Βιβλίο

Η “Βεγγέρα” της Μαργαρίτας Νταλακμάνη

Αυτή η βεγγέρα-αγρυπνία είναι μια συνομιλία με το «φίλο» που κουβαλάμε από τη μήτρα της μάνας μας.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
η-βεγγέρα-της-μαργαρίτας-νταλακμάν-274092
Γιώτα Κωνσταντινίδου
‘Εργο εξωφύλλου: Σταματίνα Ντούτσουλη

Η Μαργαρίτα Νταλακμάνη μας συστήνει το πρώτο της βιβλίο υπό τον τίτλο, «Βεγγέρα». Ένα βιβλίο για μια ολονύκτια σπαρακτική ομιλία με το θάνατο που ρέπει στο πρώτο φως της ημέρας, τη ζωή.

Αυτή η βεγγέρα-αγρυπνία είναι μια συνομιλία με το «φίλο» που κουβαλάμε από τη μήτρα της μάνας μας. Μόνο που πρέπει να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να «συστηθούμε». Διότι μπορεί να έρθει ξαφνικά χωρίς να έχουμε γνωριστεί.

Η βεγγέρα για πολλούς νησιώτες του Ιονίου είναι η επίσκεψη, η χαρούμενη γιορτή που διαρκεί ως αργά το βράδυ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική βεγγέρα.« «Γιορτή» που κρατά όλο το βράδυ, μέχρι το πρώτο φως. Είναι αλήθεια πως βεγγέρα γίνεται εν αναμονή ενός γεγονότος, όπως ας πούμε η αλλαγή του χρόνου, τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου», μας εξηγεί η Μαργαρίτα Νταλακμάνη. «Εξ όσων γνωρίζω, ακόμη και σε περιπτώσεις όταν εορτάζεται κάτι με μεγαλοπρέπεια δε χρησιμοποιείται ο όρος βεγγέρα. Και αυτό γιατί έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα. Στο θεμέλιό της βρίσκεται ένα γεγονός μεγάλης σημασίας που πρέπει να «γιορταστεί» κατάλληλα. Και πρέπει κανείς να κάνει μια μικρή θυσία γι’ αυτό. Να θυσιάσει τη νυχτερινή του ανάπαυση πεπεισμένος ότι αξίζει τον κόπο. Όχι λίγες ώρες αλλά όλη τη νύχτα (Σχηματικά το λέω, για τονίσω τη διάρκεια). Αγρύπνια λοιπόν και όχι τόσο γιορτή… Αγρύπνια αναστοχασμού. Αυτή η βεγγέρα-αγρυπνία λοιπόν είναι μια συνομιλία με το «φίλο» που κουβαλάμε από τη μήτρα της μάνας μας. Μόνο που πρέπει να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να «συστηθούμε». Διότι μπορεί να έρθει ξαφνικά χωρίς να έχουμε γνωριστεί. Η δική μου γνωριμία έγινε όπως περιγράφεται στις λίγες σελίδες που διαβάσατε».

Έκανα βεγγέρα και τη χάρηκα. Συνομίλησα, έβρισα, ρώτησα, έπαιξα, μα επίσης στοχάστηκα βαθιά. Και πριν πάω για ύπνο με το πρώτο φως, ήπια μια γουλιά κρασί για να μου φύγει ο κόμπος.

Είναι η πρώτη σας συγγραφική απόπειρα. «Είναι η πρώτη μου δουλειά. Προέκυψε αβίαστα, ίσως και απρογραμμάτιστα. Πώς να προγραμματίσει κανείς άλλωστε μια συνομιλία με το θάνατο; Όμως είναι συνειδητοποιημένη. Πολύ συνειδητοποιημένη. Χρειαζόταν μόνο κάτι που αναδύθηκε με έναν περίεργο αυτοματισμό μέσα στη νύχτα για να κάνει το χέρι μου να βάλει την πρώτη λέξη στο χαρτί. Και ξενύχτησα. Έκανα βεγγέρα και τη χάρηκα. Συνομίλησα, έβρισα, ρώτησα, έπαιξα, μα επίσης στοχάστηκα βαθιά. Και πριν πάω για ύπνο με το πρώτο φως, ήπια μια γουλιά κρασί για να μου φύγει ο κόμπος».

Εξομολόγηση, μια συνομιλία αναγκαία για γνωριμία και συμφιλίωση με το θάνατο. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τον προσωποποιώ για να τον γνωρίσω. Και το «πρόσωπό» του, η ουσία του, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, υπάρχει από καταβολής κόσμου.

Μια συνομιλία, δύσκολη, εξομολογητική, αναγκαία. «Μόνο που δε θα την χαρακτήριζα σύγκρουση, μολονότι στο βιβλίο διαφαίνεται ως τέτοια. Θα την χαρακτήριζα εξομολόγηση, μια συνομιλία αναγκαία για γνωριμία και συμφιλίωση με το θάνατο. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τον προσωποποιώ για να τον γνωρίσω. Και το «πρόσωπό» του, η ουσία του αν μπορούμε να την πούμε έτσι, υπάρχει από καταβολής κόσμου. Εμείς όμως, ως όντα πεπερασμένα, όχι. Αυτός μας «έχει στα υπόψη» του από τη στιγμή της γέννησής μας. Εμείς τον «υποπτευόμαστε» πιο αργά».

Το ατομικό ξόρκισμα, θέλοντας και μη, σχηματίζει μια κατά έναν τρόπο συλλογική συνείδηση που λειτουργεί ως συμπαγής ενότητα απέναντι στο θάνατο.

Λέγονται αλήθειες, περιγράφονται σκηνές, γνώριμες, οικείες για πολλούς, ωμές. «Ο καθένας μιλάει για τη δική του αλήθεια. Μάλλον θα έλεγα πως ο καθένας μιλάει για το δικό του προσωπικό ξόρκισμα, για να νιώσει καλά κάνοντάς το, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα την πλήρη αδυναμία του να υπερκεράσει το βέβαιο. Το ατομικό ξόρκισμα, θέλοντας και μη, σχηματίζει μια κατά έναν τρόπο συλλογική συνείδηση που λειτουργεί ως συμπαγής ενότητα απέναντι στο θάνατο. Τον σκεφτόμαστε ατομικά, και ταυτόχρονα όλοι μαζί, όλα τα θνητά όντα που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν στο μέλλον. Επομένως με αυτή την έννοια, ναι, ο ένας αφουγκράζεται τον άλλο ανεπίγνωστα».

Βάζω στο χαρτί το δικό μου προσωπικό στιγμιότυπο ξορκίσματος. Και το δικό μου στιγμιότυπο είναι καθημερινό. Τίποτα βαρύγδουπο, τίποτα επίσημο.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία ή αυτοαναφορικότητα. «Αυτοβιογραφία όχι… δεν ιστορείται η ζωή μου γενικώς. Αυτοαναφορικότητα όμως ναι, επιλεκτική, σε χώρο και χρόνο. Βάζω στο χαρτί το δικό μου προσωπικό στιγμιότυπο ξορκίσματος. Και το δικό μου στιγμιότυπο είναι καθημερινό. Τίποτα βαρύγδουπο, τίποτα επίσημο. Όπως όταν μιλώ με έναν φίλο με τον οποίο τσακώθηκα πριν λίγο αλλά που θα τα ξαναβρούμε αργότερα. Με αυτήν την έννοια, ταυτίζομαι σίγουρα με άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με αυτή τη θωριά το θάνατο».

Όλη μας η ζωή είναι μελέτη θανάτου, όπως έλεγε ο Πλάτων. Σε αυτό το πλαίσιο προσπαθώ να αποκτήσω μια σωστή σχέση με το θάνατο για να μη μου φαίνεται και τόσο τρομερός. Να αποδεχθώ ότι τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός.

Ένα βιβλίο που ξορκίζει το θάνατο. «Ασφαλώς. Νομίζω πως μόνον οι άγιοι δεν ξορκίζουν το θάνατο. Εμείς οι απλοί θνητοί πάντα θα βρίσκουμε τρόπους για να το κάνουμε. Από μια σκοπιά, οι τέχνες αυτό κάνουν. Προβάλλουν το δημιουργό στο μέλλον. Ξορκίζουν το θάνατο. Όλη μας η ζωή είναι μελέτη θανάτου όπως έλεγε ο Πλάτων. Σε αυτό το πλαίσιο προσπαθώ να αποκτήσω μια σωστή σχέση με το θάνατο για να μη μου φαίνεται και τόσο τρομερός. Να αποδεχθώ ότι τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός».

Ως άνθρωποι έχουμε το τραγικό προνόμιο να έχουμε συνείδηση της θνητότητάς μας. Η συνείδηση αυτή, από τη μια προκαλεί αγωνία και φόβο αλλά από την άλλη, αποτελεί αιτία σκέψης και δημιουργίας, κινητήρια δύναμη της ζωής.

Θάνατος και ζωή. «Ο θάνατος είναι όρος της ζωής. Με την έννοια ότι το επικείμενο τέλος ωθεί στη δημιουργία. Και ωθεί στη δημιουργία για το λόγο που ανέφερα παραπάνω. Για να τον ξορκίσει. Ως άνθρωποι έχουμε το τραγικό προνόμιο να έχουμε συνείδηση της θνητότητάς μας. Η συνείδηση αυτή, από τη μια προκαλεί αγωνία και φόβο αλλά από την άλλη, αποτελεί αιτία σκέψης και δημιουργίας, κινητήρια δύναμη της ζωής. Για να το φιλοσοφήσουμε και λίγο, νομίζω πως ο ανθρώπινος βίος δεν θα ήταν ανθρώπινος χωρίς το θάνατο».

Η γραφή αλλάζει. Το ύφος αλλάζει, ανάλογα με τι πραγματεύεται κανείς. Δεν μου αρέσει η στασιμότητα.

Η γραφή κοφτή, εναλλασσόμενη, τηλεγραφική, μπορεί να είναι ένα προσωπείο ενός ανθρώπου τολμηρού που αγαπά τις ριζικές αλλαγές. «Αλίμονο αν δεν αγαπούσα τις ριζικές αλλαγές, φαντάζεστε τη ζωή πως θα ήταν χωρίς τομές που να την κάνουν ενδιαφέρουσα. Η γραφή αλλάζει. Το ύφος αλλάζει, ανάλογα με τι πραγματεύεται κανείς. Δεν μου αρέσει η στασιμότητα. Ευτυχώς, οι φορές στη ζωή μου που την ανέχτηκα είναι ευάριθμες».

Που απευθύνεται. «Είναι μερικές σκέψεις ενδεδυμένες τη διαλογική μορφή και απευθύνονται σε όλους. Πως θα μπορούσαν να μη το κάνουν άλλωστε… Οι νεαρότερες ηλικίες ίσως τις βρουν αδιάφορες, καθώς δεν έχουν εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου ακόμη. Ωστόσο πιστεύω πως, καθώς ξεδιπλώνονται μέσα σε λίγες σελίδες, μπορούν να δώσουν ένα πρώτο έναυσμα για συζήτηση, τροφή για σκέψη, ή ακόμη καλύτερα, να αποτελέσουν το πρώτο σκαλί για μια ενδοσκόπηση και περαιτέρω εσωτερική αναζήτηση».

Ένα κείμενο γράφεται όχι για να λιβανίσει ούτε να επιβεβαιώσει τον συγγραφέα του. Το κείμενο και η γλώσσα είναι το όχημα μεταφοράς σκέψεων σε ένα πλατύτερο κοινό.

Κάθε βιβλίο μπορεί να διανύσει ατελείωτα ταξίδια. Να αλλάξει χέρια, να δανειστεί, να επιστρέψει, να καταχωνιαστεί. «Το «να αλλάξει χέρια», να «δανειστεί», σημαίνει ότι επιτέλεσε το σκοπό του. Για να δανείσεις κάτι σημαίνει πως κάποιος θέλει αυτό που δανείζεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο χειροκρότημα που θα μπορούσα να εισπράξω. Ένα κείμενο γράφεται όχι για να λιβανίσει ούτε να επιβεβαιώσει τον συγγραφέα του. Το κείμενο και η γλώσσα είναι το όχημα μεταφοράς σκέψεων σε ένα πλατύτερο κοινό. Αν το κείμενο αγγίξει μια δυο ψυχές, ο συγγραφέας έχει λόγο ύπαρξης. Αν οι σκέψεις του προκαλούν επιπλέον επεξεργάσιμες σκέψεις και στην ψυχή του αναγνώστη, τότε δικαιολογείται ο λόγος της συγγραφής του κειμένου».

Η Μαργαρίτα Νταλακμάνη γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1977. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

*Βιβλιοπαρουσίαση: Σάββατο 13/1 στο Free Thinking Zone στις 19:30 μμ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα