Life

Της Κυριακής το ανάγνωσμα

Κάθε Κυριακή το σταθερό ραντεβού με την τέχνη των γραμμάτων.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
της-κυριακής-το-ανάγνωσμα-279521
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Της Κυριακής το ανάγνωσμα το αναγκαίο, το τυχαίο, το χουχουλιάρικα λατρευτικό. Κάθε Κυριακή η parallaxi ξεφυλλίζει τα ωραιότερα βιβλία.

“Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» και η Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.

Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µε δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.

Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Νά και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τί θα φάµε», «τί να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη; —ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της— είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.

Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τί έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; Πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τί φοβόταν;

Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.

Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.

Πρέπει να µάθει την αλήθεια”.

(Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια, εκδόσεις Πατάκη)

“-Ευχαριστώ, Τάκη, δε σε θέλω πια, τρέχα σπίτι, είπε στο αγοράκι.

Κι έμπασε τον Αποστόλη μόνο, κι έκλεισε την πόρτα. Η κάμαρα φωτίζουνταν από ένα κερί που έκαιε στο μοναδικό τραπέζι, εμπρός σε μια ψάθινη καρέκλα που ήταν η έδρα της δασκάλισσας. Στο κούφωμα του παραθύρου κάθουνταν ένας παπάς με πυκνή μαύρη γενειάδα. Το καλυμμαύκι του κατέβαινε ώς τα φρύδια του, μαύρα και δασιά, που σκίαζαν τα μάτια του, μεγάλα, γεμάτα φωτιές και φοβέρες. Κάθουνταν ακίνητος στο βαθούλωμα του παραθύρου, μα το βλέμμα του από την πόρτα γύριζε στο παράθυρο και από το παράθυρο στην πόρτα.

-Είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, είπε η κυρία Ασπασία σιμώνοντας. Με το δάχτυλο έδειξε ο παπάς το παράθυρο.

-Και ο μικρούλης ποιος ήταν; ρώτησε.

-Ο Τάκης; Μην τα ρωτάτε! Είναι ορφανό. Δεν έχει κανένα στον κόσμο. Τον πήρα στο σπίτι μου και τρώγει ό,τι τρώμε μεις, η μάνα μου κι εγώ, αποκρίθηκε η κυρία Ασπασία.
-Είναι Κουλακιώτης;
-Τον κάναμε Κουλακιώτη. Από πού είναι, καλά- καλά δεν ξέρω. Ήταν με βουλγάρους αρκουδαραίους, ξυλοκόπους, καρβουνιάρηδες, κι εγώ δεν ξέρω τι. Σαν πέρασε πέρσι τον Απρίλιο ο καπετάν Μπούας με τον καπετάν Ακρίτα τον Αλιάκμονα, στο πέρασμα της Κόκοβας, εκεί κοντά στο μοναστήρι του Προδρόμου, βρέθηκε ο μικρός με τους Βουλγάρους που πιάσανε οι καπεταναίοι. Έγινε ένα δυστύχημα, βούλιαξε το καράβι, μια σχεδία δηλαδή, στο πέρασμα της Κόκοβας…
-Ξέρω, διέκοψε ο παπάς σουφρώνοντας τα φρύδια του.
-Και πνίγηκε ολόκληρη η βαρκαδιά. Ήταν όλοι Βούλγαροι. Γλίτωσε μόνο ο μικρός, που δεν ήταν στο καράβι απάνω, και τον πήγαν τότε στη Μονή του Προδρόμου, κάπου νότια, εκεί κοντά…
-Ώστε είναι Βουλγαράκι;
-Όχι, είναι δικός μας. Τον κλέψανε, φαίνεται, οι Βούλγαροι, σε κάποια σφαγή…
– Ποια σφαγή; αναφώνησε ο παπάς. Και σηκώθηκε ξαφνικά ταραγμένος.
Ήταν πολύ ψηλός, λιγνός, ξερακιανός. Τα γένια του φαίνουνταν πολύ βαριά για το λιγνό του πρόσωπο, όπου γυάλιζαν όλο φωτιές τα μάτια του.
-Μη με πολυρωτάτε, αποκρίθηκε η δασκάλισσα. Μου το ‘φεραν μια μέρα, το λυπήθηκα και το πήρα σπίτι μου. Μα το γνωρίζετε; Γιατί ρωτάτε;
-Γιατί γυρεύω το χαμένο παιδί τού… κάποιου φίλου μου, αποκρίθηκε ο παπάς – μια στιγμή κοντοστάθηκε”.
(Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, εκδόσεις: ΕΣΤΙΑ)

“Πραγματικά πήγα τότε στο Άμπουργκ ωστόσο… ξαναπήγα έπειτα και στο Ρουλέτεμπουργκ. Ήμουνα και στο Σπα, ήμουνα μάλιστα και στο Μπάντεν, όπου πήγα ως θαλαμηπόλος του αυλικού συμβούλου Γίντσε, ενός αχρείου που ήτανε άλλοτε εδώ. Ναι, ήμουνα λακές, σωστούς πέντε μήνες! Αυτό έγινε αμέσως μετά τη φυλακή. (Γιατί έκανα και φυλακή στο Ρουλέτεμπουργκ για ένα μου χρέος εδώ πέρα. Κάποιος άγνωστος μ’ έβγαλε — ποιος ήταν αυτός; Ο μίστερ Άστλεϋ; Η Πολίνα; Δεν ξέρω. Ωστόσο το χρέος πλερώθηκε διακόσα τάλληρα το όλο, κι’ εγώ ήμουνα ελεύθερος). Πού να πήγαινα; Τί νάκανα; Μπήκα λοιπόν στην υπηρεσία αυτού του Γίντσε. Ήτανε νέος κι’ αλαφρόμυαλος, αγαπούσε το ραχάτι, κι’ εγώ ήξερα να μιλώ και να γράφω τρεις γλώσσες. Στην αρχή, με πήρε τάχα για γραμματικό του για τριάντα φλωρίνια το μήνα· μα στο τέλος έγινα σωστός λακές του, γιατί δεν ήτανε σε θέση να κρατάει γραμματέα και μου λιγόστεψε το μιστό. Δεν είχα πού να πήγαινα κι’ έμεινα — μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν έγινα μόνος μου ένας λακές. Δε χόρτασα μήτε φαΐ μήτε πιοτό στην υπηρεσία του, όμως γι’ αυτό κατάφερα και μάζεψα σε πέντε μήνες εβδομήντα φλωρίνια. Ένα βράδυ στο Μπάντεν του δήλωσα πως θέλω να τον αφήσω, και το ίδιο βράδυ πήγα στη ρουλέττα. Ω, πώς χτυπούσε η καρδιά μου! Όχι, δεν ήταν το χρήμα που ποθούσα! Τότε ήθελα μονάχα όλοι τούτοι οι Γίντσε, όλες τούτες οι μεγαλόπρεπες κυράδες του Μπάντεν, όλοι τούτοι οι μαιτρ-ντ’-οτέλ να μιλάνε την άλλη μέρα για μένα, να διηγούνται την ιστορία μου, να με θαυμάζουνε, να μ’ επαινούνε και να σκύβουνε μπροστά στο καινούργιο κέρδος μου. Όλα τούτα ήτανε παιδιάστικα όνειρα κι’ έγνοιες, όμως… ποιος ξέρει πάλι, μπορεί και να συναντιόμουνα με την Πολίνα, θα της άνοιγα την καρδιά μου κι’ αυτή θα καταλάβαινε πως είμαι ανώτερος απ’ όλα αυτά τα τυφλά χτυπήματα της μοίρας… Ω, δεν αγαπούσα τα χρήματα μονάχα! Είμαι βέβαιος πως θα τα σκορπούσα πάλι σε καμμιά Blanche, και πάλι θα πήγαινα στο Παρίσι και θα κρατούσα για τρεις βδομάδες δικά μου άλογα που θα στοιχίζανε έξη χιλιάδες φράγκα. Ξέρω καλά πως δεν είμαι τσιγκούνης και μάλιστα θαρρώ πως είμαι σπάταλος, κι’ όμως με τί τρεμούλα, με τί κέρωμα στην καρδιά, ακούω τη φωνή του κρουπιέρη: trente et un, rouge, impair et passe, ή: quatre, noir, pair et manque. Με τί απελπισία παρατηρώ το τραπέζι του παιχνιδιού, όπου είναι σκορπισμένα τα φλουριά, τα λουδοβίκια και τα τάλληρα, τις πυραμίδες του χρυσαφιού όταν απ’ το φτυάρι του κρουπιέρη πέφτει σε φλόγινους σωρούς ή τις μακρυές σαν πήχες στήλες τ’ ασημιού που βρίσκονται τριγύρω απ’ τον τροχό. Πριν πλησιάσω ακόμα την αίθουσα του παιχνιδιού κι’ ακούσω τον κρότο που κάνουνε τα νομίσματα που σκορπιούνται, με πιάνει σχεδόν σπασμός.

Ω, η βραδυά εκείνη, πούφερα τα εβδομήντα μου φλωρίνια στο τραπέζι του παιχνιδιού ήτανε το ίδιο αξιοσημείωτη. Άρχισα με δέκα φλωρίνια και με το passe. Για το passe έχω καλή προκατάληψη. Έχασα. Μου μείνανε εξήντα φλωρίνια σ’ αργυρά νομίσματα. Συλλογίστηκα λίγο — και προτίμησα το zéro. Άρχισα να βάζω μονομιάς στο zéro από πέντε φλωρίνια· την τρίτη φορά βγήκε ξαφνικά το zéro. Λίγο κόντεψε να πεθάνω απ’ τη χαρά μου, που πήρα εκατόν εβδομήντα πέντε φλωρίνια. Σαν είχα κερδίσει εκατό χιλιάδες φλωρίνια δεν είχα τέτοια χαρά. Αμέσως έβαλα εκατό φλωρίνια στο κόκκινο — πήρα· όλα τα τετρακόσια στο μαύρο — κέρδισα· όλα τα οχτακόσα στο manque — πήρα, μετρώντας και τα προηγούμενα, είχα χίλια εφτακόσα φλωρίνια, κι’ αυτό σε διάστημα λιγώτερο από πέντε λεπτά! Ναι,  σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς κι’ όλες τις προηγούμενες αποτυχίες! Γιατί τα κέρδισα αυτά κινδυνεύοντας πιότερο κι’ απ’ τη ζωή μου, το τόλμησα και κινδύνεψα, και νά με πάλι στη σειρά των ανθρώπων!

Πήρα ένα δωμάτιο, κλειδώθηκα, κι’ ώς τρεις ώρες, καθόμουνα και λογάριαζα τα λεφτά μου. Το πρωί ξύπνησα όχι πια λακές. Αποφάσισα την ίδια μέρα να φύγω για το Άμπουργκ: εκεί δεν έγινα λακές, ούτε κάθησα φυλακή. Μισή ώρα πριν φύγω πήγα κι’ έβαλα δυο μίζες, όχι παραπάνω, κι’ έχασα χίλια πεντακόσα φλωρίνια. Ωστόσο πήγα στο Άμπουργκ, και νά ένας μήνας πια που βρίσκουμαι εδώ…”

(Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ο παίκτης,  μτφ. Αθηνά Σαραντίδη, εκδόσεις Γκοβόστη) 

“Τον πρώτο καιρό δεν έβγαζαν λέξη. Ούτε τα καθιερωμένα «συγγνώμην», όταν ο νεαρός σηκωνόταν για να κατέβει στη Νέα Ιωνία. Περιορίζονταν στο να ρίχνουν φευγαλέες ματιές τα πόδια της γυναίκας, το πρόσωπο του νεαρού τα μάτια της μιας, το στόμα του άλλου. Κοίταζαν όπως οι επισκέπτες τα ζώα μέσα απ’ τα κάγκελα στους ζωολογικούς κήπους. Καθόλου όμως αδιάκριτα, ούτε με επιμονή. Μόνο κάτι σαν διάλειμμα ανάμεσα στις υπόγειες στοές. Δικαιολογούσες αυτές τις ματιές από την έλλειψη ενός φυσικού τοπίου. Μα και όταν ακόμα, από το σταθμό της Αττικής, το τραίνο έβγαινε στον ανοιχτό χώρο, οι δυο συνταξιδιώτες εξακολουθούσαν να κοιτάζονται. Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς τη ντροπή πού χωρίζει τ’ ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η καλή αγωγή. Ακουμπούσαν, είναι η αλήθεια, όχι τόσο στα μάτια — κάτι που κούραζε, όπως κουράζει η συνεχής θέα τ’ ουρανού — όσο περιδιάβαζαν ο ένας στο δέρμα του άλλου, περνώντας από τους ανοικτούς πόρους, τα μπιμπίκια, τις ελιές, χίλια περιστατικά που πλούτιζαν και χαρακτήριζαν τα πρόσωπά τους. Κάπου-κάπου, η γυναίκα έμοιαζε να συνέρχεται από μια ύπνωση, χαμήλωνε τα μάτια κι έμενε να κοιτάζει τα χέρια της, που για μόνο στολίδι είχαν τη βέρα. Γρήγορα όμως άφηνε πάλι τον εαυτό της ελεύθερο. Πιο πολύ κι απ’ τον ίδιο το νεαρό, έμοιαζε να κοιτάζει κάπου πίσω απ’ αυτόν, χαμένη μες στην αχλή πού σχημάτιζε ή λάμψη των μαλλιών του. Έμοιαζαν και των δυονών τα βλέμματα να είναι μια αμοιβαία ξεκούραση, μια ανάπαυλα της μέρας που τελείωνε και της νύχτας που ερχόταν”.

(Mένης Κουμανταρέας, Η κυρία Κούλα, εκδόσεις:ΚΕΔΡΟΣ)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα