλάβει πώς ακριβώς έγινε αυτό και πόσο θα κρατούσε, μέχρι που φτάσαμε σήμερα που είμαστε στο 2019. Σαράντα χρόνια μετά.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Ο Νίκος Σεργιανόπουλος στα πρώτα του θεατρικά βήματα στη Θεσσαλονίκη

Ποια είναι η πρώτη θεατρική παράσταση που θυμάται να είδε και τι εντύπωση της άφησε;

Θα σε αιφνιδιάσω. Ήμουν πάρα πολύ μικρή, πρέπει να ήμουν 4-5 χρονών. Ήταν η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα, όπως φαντάζεσαι. Μόνο τη μαμά μου να μου λέει για τον Χορν ότι είναι ένας πολύ σημαντικός ηθοποιός. Δεν θυμάμαι όμως τίποτα, ούτε πώς ήταν ο Χορν, ούτε τι έκανε. Μόνο την είσοδο του θεάτρου με πάρα πολλά φώτα, καλοκαίρι. Αυτό προφανώς με εντυπωσίασε. Και μετά θυμάμαι, επίσης πολύ μικρή σε ηλικία, τη γιαγιά μου, αυτή τη θεατρόφιλη γιαγιά μου, που της οφείλω πάρα πολλά, να με πηγαίνει να δω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την Κυβέλη, μιλάμε τώρα για …αρχαία χρόνια. Την θυμάμαι την Κυβέλη, μια πολύ μεγαλόσωμη γυναίκα, τουλάχιστον στα μάτια μου. Την θυμάμαι σαν ένα θηρίο πάνω στη σκηνή, να παίζει το «Ένα ηλιόλουστο πρωινό» των αδελφών Κιντέρο, δεν θυμάμαι τίποτα από την υπόθεση, αλλά θυμάμαι να με εντυπωσιάζει ο όγκος αυτής της γυναίκας πάνω στη σκηνή.

Επηρέασαν κάπως αυτά την ιδέα που είχε για το θέατρο;

Καθόλου. Ήμουν πάρα πολύ μικρή. Αυτό που θυμάμαι στην πιο ενήλικη ζωή μου είναι ότι είχα μεγάλη λατρεία για την Έλλη Λαμπέτη και για την Ελένη Χατζηαργύρη. Αυτές οι δύο, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ναι, με επηρέασαν. Ας πούμε, τη Λαμπέτη, όταν έπαιζε εδώ στο Κρατικό τον «Βυσσινόκηπο», σε σκηνοθεσία του Βολανάκη, και εγώ ήμουν μαθήτρια της σχολής, στεκόμουν ατελείωτες ώρες στην κουίντα να τη χαζεύω. Και με τον ίδιο τρόπο, για άλλους λόγους, ξενυχτούσα στις πρόβες του Εθνικού στην Επίδαυρο για να χαζεύω, λαθρεπιβάτις, την Χατζηαργύρη.

Πώς αντιλαμβανόταν το θέατρο τότε και πώς το αντιλαμβάνεται σήμερα;

Προφανώς, όταν έλεγα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, δεν φανταζόμουν τίποτα συγκεκριμένο. Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι είναι δύο πράγματα που το θέατρο σου προσφέρει απλόχερα. Το ένα είναι ότι πρόκειται για μια δωρεάν ψυχοθεραπεία. Θέλω να πω με αυτό, ότι όταν μπαίνεις στη διαδικασία της προετοιμασίας ενός έργου, και κατόπιν όσο παίζεται η παράσταση, χωρίς να το καταλάβεις, χωρίς να το κάνεις επίτηδες, φεύγεις από τη δική σου πραγματικότητα και ασχολείσαι με την πραγματικότητα που πρέπει να φτιάξεις. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχεις χιλιάδες προβλήματα, είτε προσωπικά, είτε γύρω σου, κοινωνικά, αλλά χωρίς να το κάνεις επίτηδες, για κάποιες ώρες γίνεσαι ένας άλλος. Αυτό είναι μια τρομακτική ελευθερία που σου δίνει το θέατρο. Το άλλο είναι ότι σ’ αυτή τη δουλειά δεν υπάρχει περίπτωση να βαρεθείς. Είναι μια δουλειά που δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την ρουτίνα, μια δουλειά όπου, και να θες, δεν μπορείς να επαναπαυτείς. Αυτά τα δύο είναι τα πολύτιμα δώρα που κάνει το θέατρο στους ανθρώπους του. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν άλλες δυσκολίες, μεγάλες και μικρές, αλλά για μένα αυτά τα δύο δώρα είναι αναντικατάστατα.

Ποιο ήταν το καλύτερο που της έχει προσφέρει το θέατρο και ποιο το χειρότερο που έχει βιώσει;

Το καλύτερο που μου έχει προσφέρει το θέατρο είναι αυτά τα 40 χρόνια της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης». Υπήρξαμε πάρα πολύ τυχεροί σ’ αυτή τη ζωή, που μπορέσαμε να συγκροτήσουμε και να διατηρήσουμε αυτή την καλλιτεχνική οικογένεια. Τα μέλη της εναλλάσσονταν κατά καιρούς, πέρασαν πάνω από 100 ηθοποιοί, πέρασαν πολλοί καλλιτεχνικοί συνεργάτες, αλλά υπήρχε πάντα ένας πυρήνας, τόσο συντελεστών όσο και ηθοποιών, ανθρώπων που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Αυτό δεν σήμαινε ότι τα κάναμε όλα καλά. Υπήρχαν παραστάσεις πολύ καλές, υπήρχαν άλλες λιγότερο καλές, αλλά ζήσαμε 40 χρόνια μέσα σε ένα περιβάλλον απίστευτης ελευθερίας και δημιουργικής φιλίας. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να μου κάνει το θέατρο. Ταυτόχρονα, τώρα πια που φαίνεται να φτάνει στο τέλος του αυτός ο κύκλος, αισθάνομαι ότι η Πειραματική μου στέρησε την εμπειρία να ξέρω πώς είναι η ζωή χωρίς αυτή την καλλιτεχνική προστασία. Η ζωή η θεατρική εννοώ. Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια είχα κάποιες συνεργασίες στην Αθήνα, και συνειδητοποίησα ότι έχω περάσει όλη μου την καλλιτεχνική ζωή προστατευμένη, μέσα σε αυτό το κουκούλι της Πειραματικής Σκηνής. Δεν παραπονιέμαι, αυτό είναι πολύ ωραίο. Αλλά αγνοώ κάτι από την πραγματική θεατρική πραγματικότητα. Το φαντάζομαι, το ξέρω, το είδα, αλλά δεν το έζησα. Ίσως αυτό είναι ένα έλλειμμα. Πάλι όμως, αν ξανάρχιζε η ζωή, αυτό το δρόμο θα επέλεγα.

Ήταν από τους λίγους καλλιτέχνες που δεν επέλεξαν να κατευθυνθούν στην Αθήνα, επιλέγοντας αντίθετα να μείνει στη βάση της, την Θεσσαλονίκη. Πώς έκανε τόσο συνειδητά τόσο νωρίς στην καριέρα της αυτή την επιλογή και πώς την αποτιμά σήμερα;

Στην αρχή της καριέρας μου, την πολύ αρχή, ένα χρόνο μετά το τέλος της Σχολής, ξεκίνησε η Πειραματική Σκηνή, δηλαδή καλά καλά δεν καταλάβαμε πώς έγινε. Και έγινε χωρίς να έχουμε τότε στο μυαλό μας ότι θα κρατήσει. Δηλαδή μαζευτήκαμε να κάνουμε μια παράσταση. Η πρώτη παράσταση έφερε τη δεύτερη, η δεύτερη την τρίτη… Μετά, σχετικά σύντομα, το 1981 αν δεν κάνω λάθος, άρχισαν οι κρατικές επιχορηγήσεις, ένας θεσμός με ανεκτίμητη συμβολή στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου εν γένει. Η Πειραματική Σκηνή αμέσως ήταν μέσα στους θιάσους που άρχισαν να επιχορηγούνται, όχι με πολλά λεφτά στην αρχή, αλλά κάθε χρονιά και με λίγο περισσότερα, οπότε ήταν αυτονόητη η συνέχεια. Κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, υπήρξε μια κρίση, εννοώ μέσα στον θίασο, με την έννοια «Τώρα τι κάνουμε; Να συνεχίσουμε, να σταματήσουμε;». Λίγα χρόνια πριν, το 1986, είχαμε αποκτήσει σταθερή στέγη, το Θέατρο Αμαλία. Μετά από τρία χρόνια στο Αμαλία, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση. Αρκετοί από τους τότε ηθοποιούς έφυγαν, άλλοι για την Αθήνα, άλλοι πήγαν στο Κρατικό Θέατρο, έτσι υπήρξε ένα πρώτο δίλημμα. Εκεί λοιπόν εγώ πήρα την απόφαση να μείνω. Είμαι έτοιμη να δεχτώ ότι αυτό δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι με τον Νικηφόρο Παπανδρέου ήμασταν ήδη ζευγάρι, με δύο παιδιά. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Πιστεύω, χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη, ότι η Πειραματική Σκηνή έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στα θεατρικά πράγματα της Θεσσαλονίκης, άρα και εγώ στο κομμάτι που μου αναλογεί. Αυτή η αίσθηση της δικαίωσης είναι κάτι πολύ σημαντικό. Τώρα από εκεί και πέρα, κάτι κερδίζεις από αυτά, κάτι χάνεις. Προφανώς χάνεις μια μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα που σου δίνει η Αθήνα. Προφανώς χάνεις ότι εκεί, στην Αθήνα, μας αρέσει δεν μας αρέσει, εκεί παίζεται το παιχνίδι. Αλλά παρόλα αυτά, ήταν μια απόφαση συνειδητή. Και αν γυρνούσε η ζωή πίσω, ξέροντας την κατάληξη, πάλι θα την έπαιρνα.

Μετά από 40 χρόνια παρουσίας της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης, ποιος είναι ο απολογισμός;

Το πιο σημαντικό είναι ότι η Πειραματική ήταν ένας χώρος δημιουργικής πολυφωνίας. Επειδή ο Νικηφόρος Παπανδρέου δεν ήταν σκηνοθέτης ο ίδιος, σκηνοθέτησε κάποια έργα αλλά αυτό δεν ήταν η κύριά του απασχόληση, η Πειραματική Σκηνή έγινε ένας θίασος ηθοποιοκεντρικός και όχι σκηνοθετοκεντρικός. Δεν ήταν ο θίασος αυτού του σκηνοθέτη, ήταν ο θίασος αυτών των ηθοποιών, για μεγάλα διαστήματα των ίδιων, με τους σκηνοθέτες να εναλλάσσονται. Αυτό λοιπόν έδωσε μια ποικιλία στο ύφος των παραστάσεων και σ’ εμάς τους ηθοποιούς μια ποικιλία ερεθισμάτων. Ήταν ένας θίασος από τον οποίον ξεκινήσαμε όλοι πάρα πολύ νέοι: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, μουσικοί, που έκαναν μαζί μας τα πρώτα τους βήματα και μετά εξακτινίστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Από εκεί και πέρα, επειδή εμείς ξεκινήσαμε 22-23 χρονών παιδιά, παίξαμε πολύ γρήγορα πολύ μεγάλους ρόλους. Προφανώς δεν τους παίζαμε όλους καλά, αλλά αναγκαστήκαμε από πολύ νέοι να παλέψουμε με μεγαθήρια ρόλων. Αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο σχολείο, αναγκαστήκαμε να αναμετρηθούμε με τεράστιους ρόλους και μάθαμε μέσα από τις αδυναμίες μας, μέσα από τις αποτυχίες μας, μέσα από την νεανική μας τρέλα. Έτσι, εδώ και αρκετά χρόνια, όταν με ρωτάνε «Τι ρόλο θα θέλατε να παίξετε;», λέω πως δεν με ενδιαφέρουν πια οι ρόλοι, με ενδιαφέρει ποιος θα σκηνοθετήσει, ποιος θα είναι στον θίασο, δεν είναι ρόλοι που μου λείπουν, αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι συνθήκες της συνεργασίας. Βέβαια, επειδή μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια εμείς μεγαλώσαμε, οι συνεργάτες μας είναι όλο και πιο συχνά νεότεροι από μας, και είναι για μένα μεγάλη χαρά, δημιουργική χαρά, τα τελευταία 10-15 χρόνια, να με σκηνοθετούν μαθητές μου και να παίζω με μαθητές μου. Μεγάλη ανανέωση. 

Ποιες είναι οι συνεργασίες που μετά από 40 χρόνια της λείπουν;

Από την εποχή που ήμουν νέα, αυτός που μου λείπει πολύ, γιατί του οφείλω και πολλά, είναι ο Νίκος Χουρμουζιάδης. Ήταν ένας άνθρωπος αυτοδίδακτος στη σκηνοθεσία, ένας πάρα πολύ σημαντικός στοχαστής του θεάτρου, ο οποίος πάντα αισθανόταν ότι ήταν ελλιπέστερος ημών, ως προς τη σκηνική εμπειρία, και πάντα έλεγε «Εγώ από σας μαθαίνω». Αλλά το να δουλεύεις δίπλα στον Νίκο Χουρμουζιάδη ήταν το μεγαλύτερο μάθημα, του οφείλω πραγματικά πάρα πολλά. Μου λείπει, και σαν συνεργάτης, αλλά και σαν φίλος. Γιατί γινόμασταν και πολύ φίλοι, αυτό ήταν το άλλο μεγάλο δώρο της Πειραματικής Σκηνής, ότι με τους ανθρώπους, με τους περισσότερους τουλάχιστον, δεν ήμασταν μόνο συνεργάτες, γινόμασταν και αληθινοί φίλοι.

Το μέλλον της Πειραματικής Σκηνής;

Η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» έδωσε την εναρκτήρια παράστασή της στις 18 Οκτωβρίου 1979. Και είχε τη μεγάλη τύχη στις 18 Οκτωβρίου 2019 να παίζει ακόμα, παίζαμε τη «Φόνισσα» στο Θέατρο Τ. Είναι πολύ σημαντικό, τα 40 αυτά χρόνια συμμετοχής στη θεατρική ζωή της πόλης, παρόλο που από το 2012 που σταμάτησαν οι επιχορηγήσεις και χάσαμε το Θέατρο Αμαλία, ανεβάζουμε μόνο μία νέα παραγωγή το χρόνο. Παρόλα αυτά, 40 χρόνια είναι 40 χρόνια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένα πολύ ωραίο φινάλε. Πιθανότατα να είναι. Μπορεί και όχι. Θα δείξει. Εκείνο που εγώ κρατάω είναι ότι τα 40 χρόνια συνέπεσαν με μια παράσταση σκηνοθετημένη από έναν νέο άνθρωπο, τον Πάνο Δεληνικόπουλο. Κι αυτός πρώην μαθητής μου στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Έπαιζα εγώ και τέσσερις νέες γυναίκες, πολύ νεότερες από μένα, εκ των οποίων οι δύο υπήρξαν επίσης μαθήτριές μου. Ήταν μια παράσταση που πήγε πάρα πολύ καλά, που παίχτηκε σε δύο περιόδους στο Θέατρο Τ, την άνοιξη και το φθινόπωρο, με το θέατρο κάθε βράδυ γεμάτο. Τι καλύτερα γενέθλια να επιθυμήσει κανείς;

Πώς ήταν η σκέψη ότι η «Φόνισσα» μπορεί να είναι ο τελευταίος ρόλος της με την Πειραματική Σκηνή;

Δεν το έβαλα αυτό στο κεφάλι μου. Γιατί αν το έβαζα, θα είχα μια συναισθηματική φόρτιση άσχετη με την παράσταση. Εκείνο που σίγουρα εγώ προσωπικά θέλω, και γι’αυτό ήμουν και πολύ χαρούμενη που η «Φόνισσα» πήγε τόσο καλά, είναι να μην αρχίσει η Πειραματική Σκηνή να φθίνει.

Έχει συμμετάσχει όλα αυτά τα χρόνια σε πάνω από 100 παραστάσεις. Ποιες είναι αυτές που της έχουν αποτυπώσει μια έντονη εμπειρία και της έχουν αφήσει το στίγμα τους;

Υπάρχουν σίγουρα και παραστάσεις που πέρασαν κι έφυγαν, αλλά και πολλές που έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλες, για ποικίλους λόγους. Όχι πάντα σε σχέση με τον ρόλο που έπαιζα. Δεν μπορεί ας πούμε να μη θυμάμαι τη «Βεγγέρα», όπου έπαιζα έναν πολύ μικρό ρόλο, αλλά ήταν η πρώτη μεγάλη μας «εμπορική» επιτυχία, με μια εκρηκτική Σοφία Φιλιππίδου.

Από την παράσταση «Η Βεγγέρα» (1984) | Πειραματική Σκηνή της Τέχνης | Κώστας Ζαχαράκης, Έφη Σταμούλη | Φωτογράφος: Χρύσα Κυριακίδου

Δεν μπορεί να μη θυμάμαι το «Περιμένοντας τον Γκοντό», όπου έπαιζα τον Πότζο, με Βλαντιμίρ τον Νίκο Σεργιανόπουλο και Εστραγκόν τον Χρήστο Αρνομάλλη, με τα έξοχα σκηνικά και κοστούμια της Ιωάννας Μανωλεδάκη, μια από τις πρώτες μας συνεργασίες με τον Νίκο Χουρμουζιάδη. Ή το «Κάτω από το γαλατόδασος», όπου νομίζω ότι όλοι μας είχαμε βρεθεί στην καλή μας ώρα, δηλαδή ο Νίκος Αρμάος που έκανε τη σκηνοθεσία, ο Απόστολος Βέττας που έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο Ηρακλής Πασχαλίδης που έκανε τη μουσική, εμείς που παίζαμε, κι ήταν νομίζω η πιο γοητευτική παράσταση της Πειραματικής Σκηνής. Ή «Το σώσε», που ήταν μια τρελή κωμωδία που έσπασε ταμεία και παίχτηκε σε δύο σεζόν, ενώ εμείς ως τη γενική δοκιμή ήμασταν βέβαιοι ότι δεν θα σκάει χείλι. Δεν μπορώ να ξεχάσω το «Τίτα-Λου» της Κατρίν Ανν, για τη θαυμάσια συνεργασία με τη Λυδία Φωτοπούλου και τα ωραία τραγούδια του Κώστα Βόμβολου.

Από την παράσταση «Τίτα-Λου» (1992) | Πειραματική Σκηνή της Τέχνης | Λυδία Φωτοπούλου, Έφη Σταμούλη | Φωτογράφος: Βασίλης Μποζίκης

Ή τον «Κύκλο με την κιμωλία», όπου έπαιζα έναν από τους πιο αγαπημένους μου ρόλους, τη Γρούσα, ενώ η κόρη μου, 2,5 χρονών τότε, έπαιζε τον Μιχαήλ, το «υιοθετημένο» παιδάκι της Γρούσας, κι ερχόταν το βράδυ νυσταγμένη στο θέατρο για να παίξει στην τελευταία σκηνή του έργου. Έγινε ηθοποιός η κόρη μου, δεν ξέρω αν αυτό ήταν που τη στιγμάτισε, δεν την έχω ρωτήσει ποτέ. Δεν μπορώ να ξεχάσω το «Τρίο σε μι μπεμόλ», που ήταν μια παράσταση με δύο ηθοποιούς, παίζαμε εγώ και ο Δημήτρης Ναζίρης και σκηνοθετούσε ο Πέτρος Ζηβανός, που είναι μια από τις πιο ευτυχισμένες μου συνεργασίες. Ή το «Για της πατρίδας το καλό», πρώτη μου συνεργασία με τη Γλυκερία Καλαϊτζή. Ή το «Με δύναμη από την Κηφισιά» που σκηνοθέτησε η Έρση Βασιλικιώτη, και είχε τεράστια προσέλευση θεατών. Όπως είχε και το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου, με σκηνοθέτη τον Γιάννη Μόσχο. Και φυσικά δεν μπορώ να ξεχάσω τον «Βυσσινόκηπο», την πρώτη μας παράσταση εκτός Αμαλίας, που σκηνοθέτησε η Χριστίνα Χατζηβασιλείου και παίξαμε στη Βίλα Καπαντζή, αξέχαστη εμπειρία η επαφή μ’ αυτό το ιστορικό αρχοντικό, τόσο που είχαμε χαρεί που γίναμε άστεγοι. Προφανώς δεν ήταν έτσι.

Από την παράσταση «Ο Βυσσινόκηπος» (2012) | Πειραματική Σκηνή της Τέχνης | Έφη Σταμούλη |

Αλλά πρέπει να με σταματήσετε, σαράντα χρόνια είναι πάρα πολλά, για να μπορέσω να συνοψίσω εδώ τις πιο σημαντικές στιγμές τους, ας αφήσω που θα έχω τύψεις μετά για άλλα σημαντικά που παρέλειψα και σπουδαίους συνεργάτες που δεν ανέφερα.

Ποιος πιστεύει εκείνη ότι ήταν ο καλύτερός της ρόλος; Αυτός που ένιωσε ότι τον εξέφρασε απόλυτα;

Νομίζω η Σωτηρία Μπέλλου. Μια συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο, μετά από αρκετά χρόνια. Ήταν μια πρόταση του Γιάννη Βούρου, που υλοποιήθηκε επί διεύθυνσης Γιάννη Αναστασάκη. Όταν μου έγινε η πρόταση, είπα, είναι δυνατόν; Από πού κι ως πού; Ειλικρινά το λέω. Άκουγα την Μπέλλου, μου άρεσε η Μπέλλου, αλλά δεν έβρισκα ότι είχα κάτι κοινό μαζί της. Και όμως, έπειτα από σκληρή δουλειά και εξαιρετική συνεργασία με τη Χριστίνα Χατζηβασιλείου, γιατί ήταν καθοριστική η συνεισφορά της, έφτασα να θεωρώ ότι είναι ίσως ο πιο πλήρης ρόλος μου.

Η Έφη Σταμούλη ως Σωτηρία Μπέλλου | Φωτογράφος: Τάσος Θώμογλου / ΚΘΒΕ

Έχει ενσαρκώσει πολύ μεγάλους ρόλους του κλασικού θεάτρου, φανταστικά αλλά και αληθινά πρόσωπα. Ποια είναι η δημιουργική της διαδικασία προσεγγίζοντας έναν ρόλο; Πώς τον βρίσκει μέσα της;

Δεν υπάρχει κανόνας σε αυτό το πράγμα. Πραγματικά δεν υπάρχει κανόνας. Βέβαια, όταν μιλάμε για υπαρκτά πρόσωπα, ουσιαστικά μόνο την Μπέλλου έπαιξα και πριν από λίγα χρόνια την Γκρέτα Γκάρμπο -σε ένα έργο μυθοπλασίας, αλλά πάντως το πρόσωπο ήταν υπαρκτό-, εκεί είναι διαφορετική η προσέγγιση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην ασχοληθείς, αποκλειστικά και πολύ και συνεχώς, με το τι ήταν αυτό το πρόσωπο. Χωρίς να προσπαθείς να μιμηθείς, αλλά να κατανοήσεις. Αλλά γενικά πώς προσεγγίζει κανείς έναν ρόλο, θα με πιστέψεις αν σου πω ότι δεν ξέρω; Αλήθεια στο λέω, δεν ξέρω. Διαβάζω πολύ το κείμενο, διαβάζω εξαντλητικά το κείμενο, αλλά εξαρτώμαι πολύ από το πώς θα με οδηγήσει ο σκηνοθέτης. Δεν είμαι καθόλου από τους ηθοποιούς που αυτοσκηνοθετούνται, δεν μου αρέσει να αυτοσκηνοθετούμαι. Τον έχω ανάγκη τον σκηνοθέτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάντα συμφωνώ, αλλά τον έχω ανάγκη. Αυτό που κάνω εγώ είναι να προσπαθήσω να κατανοήσω το πρόσωπο που ερμηνεύω, όχι να το δικαιώσω. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που θέλουν να δικαιώνουν τους ήρωές τους. Θέλω απλώς να καταλάβω γιατί αντιδρούν έτσι. Αλλά αν μου πεις να σου περιγράψω ένα δύο-τρία-βήματα, είναι αδύνατον να στο πω. Δεν ξέρω πώς το κάνω. Δεν ξέρω πώς γίνεται.

Πόσο κοντά βιώνει τελικά ένας ηθοποιός τον ρόλο του; Πόσο κοντά έχει έρθει εκείνη;

Είμαι από τους ηθοποιούς που δεν θα σου πουν ποτέ ότι ακολουθούν μια διαδικασία στην αρχή για να μπουν στον ρόλο και μια άλλη μετά για να βγουν από τον ρόλο. Πιστεύω απόλυτα στο παιχνίδι που είναι το θέατρο. Στο θέατρο παίζουμε, δεν ταυτιζόμαστε. Προσπαθούμε να παίξουμε αληθινά, πειστικά, κι αυτό είναι όλο. Εγώ απλώς πηγαίνω στο θέατρο πολύ νωρίτερα, χωρίς να κάνω τίποτα ιδιαίτερο. Αυτή είναι η συγκέντρωσή μου, ότι είμαι στον χώρο του θεάτρου. Τελειώνει η παράσταση και τέρμα. Δεν φέρνω κάτι από τον ρόλο. Μπορεί βέβαια ο ρόλος πάντα κάτι να σου αφήνει. Αλλά αυτό είναι δικό του θέμα. Την ώρα όμως της παράστασης, όλη μου η προσπάθεια είναι να παίζω εκείνη τη στιγμή, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, που είμαστε εκεί, τώρα, όχι γενικώς και αορίστως. Εκείνη τη στιγμή ν’ ακούς, εκείνη τη στιγμή να απαντάς, εκείνη τη στιγμή να σκέφτεσαι. Τότε είσαι μέσα στο ρόλο.

Το θέατρο είναι κάτι που δεν θα επαναληφθεί ποτέ δύο φορές.

Ποτέ. Καμία παράσταση δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Καμία.

Πώς το βιώνει λοιπόν αυτό στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης παράστασης, από μέρα σε μέρα;

Μια παράσταση είναι κάτι πολύ εύθραυστο. Ένας θεατής ν’ αρχίσει να βήχει, ένα κινητό να χτυπήσει, την τσάκισε την παράσταση. Από την άλλη, πάντα θα υπάρχει και ο κίνδυνος της ρουτίνας. Ο κίνδυνος της επανάληψης, ειδικά σε παραστάσεις που παίζονται πολύ καιρό. Γι’ αυτό, πολλές φορές, έρχεται ένας θεατής και λέει «Πω πω, ήταν καταπληκτικό», κι εμείς μέσα μας ξέρουμε ότι σήμερα δεν ήταν και πολύ καταπληκτικό, γιατί ήμασταν λίγο μέσα στην επανάληψή μας. Ενώ άλλες φορές βγαίνεις από την σκηνή και λες, «Τι ωραία που ήταν σήμερα!». Δεν είναι μεγάλη η διαφορά. Ανεπαίσθητες είναι οι διαφορές. Εσύ όμως μέσα σου ξέρεις ότι σήμερα ήσουν πραγματικά εκεί, ενώ χθες ήσουν εκεί λίγο με τον αυτόματο ηθοποιό. Τον θεατή μπορείς να τον ξεγελάσεις, τον εαυτό σου δεν θα τον ξεγελάσεις ποτέ.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα στο θέατρο;

Πάντα οι ρόλοι είναι δύσκολοι. Κάθε φορά λες «Από πού να το πιάσω; Πώς να το πω;». Και πολύ συχνά λέω στον εαυτό μου «Μα αφού ξέρεις ότι αυτό είναι ένα στάδιο, γιατί σε αγχώνει τόσο;». Πάντα αγχώνεσαι. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Προφανώς υπάρχουν ρόλοι πολύ σύνθετοι και άλλοι λιγότερο. Προφανώς υπάρχουν ρόλοι που αισθάνεσαι ότι δεν τους κατάφερες ποτέ. Έφυγαν. Και άλλοι που τους λάτρεψες. Αλλά πάντα, όταν ξεκινάς, όλα είναι δύσκολα. Ακόμα και τα εύκολα. ‘Ολα σου φαίνονται βουνό.

Υπάρχει κάτι που έχει μετανιώσει;

Να μετανιώσω τόσο που να αισθάνομαι ότι έχω εκτεθεί, όχι. Αλλά σίγουρα πολλοί ρόλοι μου δεν με ικανοποίησαν, και μπορώ να πω ότι, ειδικά νεότερη, όταν ήθελα να παίξω πολύ κάποιους ρόλους και τους έπαιξα, δεν ήταν οι καλύτεροί μου. Ας πούμε, έπαιξα πολύ νέα την Έντα Γκάμπλερ. Ήθελα πολύ να την ξαναπαίξω. Αισθάνομαι ότι δεν τους έκλεισα τους λογαριασμούς μου μαζί της. Έμειναν για πάντα ανοιχτοί. Έπαιξα την Βιόλα στη «Δωδέκατη Νύχτα», δεν ήμουν καλή, σου λέω για ρόλους που ήθελα να παίξω από μικρή, από τη Σχολή. Και άλλοι ρόλοι που δεν μου είχαν περάσει από το μυαλό ότι θα τους έπαιζα και μου έτυχαν, αισθάνομαι ότι συναντήθηκα μαζί τους πολύ πιο γόνιμα και πολύ πιο δημιουργικά. Ενώ οι ρόλοι που ήταν το απωθημένο μου, που έλεγα «Αχ Θεέ μου, να τον παίξω», ειδικά τη Μάσα στις «Τρεις αδελφές», ήταν τόσο μεγάλη η λαχτάρα μου που όταν την έπαιξα το αποτέλεσμα ήταν σίγουρα μικρότερο των προσδοκιών μου.

Ποιο είναι το δικό της αγαπημένο θεατρικό έργο;

Δεν έχω ένα αγαπημένο θεατρικό έργο. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Τσέχωφ, τον λατρεύω τον Τσέχωφ. Και η κωμωδία. Δεν υπάρχουν πολύ καλές κωμωδίες, δυστυχώς. Δεν γράφονται συχνά καλές κωμωδίες νομίζω. Από αρχαίες, δεν τον αγαπώ τον Αριστοφάνη. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι από τους αγαπημένους μου καθόλου. Από σύγχρονες, θεωρώ ας πούμε ότι το «Με δύναμη από την Κηφισιά», με έναν ρόλο που τον λάτρεψα, τη Φωτεινή, με την Έρση Βασιλικιώτη στη σκηνοθεσία, είναι μια καθαρόαιμη, ωραία, εξαιρετική, ελληνική κωμωδία. «Το σώσε», είναι μια εξωφρενική κωμωδία για τον κόσμο του θεάτρου. Δεν γράφονται πολύ καλές κωμωδίες. Δηλαδή εγώ δεν ξέρω πολλές.

Είναι καθηγήτρια υποκριτικής του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ. Πώς βλέπει τους νέους επίδοξους ηθοποιούς του σήμερα και τι συμβουλή τους δίνει;

Καταρχάς, η εκπαίδευση που παίρνουν τώρα τα νέα παιδιά είναι πολύ καλύτερη από αυτήν που είχαμε εμείς. Είναι πολύ πιο καλά πληροφορημένοι, ενδεχομένως περισσότερο διαβασμένοι, ασκούνται πολύ περισσότερο στη διάρκεια των σπουδών τους. Το θέμα είναι ότι βγαίνουν σε έναν χώρο όπου επικρατεί το χάος. Και τα τελευταία χρόνια το χάος μεγαλώνει συνεχώς. Εμένα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι να τους συμβουλέψω, όχι όταν κάνουμε μάθημα, εκεί ο καθένας μας ξέρει τι λέει και τι ζητά από τους μαθητές του. Το θέμα είναι τι τους συμβουλεύεις όταν σε ρωτάνε, στο τέλος των σπουδών τους, «Και τώρα τι;». Ειδικά τα τελευταία χρόνια, νιώθω μια τεράστια αμηχανία μπροστά στην αγωνία των νέων ηθοποιών. Τα πράγματα πια στην αγορά εργασίας είναι αδιανόητα δύσκολα. Σε αυτό βέβαια έχει να κάνει πολύ ο πληθωρισμός. Πόσοι ηθοποιοί βγαίνουν κάθε χρόνο; Πόσες δραματικές σχολές υπάρχουν, πόσα εργαστήρια, πόσοι σπουδάζουν στα δικά μας τα πανεπιστημιακά τμήματα; Κι από την άλλη η ανάγκη τόσων νέων ανθρώπων να εκφραστούν με το θέατρο, που θα έλεγε κανείς πως με την κρίση έγινε εντονότερη. Αυτό που τους λέω είναι να προσπαθούν να συνεχίζουν μεταξύ τους, ομάδες-ομάδες, παρέες-παρέες, σε μικρότερες πόλεις, στις πατρίδες τους, και όχι στην Αθήνα ντε και καλά, η οποία είναι λίγο σαν να τραβάς το λαχείο, το λότο, ειδικά για παιδιά που δεν έχουν ζήσει και σπουδάσει εκεί. Εγώ μιλάω τώρα για τους δικούς μου φοιτητές, που τελειώνουν εδώ στη Θεσσαλονίκη. Να προσπαθήσουν να κάνουν πράγματα που τους εκφράζουν στα μέρη τους. Αυτή η περιβόητη αποκέντρωση, που δεν υπάρχει πουθενά στη χώρα μας, όπου Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα. Πραγματικά σκέφτομαι, αν τόσα παιδιά που έρχονται στο Πανεπιστήμιο από όλη την ελληνική επαρχία, αν μπορούσαν να γυρίσουν στα μέρη τους και να κάνουν καλό θέατρο εκεί, αυτό θα ήταν ίσως μια λύση, και για τις δικές τους ψυχές και για τη ζωή στον τόπο τους.

Πιστεύει καθόλου το «ουδείς προφήτης στον τόπο του» για την Θεσσαλονίκη;

Α καλά, προφανώς. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε και έναν ελαφρύ επαρχιωτισμό, μας κατατρέχει αυτό, η Αθήνα είναι πάντα η Αθήνα και εμείς είμαστε το παραπαίδι. Αλλά φταίμε κι εμείς γι’ αυτό το πράγμα. Εμείς οι Θεσσαλονικείς εννοώ. Έχουμε μια τάση στη μιζέρια. Δεν είναι πολύ ευχάριστο αυτό που λέω, αλλά το πιστεύω. Έχουμε ένα κόμπλεξ απέναντι στην Αθήνα. Φαύλος κύκλος. Γιατί για να στο δημιουργούν, πάει να πει ότι κι εσύ είσαι έτοιμος να το δεχτείς.

Πώς βλέπει το θέατρο στη Θεσσαλονίκη σήμερα, αλλά και το μέλλον του;

Καταρχάς, μια ευχή είναι το Κρατικό Θέατρο, που γνώρισε μεγάλη ακμή τα τελευταία χρόνια, να συνεχίσει την ανοδική πορεία που είχε ως τώρα. Μια άλλη ευχή είναι να προσέξει το κοινό τα μικρά θέατρα, όπως το Θέατρο Τ. Και δεν το λέω επειδή έτυχε να συνεργαστώ με αυτό, αλλά επειδή το λειτουργούν άνθρωποι που εκτιμώ και θαυμάζω, όπως είναι η Γλυκερία Καλαϊτζή και οι συνεργάτες της, η Μαρία Καραδελόγλου και η Ευαγγελία Κιρκινέ, ένα θέατρο μικρό, που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να έχει ένα απαιτητικό ρεπερτόριο, να παρουσιάζει πρωτότυπες παραγωγές υψηλού ρίσκου. Πιστεύω ότι πρέπει να έχει τη συνέχεια που του αξίζει. Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο θέατρα, το Αυλαία και το Αμαλία, που φιλοξενούν παραστάσεις από άλλες πόλεις, μόνο χρήσιμο είναι. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα με τη θεατρική Θεσσαλονίκη, πολλές φορές μπερδεύουμε το επαγγελματικό θέατρο με το ερασιτεχνικό. Και δεν το λέω αυτό υποτιμώντας το δεύτερο. Το ερασιτεχνικό θέατρο κάνει καλό σ’ αυτούς που το κάνουν, αλλά για τη δημιουργία συνειδητού θεατρικού κοινού χρειάζεται υψηλής ποιότητας επαγγελματικό θέατρο. Και σ΄αυτό η Θεσσαλονίκη πάντα υστερούσε.

Ποια ήταν η τελευταία παράσταση που είδε που της άρεσε;

«Ο Θείος Βάνιας» σε σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη, στην Αθήνα. Ανέβηκε πέρυσι στο ΚΕΤ, έναν μικρό πρωτότυπο χώρο, και φέτος παίζεται στο BIOS. Είναι μια τσεχωφική παράσταση όπως, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να είναι ο Τσέχωφ σήμερα.

Ποιοι είναι κάποιοι νέοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί που πιστεύει ότι θα ακολουθήσουν μια πορεία που θα αφήσει ένα στίγμα στο θέατρο στην Ελλάδα;

Αυτή τη στιγμή εγώ αναγκαστικά θα ευλογήσω τα γένια μου και θα μιλήσω για μαθητές μου, οι οποίοι έχουν κάνει μια πολύ σημαντική πορεία, όπως οι σκηνοθέτες Γιάννης Καλαβριανός, Γιάννης Μόσχος, Χριστίνα Χατζηβασιλείου, Πρόδρομος Τσινικόρης, Ελένη Ευθυμίου, Πάνος Δεληνικόπουλος, Τάσος Αγγελόπουλος κ.ά. Όλοι αυτοί ήταν μαθητές μου. Όπως και πολλοί ηθοποιοί με τους οποίους έχω συνεργαστεί συχνά τα τελευταία χρόνια. Το λέω με περηφάνια που δεν κρύβεται.

Το επόμενο θεατρικό της βήμα με το Κρατικό Θέατρο;

Αυτή τη στιγμή, έχω αρχίσει πρόβες στους «Στυλοβάτες της κοινωνίας» του Ίψεν. Το ανεβάζει ο Γιάννης Μόσχος, με τον οποίον έχουμε συνεργαστεί τέσσερις φορές στην Πειραματική Σκηνή και ξαναβρισκόμαστε μετά από σχεδόν 10 χρόνια. Έχει κάνει μια πολύ ωραία διασκευή στο έργο του Ίψεν, ένα από αυτά που έχουν παιχτεί ελάχιστα στην Ελλάδα. Ωραία διασκευή, αρκετά ελεύθερη, που φέρνει το έργο σε ένα σήμερα που μας αφορά απολύτως. Και με έναν πολύ καλό θίασο.

Τι θα ήθελε να πει η ίδια για το θέατρο;

Το θέατρο είναι πολύ δύσκολο. Δεν εννοώ για τους θεατές. Επειδή η ενασχόληση μαζί του μας δίνει χαρά, έχουμε την τάση να το θεωρούμε ευκολότερο απ’ ό,τι είναι. Ενώ είναι δύσκολο. Ό,τι αυτό σημαίνει. Προς όποιον μπορεί να το ακούσει. Αυτό.

Ποια θα έλεγε τελικά ότι είναι η Έφη Σταμούλη;

Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ την δουλειά του και την παίρνει πολύ σοβαρά, κάνοντας όμως πολλές πλάκες την ώρα που δουλεύει. Δεν μπορώ τα πράγματα χωρίς χιούμορ, δεν τα μπορώ καθόλου. Αυτοί που δεν με ξέρουν καλά μου λένε πως φαίνομαι αυστηρή και σοβαρή. Σοβαρά την κάνω την δουλειά μου, σοβαρότατα, αλλά δεν μπορώ καθόλου τη σοβαροφάνεια. Είναι κάτι που με τρελαίνει η σοβαροφάνεια.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα